ΑΠ 1116/2019 (πολ): Καταχώριση του ονόματος του ενάγοντος στα
πληροφοριακά στοιχεία εταιρείας που τηρεί λίστα οφειλετών – Αμέλεια των
υπαλλήλων της εναγόμενης τράπεζας, οι οποίοι μολονότι είχε εξοφληθεί
εμπρόθεσμα η επίδικη συναλλαγματική δεν επέδειξαν την δέουσα επιμέλεια
και προσοχή και απέστειλαν το όνομα του ενάγοντος στην ως άνω έταιρεία
για να καταχωρηθεί στα δυσμενή στοιχεία οφειλετών με αποτέλεσμα και
εξαιτίας αυτού του γεγονότος να ενταχθεί το όνομα του ενάγοντος στην άνω
λίστα δυσμενών στοιχείων. Ο ενάγων εξαιτίας της ανωτέρω καταχώρησής του
στη λίστα δυσμενών στοιχείων της εταιρείας, αντιμετώπισε την άρνηση της
Εθνικής Τράπεζας στην οποία απευθύνθηκε για να εκδώσει εγγυητική
επιστολή και να του χορηγήσει δάνειο για την χρηματοδότηση και εκτέλεση
του έργου που είχε αναλάβει. Ο ενάγων ένεκα της καταχώρισης του
ονόματος του στα δυσμενή στοιχεία που τηρεί η … ΑΕ που οφειλόταν στις
προμνησθείσες παραλείψεις των αρμοδίων οργάνων της εναγομένης, οι οποίες
ήταν παράνομες και υπαίτιες, αφού υποχρέωση για έγκαιρη ενημέρωση
απέρρεε τόσο από τη σχετική συμβατική υποχρέωση της εναγομένης όσο και
από τη συναγομένη από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ αρχή της καλής πίστης που
επιβάλλει την ενδεδειγμένη θετική ενέργεια αποτροπής της ζημίας …όσο
και από την παράλειψη της εναγομένης τράπεζας να αιτηθεί την ως άνω
διαγραφή υπέστη προσβολή της προσωπικότητας του, αφού εμφανιζόταν έναντι
των τρίτων ως αφερέγγυος, τίθετο σε κίνδυνο η οικονομική του πίστη ως
εμπόρου, μειώθηκε η τιμή και η υπόληψή του, δοκίμασε μεγάλη στενοχώρια
και ψυχική ταλαιπωρία. Για το λόγο αυτό πρέπει να του επιδικαστεί ποσό
ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης .
“Κατά τη διάταξη του άρθρου 914AK, όποιος ζημιώνει άλλον
παράνομα και υπαίτια, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή,
συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298, 299, 330, και 932 του ιδίου
κώδικα, προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία,
αλλά και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, που αποτελεί μη περιουσιακή
ζημία, είναι: α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β)παράνομος
χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, γ) υπαιτιότητα, που περιλαμβάνει το δόλο
και την αμέλεια και δ) πρόσφορος αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου
συμπεριφοράς και αποτελέσματος, δηλαδή της ζημίας.
Ο χαρακτηρισμός της
παράλειψης ως παράνομης συμπεριφοράς, προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρέωσης
για επιχείρηση θετικής ενέργειας που παραλείφθηκε (ΑΠ 864/2014). Περαιτέρω,
καλή πίστη, υπό την αντικειμενική έννοια που απαντάται στα άρθρα 200, 281 και
288 Α.Κ, είναι η συναλλακτική ευθύτητα, την οποία επιδεικνύει ο χρηστός και
εχέφρων συναλλασσόμενος. Υπό την έννοια συνεπώς αυτή, η καλή πίστη συνιστά
κριτήριο συμπεριφοράς και, άρα, κανόνα δικαίου. Οι Τράπεζες εκτός από ιδιωτικές
επιχειρήσεις διαμεσολάβησης στην κυκλοφορία του χρήματος, ασκούν παραλλήλως και
δημόσια λειτουργία, (υπό την ευρύτερη έννοια του όρου), αφού η δραστηριότητά της
αυτή αντανακλά ευθέως στην εθνική οικονομία).
