«Καμπανάκι» συνταγματικότητας για το συνταξιοδοτικό καθεστώς των δημοσίων λειτουργών, υπαλλήλων και στρατιωτικών, κτυπάει το Ελεγκτικό Συνέδριο στη γνωμοδότησή που συνοδεύει το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο του υπουργείου Εργασίας «Ασφαλιστική μεταρρύθμιση και ψηφιακός μετασχηματισμός Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-Ε.Φ.Κ.Α.)» που κατατέθηκε χθες στη Βουλή.
Σύμφωνα με το Ελεγκτικό Συνέδριο, με τις ρυθμίσεις του νέου νομοσχεδίου επιβεβαιώνεται η θεσπισθείσα με τον ν. 4387/2016 ένταξή των δημοσίων λειτουργών, υπαλλήλων και στρατιωτικών στο ενιαίο συνταξιοδοτικό σύστημα, πλην όμως επέρχονται παρεμβάσεις σε συμμόρφωση με τη νομολογία τον Ελεγκτικού Συνεδρίου για το ειδικό καθεστώς τους.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου, ειδικά ως προς τις περιπτώσεις των δημοσίων λειτουργών, υπαλλήλων και στρατιωτικών υιοθετούνται ρυθμίσεις ενόψει των άρθρων 73 παρ. 2 και 80 του Συντάγματος περί τον ειδικού συνταξιοδοτικού τούς συστήματος, υπό την έννοια ότι η κατηγορία αυτή, διατηρώντας την αυτοτέλειά της, εντάσσεται στον ΕΦΚΑ, ο οποίος αναλαμβάνει την απονομή, εκτέλεση και καταβολή των συντάξεών τους αντί τον Δημοσίου, η δε καταβαλλόμενη σύνταξη εξακολουθεί να λειτουργεί ως συνέχεια των αποδοχών τους (θεσμική εγγύηση).
Πλην όμως στο νομοσχέδιο αναφέρεται ότι για λόγους δημοσιονομικής βιωσιμότητας και λογιστικής ενότητας του συστήματος οι συνταξιοδοτικές τούς παροχές αντιστοιχίζονται με το άθροισμα της εθνικής και της ανταποδοτικής σύνταξης προς διασφάλιση της εύλογης αναλογίας αποδοχών ενέργειας και συντάξεων, αποσυνδεόμενες πλήρως από τις καταβαλλόμενες σε αυτούς αποδοχές ενεργείας κατά τον χρόνο εξόδου από την υπηρεσία.
Ωστόσο, στο σημείο αυτό το Ελεγκτικό Συνέδριο υπενθυμίζει πως το Σύνταγμα επιφυλάσσει στους δημοσίους λειτουργούς, υπαλλήλους και στρατιωτικούς ένα ιδιαίτερο υπηρεσιακό και συνταξιοδοτικό καθεστώς.
Ειδικότερα ο συντακτικός νομοθέτης του 1975 με τα άρθρα 87, 98 και 103, ρυθμίζει την εν γένει υπηρεσιακή κατάσταση των δημοσίων λειτουργών, υπαλλήλων και στρατιωτικών και συνακόλουθα το ασφαλιστικό τους καθεστώς – το οποίο τελεί σε συνάρτηση της θέσης που κατέχουν και ως εκ τούτου αποτελεί σύστημα επαγγελματικής ασφάλισης – διακρίνοντας αυτό από το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης που κατοχυρώνεται ως κοινωνικό δικαίωμα στο άρθρο 22 παρ. 5 τον Συντάγματος.
«Η υπαγωγή με νόμο σε ενιαίο ασφαλιστικό οργανισμό των δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών με τους λοιπούς εργαζόμενους δεν συνάδει με τη θέση που το ισχύον Σύνταγμα επιφυλάσσει σ’ αυτούς, δεδομένου άτι αυτή συνιστά συνταγματικό κεκτημένο, η ανατροπή τον οποίον απαιτεί αναθεώρηση των σχετικών συνταγματικών διατάξεων», τονίζει το Ελεγκτικό Συνέδριο και προσθέτει:
«Ενόψει αυτών, το υπό εξέταση σχέδιο νόμου, εφόσον εξακολουθεί να στηρίζεται, όπως και ο προηγούμενος ασφαλιστικός νόμος 4387/2016, στην ενιαία ασφαλιστική αντιμετώπιση προσώπων που σύμφωνα με το Σύνταγμα δεν μπορούν να υπαχθούν στον ίδιο ασφαλιστικό οργανισμό, εγείρει ζήτημα αντισυνταγματικότητας στο σύνολό του».