ΑΠΟΦΑΣΗ
Gaughran κατά Ηνωμένου Βασιλείου της 13.02.2020 (αριθ. 45245/15)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσφεύγων κατήγγειλε την αόριστη διατήρηση προσωπικών του δεδομένων (DNA, δακτυλικά αποτυπώματα και φωτογραφία) μετά την καταδίκη του για οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ στη Βόρεια Ιρλανδία.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έκρινε, ομόφωνα, ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ).
Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι δεν ήταν καθοριστική η διάρκεια της διατήρησης των δεδομένων, αλλά η απουσία ορισμένων διασφαλίσεων. Στην περίπτωση του προσφεύγοντος τα προσωπικά του δεδομένα είχαν διατηρηθεί απεριόριστα, χωρίς να ληφθεί υπόψη ο βαθμός σοβαρότητας του αδικήματός του, η ανάγκη αορίστου διατήρησης των στοιχείων και η έλλειψη πραγματικής δυνατότητας αναθεώρησης.
Σημειώνοντας ότι η τεχνολογία που χρησιμοποιήθηκε είχε αποδειχθεί πιο εξελιγμένη από αυτή που εξετάζεται από τα εγχώρια δικαστήρια στην παρούσα υπόθεση, ιδίως όσον αφορά την αποθήκευση και την ανάλυση των φωτογραφιών, το Δικαστήριο έκρινε ότι η διατήρηση των δεδομένων του προσφεύγοντος δεν είχε επιτύχει δίκαιη ισορροπία μεταξύ των αντικρουόμενων δημόσιων και ιδιωτικών συμφερόντων.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Fergus Gaughran, είναι βρετανός υπήκοος, ο οποίος γεννήθηκε το 1972 και ζει στο Newry (Βόρεια Ιρλανδία). Συνελήφθη τον Οκτώβριο του 2008 για οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ. Μεταφέρθηκε στο αστυνομικό τμήμα όπου υπεβλήθη σε αλκοτέστ μέσω αναπνοής το οποίο κατέληξε θετικό. Η αστυνομία πήρε επίσης τη φωτογραφία του, τα δακτυλικά του αποτυπώματα και δείγμα DNA. Αργότερα κρίθηκε ένοχος, του επιβλήθηκε πρόστιμο και απαγόρευση να οδηγεί για 12 μήνες.
Η καταδίκη του εκτίθηκε το 2013.
Το δείγμα DNA του καταστράφηκε το 2015 κατόπιν αιτήσεώς του. Η αστυνομική υπηρεσία της Βόρειας Ιρλανδίας (“PSNI “) εξακολουθεί να διατηρεί για αόριστο χρόνο το προφίλ DNA (ψηφιακά δεδομένα) που εξήχθη από το δικό του δείγμα DNA, τα δακτυλικά αποτυπώματα και τη φωτογραφία του.
Αμφισβήτησε ανεπιτυχώς τη συνεχιζόμενη διατήρηση των δεδομένων του PSNI ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η διατήρηση του προφίλ DNA, των δακτυλικών αποτυπωμάτων και της φωτογραφίας του προσφεύγοντος συνιστούσε προσβολή της ιδιωτικής ζωής του, η οποία είχε επιδιώξει τον νόμιμο σκοπό της ανίχνευσης και επομένως την πρόληψη του εγκλήματος.
Υπογράμμισε τη σπουδαιότητα της εξέτασης των δικαιωμάτων ιδιωτικού απορρήτου όπου οι εξουσίες που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του κράτους ήταν ασαφείς και η διαθέσιμη τεχνολογία εξελίσσετο συνεχώς. Παραδείγματος χάριν, η τεχνολογία που αφορά τις φωτογραφίες και τη χαρτογράφηση του προσώπου είχε ήδη προχωρήσει από τη στιγμή που η υπόθεση είχε εξεταστεί από τα εθνικά δικαστήρια.