Εξάλλου, η Τράπεζα, κατά την
εκπλήρωση των συναφών υποχρεώσεών της, απέναντι στον αντισυμβαλλόμενό της
(πελάτη της), όπως απαιτεί η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (ΑΚ288), έχει
τις αποκαλούμενες “υποχρεώσεις προνοίας”, (εξειδικευόμενες σε μία
σειρά παρεπομένων υποχρεώσεών της και ειδικότερα στην υποχρέωση προστασίας των
περιουσιακών αγαθών του πελάτη της, ιδίως όταν τα αγαθά αυτά είναι δυνατόν,
κατά την εκπλήρωση της παροχής, να τεθούν σε κίνδυνο), επειδή έχει αυξημένη
δυνατότητα να επεμβαίνει στην περιουσιακή σφαίρα των πελατών της. Περαιτέρω,
κατ` εξαίρεση από τον κανόνα της σχετικότητας των ενοχών, οι συμβάσεις είναι
δυνατόν, υπό προϋποθέσεις, να αναπτύσσουν προστατευτική ενέργεια και υπέρ
τρίτων προσώπων, τα οποία συνδέονται στενά με το αντικείμενο της παροχής ή
εμπλέκονται στο πεδίο της υφιστάμενης σχέσης εμπιστοσύνης .Τέλος τα πρόσωπα που
δεν βρίσκονται σε συναλλακτικό σύνδεσμο με την Τράπεζα κι ούτε εντάσσονται στο
προστατευτικό πεδίο του συνδέσμου αυτού, δικαιούνται – σε περίπτωση κατά την
οποία η Τράπεζα, κατά την εκπλήρωση παροχής της προς τον αντισυμβαλλόμενό της,
βλάψει υπαιτίως και τα έννομα συμφέροντα των προσώπων αυτών – να ζητήσουν
αποζημίωση, κατά τις διατάξεις του ΑΚ περί αδικοπραξιών (άρθρο 914 ΑΚ).
Και
τούτο, επειδή, στην περίπτωση αυτή, η Τράπεζα θα έχει παραβεί το γενικό καθήκον
κάθε κοινωνικού ανθρώπου, (αλλά και οντότητας εξομοιούμενης κατά το νόμο με
αυτόν), να μη ζημιώνει υπαιτίως άλλον, ΑΠ Ολ 967/1973 ΝοΒ 22,505), το οποίο –
καθήκον – αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα όταν αδικοπραγεί πιστωτικό ίδρυμα, ενόψει
της δραστικής παρέμβασής του στο οικονομικό τοπίο και της εντεύθεν, κατά τα
προλεχθέντα, ασκήσεως από μέρους της δημόσιας λειτουργίας latu sensu.
Από δε το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 57, 59, 914 και 932 Α.Κ. προκύπτει
ότι για τη θεμελίωση αξιώσεως προς καταβολή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω
ηθικής βλάβης από πράξη που προσβάλλει την προσωπικότητα του ανθρώπου
απαιτείται προσβολή της προσωπικότητος, η οποία να είναι παράνομη, δηλαδή να
έγινε χωρίς δικαίωμα ή κατ’ ενάσκηση δικαιώματος, ήσσονος σπουδαιότητας ή
ασκουμένου υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκηση του καταχρηστική, και
υπαίτια, ήτοι οφειλομένη σε δόλο ή αμέλεια και επέλευση ηθικής βλάβης στον
προσβληθέντα, τελούσα σε αιτιώδη σύνδεσμο με την παράνομη και υπαίτια προσβολή.
Η προσωπικότητα του ανθρώπου μπορεί να προσβληθεί σε οποιαδήποτε έκφανση ή
εκδήλωσή της (σωματική, πνευματική, ηθική κ.λ.π.).
