Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Βρυξελλών και Λονδίνου, οι οποίες ξεκινούν στις 3 Μαρτίου με στόχο να καθορίσουν τις διμερείς σχέσεις μετά την έξοδο της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ενωση, φαίνεται πως θα είναι δύσκολες και θορυβώδεις. Οπως συνέβη και με τις προηγηθείσες συνομιλίες του διαζυγίου, ορισμένα ζητήματα θα αποδειχθούν πιο ακανθώδη από άλλα. Παρά το γεγονός πως θα υπάρξουν αλληλοεπικαλύψεις στους στόχους μιας μελλοντικής Συμφωνίας Ελεύθερου Εμπορίου, τα δύο μέρη διαφωνούν στην ίδια την ουσία της. Το πιο δύσκολο ζήτημα είναι το πώς θα διασφαλίσουν ότι το διμερές εμπόριο θα διεξάγεται επί ίσοις όροις. Η μη δεσμευτική τους δήλωση στο πλαίσιο της Συμφωνίας Αποχώρησης το 2019 ορίζει ότι, «δεδομένης της γεωγραφικής εγγύτητας και της αλληλεξάρτησης Ε.Ε. και Ηνωμένου Βασιλείου, οι μελλοντικές τους σχέσεις πρέπει να στηρίζονται σε ανοιχτό και θεμιτό ανταγωνισμό, βάσει ισχυρών δεσμεύσεων ότι το εμπόριο θα διεξάγεται ισότιμα». Καθώς η Ε.Ε. των 27 κρατών-μελών εισάγει εννέα φορές περισσότερα αγαθά από τη Βρετανία απ’ ό,τι από τον μακρινό Καναδά, το ισότιμο πλαίσιο μετράει πολύ περισσότερο για την πρώτη στις διαπραγματεύσεις της με τη δεύτερη απ’ όσο με τον Καναδά για την εμπορική τους συμφωνία CETA. Συνήθως σε τέτοιες συμφωνίες τα συμβαλλόμενα μέρη δεσμεύονται να μην υπονομεύσουν το ένα τους κανόνες του άλλου για να κερδίσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.
Η Ε.Ε. φοβάται μήπως το Ηνωμένο Βασίλειο αποπειραθεί να το κάνει, απορρυθμίζοντας τις αγορές του, επιδοτώντας τους παραγωγούς του και υποβαθμίζοντας τις ευρωπαϊκές περιβαλλοντικές προδιαγραφές. Εξ ου και θέλει αυτομάτως η Βρετανία να εναρμονιστεί με τις ευρωπαϊκές ρυθμίσεις, ώστε να διατηρήσει προνομιακή πρόσβαση στην ενιαία αγορά. Το Λονδίνο διατείνεται ότι, ενώ θέλει να έχει το ελεύθερο να αποκλίνει των ευρωπαϊκών κανόνων, εφόσον αυτό ήταν το βασικό αίτημα του Brexit, δεν θα το πράξει με στόχο το ανταγωνιστικό του πλεονέκτημα έναντι της Ε.Ε. Και η Ε.Ε. απαντά ότι, όταν η Βρετανία έχει το κυριαρχικό δικαίωμα να θέτει ίδιους κανόνες, αντιστοίχως η Ε.Ε. μπορεί να αποφασίσει εάν θα παραχωρήσει προνομιακή πρόσβαση στην τεράστια αγορά της σε μια χώρα η οποία δεν συμμορφώνεται με τις προδιαγραφές της για την πρόσβαση αυτή. Η Βρετανία, πάλι, δεν θα ανταλλάξει τη νομική της αυτονομία με το εν λόγω προνόμιο, ειδικά εάν οι αντίστοιχοι κανόνες βασίζονται αποκλειστικά στην ευρωπαϊκή νομοθεσία και/ή εάν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο είναι το ύπατο όργανο διαιτησίας σε περιπτώσεις διχογνωμιών. Συμβιβαστική λύση θα ήταν η Βρετανία να προτείνει αμφότερα τα μέρη να δεσμευθούν να μην υπονομεύσουν εκατέρωθεν τους κανόνες για να αποκτήσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα ή να οπισθοδρομήσουν σε θέματα προστασίας εργασιακών δικαιωμάτων και περιβάλλοντος. Οι δύο πλευρές έχουν εντόνως διαφορετικές θέσεις στο ζήτημα των κρατικών ενισχύσεων, των εργασιακών δικαιωμάτων και της περιβαλλοντικής προστασίας. Κατά την εκτίμησή μας, το πιθανότερο είναι να καταλήξουν σε μία βασική συμφωνία έως τα τέλη του 2020.
* Oικονομολόγοι της τραπέζης Berenberg Βank.