Στη συνέχεια εξέτασε αν η παρέμβαση στα δικαιώματα του προσφεύγοντος για την προστασία της ιδιωτικής ζωής ήταν δικαιολογημένη, επαναλαμβάνοντας ότι οι εθνικές αρχές έπρεπε να διαθέτουν «περιθώριο εκτίμησης» κατά την αξιολόγηση αυτή. Μια ισχυρή συναίνεση στην προσέγγιση των κρατών μελών όσον αφορά τη διατήρηση δεδομένων όσων καταδικάστηκαν για αδίκημα θα περιορίσουν αυτό το περιθώριο εκτίμησης.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η πλειοψηφία των κρατών μελών είχαν καθεστώτα που έθεταν χρονικό περιορισμό διατήρησης των βιομετρικών δεδομένων των καταδικασθέντων, δηλαδή τα δακτυλικά τους αποτυπώματα και τα προφίλ DNA. Το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν ένα από τα λίγα κράτη του Συμβουλίου της Ευρώπης που επιτρέπει την αόριστη διατήρηση των προφίλ DNA. Το περιθώριο εκτίμησης, ιδίως όσον αφορά τα προφίλ DNA, ήταν περιορισμένο συνεπώς για την ανωτέρω αιτία.
Το Δικαστήριο υπογράμμισε ωστόσο ότι η διάρκεια της διατήρησης δεν ήταν καθοριστική για την εκτίμηση κατά πόσο ένα κράτος είχε υπερβεί το αποδεκτό περιθώριο εκτίμησης για να καθορίσει το καθεστώς συλλογής και διατήρησης δεδομένων. Δεν υπήρχε ο ίδιος κίνδυνος στιγματισμού στη διατήρηση των δεδομένων όπως στην υπόθεση S. και Marper κατά Ηνωμένου Βασιλείου, η οποία αφορούσε άτομα που ήταν ύποπτα για αδικήματα αλλά όχι καταδικασθέντα.
Αυτό που ήταν καθοριστικό ήταν η ύπαρξη και η λειτουργία διασφαλίσεων. Αφού επέλεξε το κράτος την αόριστη διατήρηση και συλλογή δεδομένων, το κράτος βρισκόταν στο όριο του περιθωρίου εκτίμησης. Επομένως, έπρεπε να διασφαλίσει ότι υπήρχαν ορισμένες διασφαλίσεις και ήταν αποτελεσματικές για τον προσφεύγοντα.
Εντούτοις, τα βιομετρικά δεδομένα και οι φωτογραφίες του προσφεύγοντος διατηρήθηκαν χωρίς να γίνει αναφορά στη σοβαρότητα του αδικήματός του και ανεξάρτητα από τη διαρκή ανάγκη διατήρησης των δεδομένων αυτών επ’ αόριστον. Επιπλέον, η αστυνομία στη Βόρεια Ιρλανδία ήταν εξουσιοδοτημένη να διαγράψει βιομετρικά στοιχεία, δεδομένα και φωτογραφίες μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Επομένως, ο προσφεύγων δεν μπορούσε να ζητήσει επανεξέταση της διατήρησης των δεδομένων του, δεδομένου ότι δεν υπήρχε διάταξη που να επιτρέπει τη διαγραφή εάν κριθεί ότι τα δεδομένα δεν ήταν πλέον απαραίτητα λόγω της φύσης του αδικήματος, της ηλικίας του ή του χρόνου που είχε παρέλθει και της σημερινής του προσωπικότητας.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η φύση των εξουσιών αυτών δεν επέτρεψε την επίτευξη δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των ανταγωνιστικών δημόσιων και ιδιωτικών συμφερόντων.
Κατά συνέπεια, το εναγόμενο κράτος υπερέβη το αποδεκτό περιθώριο εκτίμησης και η επίδικη διατήρηση συνιστούσε δυσανάλογη προσβολή του δικαιώματος του προσφεύγοντος στο σεβασμό της ιδιωτικής ζωής, η οποία δεν μπορούσε να θεωρηθεί αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία.
Κατά συνέπεια, υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 8 της Σύμβασης).
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαπίστωση παραβίασης ήταν από μόνη της επαρκής δίκαιη ικανοποίηση για οποιαδήποτε ηθική βλάβη που υπέστη.