Έτσι η απόδοση σε κάποιον
πράξεων που η κοινωνία αποδοκιμάζει, διότι ενέχουν απαξία, εμπίπτει στα όρια
της προσβολής της προσωπικότητος. Τέτοιες δε πράξεις, διαταρακτικές της
κοινωνικής προσωπικότητος του ανθρώπου, είναι και εκείνες που εμπεριέχουν
ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής ή επαγγελματικής εντιμότητος του
προσώπου, ακόμη και όταν αυτές απλώς τον καθιστούν ύποπτο ότι μετέρχεται
ανέντιμες μεθόδους, κατά την ενάσκηση των επαγγελματικών του καθηκόντων ή άλλων
εκφάνσεων της δραστηριότητός του (Α.Π726/2015). Η κρίση δε του δικαστηρίου της
ουσίας, ότι συγκεκριμένη συμπεριφορά αντίκειται στα χρηστά ήθη, καθώς και η
κρίση του για την ύπαρξη μεταξύ ορισμένης συμπεριφοράς αφενός και ζημίας
αφετέρου, αιτιώδους, υπό την έννοια της πρόσφορης αιτιότητας, συνδέσμου, που
αποτελεί συμπέρασμα υπαγωγής περιστατικών στις νομικές έννοιες των χρηστών ηθών
και του ως άνω αιτιώδους συνδέσμου, αντιστοίχως, υπόκειται στον έλεγχο του
Αρείου Πάγου για παραβίαση, ευθεία ή εκ πλαγίου, των κανόνων ουσιαστικού
δικαίου που περιέχονται στα προαναφερόμενα άρθρα του AK, ενώ αντιθέτως, η
δικαστική κρίση περί του ότι ορισμένη συμπεριφορά αποτέλεσε αναγκαίο όρο
ζημίας, (με την έννοια ότι η ζημία χωρίς αυτή τη συμπεριφορά δεν θα είχε
επέλθει), είναι, ως αναφερόμενη σε πραγματικά περιστατικά, ανέλεγκτη ακυρωτικώς
(ΑΠ 1652/2006, ΑΠ 1942/2013, ΑΠ 864/2014)…
Περαιτέρω, αποδείχθηκε, ότι, στις 15-06-2009, ο ενάγων
προσήλθε στο κατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στη … …, προκειμένου αφενός να
αιτηθεί την έκδοση της εγγυητικής επιστολής και αφετέρου να συνάψει δανειακή
σύμβαση για να χρηματοδοτήσει το αναληφθέν από τον ίδιο έργο. Ενημερώθηκε,
ωστόσο, από τους αρμόδιους υπαλλήλους, ότι αμφότερα τα αιτήματά του δεν είναι
δυνατόν να ικανοποιηθούν, διότι εμφανιζόταν δυσμενής σε βάρος του καταχώρηση
στο σύστημα της … Α.Ε. Πράγματι, αυτός φερόταν να μην έχει εξοφλήσει την υπ’
αριθ. 2001 133 συναλλαγματική της τράπεζας, με την επωνυμία “Γενική
Τράπεζα”, (αρχικά εναγόμενης), ποσού δεκαπέντε χιλιάδων ευρώ (15.000.00€),
με ημερομηνία λήξεως την 30η- 12-2008 εκδόσεως της εταιρίας, με την επωνυμία
“… Α.Ε.” σε διαταγή της ιδίας, της οποίας ο ενάγων ήταν αποδέκτης.
Ωστόσο, όπως αποδεικνύεται από το από 30-12-2008 έγγραφο της εναγόμενης, ο
ενάγων είχε προβεί εμπροθέσμως στην εξόφληση της ανωτέρω συναλλαγματικής, η δε
πληρωμή είχε πραγματοποιηθεί στο υποκατάστημα της …. της ανωτέρω τράπεζας. Από
αμέλεια, όμως, των υπαλλήλων της τελευταίας η συναλλαγματική εξακολουθούσε να
φέρεται ανεξόφλητη. Για το γεγονός αυτό ο ενάγων είχε διαμαρτυρηθεί στους
υπαλλήλους της εναγόμενης το μήνα Ιανουάριο του έτους 2009. Το λάθος
εντοπίστηκε και στις 02-02-2009 εστάλη από το υποκατάστημα της εναγόμενης στη
….. στο υποκατάστημα αυτής στη …. το σώμα της επίδικης συναλλαγματικής, όπως
αποδεικνύεται από τη με ίδια ημερομηνία επιστολή της. Από το ίδιο, άλλωστε,
έγγραφο αποδεικνύεται, ότι ο ενάγων παρέλαβε αυτό (σώμα συναλλαγματικής) στις
26-11-2009. Ουδόλως αποδείχθηκε, ότι τούτος ειδοποιήθηκε, προκειμένου να
προσέλθει και να παραλάβει το σώμα αυτής, καθώς ουδέν έγγραφο προσκομίστηκε
προς τούτο, από το οποίο να αποδεικνύεται η ειδοποίησή του σε συγκεκριμένη ημερομηνία.
Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν ήθελε γίνει δεκτός ο ισχυρισμός της εναγόμενης,
ότι ο αντίδικός της δεν προσήλθε για να παραλάβει την εξοφλημένη
συναλλαγματική, τούτος (ισχυρισμός) ουδεμία επιρροή ασκεί, ενόψει του ότι το
σύστημα της … Α.Ε. σε περίπτωση λανθασμένης εγγραφής ενημερώνεται από τα
πιστωτικά ιδρύματα και, όχι από τους ιδιώτες. Στον κανονισμό ειδικότερα της
“… ΑΕ” αναφέρεται ότι σε περίπτωση λανθασμένης αναγγελίας
πληροφορίας από λάθος της Τράπεζας απαιτείται πρόταση προς την … ΑΕ του
υποκαταστήματος της Τράπεζας αναγγελίας εγκεκριμένης από αρμόδιο στέλεχος της
διοίκησης της υπαίτιας τράπεζας, με την οποία πιστοποιείται η εσφαλμένη
αναγγελία, ομοίως τούτο αναφέρεται και στον Κανονισμό Επεξεργασίας Δεδομένων
της … ΑΕ (Σύστημα Αθέτησης Υποχρεώσεων – ΣΑΥ). Ο σκοπός της επεξεργασίας
είναι η ελαχιστοποίηση των κινδύνων από τη σύναψη πιστωτικών συμβάσεων με
αφερέγγυους πελάτες και εν γένει από τη δημιουργία επισφαλών απαιτήσεων και
τελικά η προστασία της εμπορικής πίστης και η εξυγίανση των οικονομικών
συναλλαγών. Η άντληση πληροφοριών από τους τρίτους αποδέκτες μπορεί να γίνεται
μαζικά ή ακόμη μπορεί οι τρίτοι να έχουν αυτόματη πρόσβαση (με δική τους
πρωτοβουλία και χωρίς ενέργειες του υπευθύνου επεξεργασίας) στο αρχείο, π.χ. να
αντλούν τα δεδομένα με την online διαδικασία. Θα πρέπει βέβαια ο υπεύθυνος
επεξεργασίας να έχει ενημερώσει το υποκείμενο γι’ αυτόν τον τρόπο άντλησης των
δεδομένων από τους αποδέκτες. Είναι αυτονόητο ότι τα δυσμενή με το υποκείμενο
προσωπικά δεδομένα που διαβιβάζονται κάθε φορά στον αποδέκτη πρέπει να είναι
ακριβή και ενημερωμένα μέχρι το χρόνο της διαβίβασης. Η ακρίβεια και ενημέρωση
των στοιχείων αποτελεί βάρος του υπεύθυνου της επεξεργασίας και σε καμιά
περίπτωση του υποκειμένου, το οποίο σε αντίθετη περίπτωση διατηρεί τα
δικαιώματα που του παρέχονται από το Νόμο 2472/97 αλλά και από τις γενικές
διατάξεις για την προστασία της προσωπικότητας… Από τα προεκτεθέντα προέκυψε
ότι η ως άνω καταχώρηση του ονόματος του -ενάγοντος στα προαναφερόμενα
πληροφοριακά στοιχεία της “… ΑΕ” η οφείλεται σε αμέλεια των
υπαλλήλων της εναγόμενης, οι οποίοι μολονότι είχε εξοφληθεί εμπρόθεσμα η
ανωτέρω συναλλαγματική δεν επέδειξαν την δέουσα επιμέλεια και προσοχή και
απέστειλαν το όνομα του ενάγοντος στην “… ΑΕ” για να καταχωρηθεί στα
δυσμενή στοιχεία οφειλετών με αποτέλεσμα και εξαιτίας αυτού του γεγονότος να
ενταχθεί το όνομα του ενάγοντος στην άνω λίστα δυσμενών στοιχείων. Στις
παραπάνω ενέργειες προέβησαν οι προστηθέντες υπάλληλοι της εναγομένης οι
οποίοι δεν κατέβαλαν την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια του μέσου
συνετού τραπεζικού υπαλλήλου και εκτέλεσαν πλημμελώς τα ανατεθέντα σε αυτούς
καθήκοντα, αφενός παραλείποντας – εκείνοι που ήταν αρμόδιοι – να ενημερώσουν
για την εξόφληση της οφειλής του ενάγοντος την αρμόδια υπηρεσία της εναγομένης,
ακολούθως απέστειλαν στην ως άνω εταιρία “… ΑΕ” και στο Σύνδεσμο
Ελλ. Τραπεζών το αναληθές γεγονός της υπάρξεως οφειλής του ενάγοντος ενώ η
οφειλή αυτή είχε εξοφληθεί και στη συνέχεια δεν μερίμνησαν να ενημερώσουν το
σύστημα της … ΑΕ ώστε να διαγράφει η σε βάρος του ενάγοντος εσφαλμένη
καταχώρηση. Ο ενάγων εξαιτίας της ανωτέρω καταχώρησής του στη λίστα δυσμενών
στοιχείων της “… ΑΕ” αντιμετώπισε την άρνηση της Εθνικής Τράπεζας
στην οποία απευθύνθηκε για να εκδώσει εγγυητική επιστολή και να του χορηγήσει
δάνειο για την χρηματοδότηση και εκτέλεση του έργου που είχε αναλάβει. Όπως
εκτέθηκε ανωτέρω, ο ενάγων δεν θα μπορούσε να προκαλέσει τη διαγραφή της σε
βάρος του καταχώρησης με μόνη την από μέρους του προσκόμιση του σώματος της εξοφλημένης
συναλλαγματικής. Επομένως, η προβληθείσα ένσταση συντρέχοντος πταίσματος που
είχε προβάλλει πρωτοδίκως η εναγόμενη για το λόγο ότι ο ενάγων δεν προσκόμισε
την συναλλαγματική στην “… ΑΕ” για να διαγραφεί η καταχώρηση και
την οποία επανέφερε με σχετικό λόγο έφεσης, ορθά απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο
Δικαστήριο και πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμος ο σχετικός λόγος έφεσης αυτής.
Όταν ο ενάγων προσήλθε, στις 15-06-2009, στην Τράπεζα, με την επωνυμία
“…”, προκειμένου να αιτηθεί την έκδοση εγγυητικής επιστολής και
δανείου, εξακολουθούσε υφιστάμενη η δυσμενής σε βάρος του καταχώριση. Τούτη δε
αποτέλεσε και τη μόνη ενεργό αιτία, για την οποία απορρίφθηκαν τα υποβληθέντα
εκ μέρους του αιτήματα, διότι, όπως είναι γνωστό από τα διδάγματα της κοινής
πείρας, τα πιστωτικά ιδρύματα αρνούνται την παροχή πίστωσης σε περίπτωση
ύπαρξης δυσμενούς στοιχείου σε βάρος του αιτούντος αυτήν. Άλλωστε, στην
προκειμένη περίπτωση δεν αποδείχθηκε, ότι υφίστατο άλλο δυσμενές στοιχείο σε
βάρος του ενάγοντος, το οποίο θα μπορούσε να λειτουργήσει αποτρεπτικά ως προς
την έκδοση εγγυητικής επιστολής και τη χορήγηση δανείου. Εξαιτίας, των ανωτέρω,
ήτοι της από αμέλεια παράνομης συμπεριφοράς καθώς και της από αμέλεια παράβασης
των αρχών της καλής πίστης και συναλλακτικών ηθών εκ μέρους των προστηθέντων
υπαλλήλων της εναγόμενης, ο ενάγων απώλεσε την υπεργολαβία, αφού ο ανάδοχος του
έργου δεν δέχθηκε τις υπηρεσίες του αλλά χρησιμοποίησε άλλη εργοληπτική εταιρία
στη θέση του και υπέστη ζημία ,αφού απώλεσε την αμοιβή που θα λάμβανε κατά τη συνήθη
πορεία των πραγμάτων από την εκτέλεση του έργου που είχε αναλάβει. Υφίσταται
αιτιώδης σύνδεσμος καθόσον το επιζήμιο γεγονός κατά το χρόνο και με τους όρους
που έλαβε χώρα ήταν ικανό, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και χωρίς
την μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει βλάβη, πράγματι δεν επέφερε τη
βλάβη αυτή στη συγκεκριμένη περίπτωση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε τα
ανωτέρω και συγκεκριμένα την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της ζημιογόνου,
παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης
και της ζημίας που υπέστη ο ενάγων, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις
αποδείξεις και ο σχετικός λόγος έφεσης της εκκαλούσας πρέπει να απορριφθεί ως
αβάσιμος. Περαιτέρω, αποδείχθηκε, ότι, αν δεν είχαν μεσολαβήσει τα ανωτέρω
γεγονότα, ο ενάγων θα είχε προχωρήσει με βεβαιότητα κατά τη συνήθη πορεία των
πραγμάτων στην εκτέλεση του έργου, δεδομένου ότι δεν αποδείχτηκε ότι υφίστατο
άλλο πρόβλημα ενόψει του ότι είχε και στο παρελθόν συνεργαστεί με την ανάδοχο
εργολήπτρια εταιρία. Επομένως ο ενάγων θα αποκόμιζε κατά τη συνήθη πορεία των
πραγμάτων από την εκτέλεση του έργου ως καθαρή αμοιβή του το ποσό του
υπεργολαβικού ανταλλάγματος που είχε συμφωνηθεί μετά από αφαίρεση των δαπανών
εκτέλεσης του έργου που προεκτέθηκαν και αναφέρονται αναλυτικά στον τέταρτο όρο
της μεταξύ του ενάγοντος και της εργοληπτικής εταιρίας του Η. Κ. από 3-6-2009
σύμβασης υπεργολαβίας….
Από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα αποδείχτηκε επίσης ότι ο
ενάγων ένεκα της καταχώρισης του ονόματος του στα δυσμενή στοιχεία που τηρεί η
… ΑΕ που οφειλόταν στις προμνησθείσες παραλείψεις των αρμοδίων οργάνων της
εναγομένης, οι οποίες ήταν παράνομες και υπαίτιες, αφού υποχρέωση για έγκαιρη
ενημέρωση απέρρεε τόσο από τη σχετική συμβατική υποχρέωση της εναγομένης όσο
και από τη συναγομένη από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ αρχή της καλής πίστης που
επιβάλλει την ενδεδειγμένη θετική ενέργεια αποτροπής της ζημίας …όσο και από
την παράλειψη της εναγομένης τράπεζας να αιτηθεί την ως άνω διαγραφή υπέστη
προσβολή της προσωπικότητας του, αφού εμφανιζόταν έναντι των τρίτων ως
αφερέγγυος, τίθετο σε κίνδυνο η οικονομική του πίστη ως εμπόρου, μειώθηκε η
τιμή και η υπόληψή του, δοκίμασε μεγάλη στενοχώρια και ψυχική ταλαιπωρία. Για
το λόγο αυτό πρέπει να του επιδικαστεί ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής
βλάβης που υπέστη το ποσό των 3.000 ευρώ, ποσό που το Δικαστήριο κρίνει δίκαιο
και εύλογο λαμβανομένου υπόψη του βαθμού του πταίσματος των υπαλλήλων της
εναγομένης, της ζημίας του ενάγοντος, της κοινωνικής κατάστασης του ενάγοντος και
της οικονομικής κατάστασης των μερών, όπως και της αρχής της αναλογικότητας.
Έσφαλε επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που επιδίκασε με την εκκαλουμένη
απόφαση στον ενάγοντα για χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 10.000 ευρώ όπως
βάσιμα παραπονείται η εκκαλούσα με τον έκτο λόγο έφεσης που πρέπει να γίνει
δεκτός. Τέλος η ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος που πρόβαλε
πρωτοδίκως η εναγομένη ορθά απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως
αβάσιμη, καθώς δεν αποδείχθηκε συμπεριφορά εκ μέρους του ενάγοντος, από την
οποία να δύναται να συναχθεί η εύλογη πεποίθηση της εναγόμενης, ότι αυτός δεν
θα στραφεί σε βάρος της, ενόψει και του μεγάλου ύψους της απαίτησής του, με
μόνη την πάροδο περίπου ενός (1) έτους από τότε που έλαβε γνώση της ζημίας έως
τον χρόνο άσκησης της αγωγής και πρέπει να απορριφθεί ο σχετικός λόγος έφεσης
της εναγομένης ως αβάσιμος. Κατόπιν των ανωτέρω πρέπει να γίνει δεκτή η ανωτέρω
έφεση ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς
όλες τις διατάξεις της και ως προς την διάταξη της περί δικαστικών εξόδων.
Ακολούθως αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό (άρθρο 535 παρ.1
ΚΠολΔ) και δικαστεί κατ’ ουσίαν η από 9-6-2010 αγωγή, πρέπει να γίνει αυτή εν
μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, και να αναγνωριστεί η υποχρέωση της
εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 218.455,1 1 ευρώ
(215.455,1 1 + 3.000) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και έως την
εξόφληση>.
Με το μοναδικό λόγο της αίτησης αναίρεσης η αναιρεσείουσα μέμφεται την προσβαλλομένη
απόφαση για την πλημμέλεια εκ του άρθρου 559 αρ1 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, η
αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι προσβαλλομένη απόφαση με το να δεχθεί την ύπαρξη
αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της απάλειψης δυσμενών στοιχείων στον … και της
αποτυχίας του αναιρεσίβλητου να συνάψει σύμβαση δανείου με την …, αλλά κυρίως
σύμβαση υπεργολαβίας, υπέπεσε στο σφάλμα να συνδέσει αιτιωδώς με την ζημιογόνα
συμπεριφορά των προστηθέντων της δικαιοπαρόχου της τράπεζας συνέπεια
αντικειμενικά απώτερη και πολύ έμμεση και άρα μη πρόσφορη, με αποτέλεσμα να
προβεί σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του δικαίου της αδικοπραξίας ,όπως
αυτό εμπεριέχεται στις διατάξεις των άρθρων 914,298,288,57-59ΑΚ,ενώ έπρεπε
λαμβάνοντας υπόψη τα διδάγματα της κοινής πείρας να καταλήξει στο ορθό συμπέρασμα
ότι η άνω πταισματική συμπεριφορά των προστηθέντων της δικαιοπαρόχου της
τράπεζας όχι μόνον δεν ήταν πρόσφορη να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα αλλά
αντίθετα αλυσιτελώς προβλήθηκε ως νόμιμη αιτία για πρόκληση της επικληθείσας
ζημίας .
Όμως, από τις άνω παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης προκύπτει ότι το
Εφετείο, κρίνοντας ότι η πταισματική συμπεριφορά των προστηθέντων της
δικαιοπαρόχου τράπεζας της αναιρεσείουσας, οι οποίοι από αμέλεια και κατά
παράβαση των αρχών της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών καταχώρισαν το
όνομα του αναιρεσίβλητου στο σύστημα “… Α.Ε.” και δεν φρόντισαν να
διαγραφεί, καίτοι αυτός είχε νόμιμα και εμπρόθεσμα εξοφλήσει την επίδικη
συναλλαγματική, είχε ως άμεση συνέπεια την απώλεια της δυνατότητας που αυτός
είχε να λάβει την επίδικη υπεργολαβία, αφού η ανάδοχος δεν δέχθηκε τις
υπηρεσίες του και συνακόλουθα ο αναιρεσίβλητος υπέστη ζημία, αφού απώλεσε την
αμοιβή που θα λάμβανε κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων από την εκτέλεση του
έργου που είχε αναλάβει, υφισταμένου αιτιώδους συνδέσμου, καθόσον το επιζήμιο
γεγονός κατά το χρόνο και με τους όρους που έλαβε χώρα ήταν ικανό κατά τη
συνήθη πορεία των πραγμάτων και χωρίς τη μεσολάβηση άλλου περιστατικού να
επιφέρει βλάβη, πράγματι δε επέφερε βλάβη στη συγκεκριμένη περίπτωση. Κατά
συνέπεια το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε λαμβάνοντας υπόψη και τα
διδάγματα της κοινής πείρας τις άνω διατάξεις και ως εκ τούτου ο λόγος αυτός
είναι αβάσιμος .Κατόπιν τούτων πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναίρεσης,
να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (αρθ 495 ΚΠολΔ) και να
επιβληθούν σε βάρος της αναιρεσείουσας τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου
λόγω της ήττας της (αρθ 176,183 ΚΠολΔ)”.
(δημοσίευση απόφασης: areiospagos.gr)