ΑΠΟΦΑΣΗ
Baysultanov κατά Ρωσίας της 04.02.2020 (αριθ. προσφ. 56120/13)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Δικαίωμα στη ζωή και προστασία της.
Η σύζυγος του προσφεύγοντος, σκοτώθηκε από πυρά αστυνομικών κατά την διάρκεια αστυνομικής επιχείρησης στην οικία του τελευταίου, λόγω υπονοιών για συμμετοχή του σε παράνομη ένοπλη ομάδα. Ο προσφεύγων τραυματίστηκε σοβαρά. Οι δικαστικές αρχές έθεσαν την υπόθεση στο αρχείο χωρίς να διεξαγάγουν αποτελεσματική έρευνα.
Το Στρασβούργο επισήμανε ότι οι εθνικές αρχές δεν είχαν απαντήσει σε σοβαρές καταγγελίες σχετικά με την υπέρμετρη χρήση βίας από τους αστυνομικούς, ούτε ερεύνησαν με πληρότητα τις διαφορετικές εκδοχές για τον τρόπο τέλεσης του συμβάντος και ως εκ τούτου απέτυχαν να εκπληρώσουν το καθήκον τους για αποτελεσματική έρευνα.
Ακολούθως το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κυβέρνηση δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι η χρήση υπέρμετρης βίας ήταν απολύτως αναγκαία ούτε βασίστηκαν σε μια ειλικρινή πεποίθηση ότι τα ανωτέρω ήταν αιτιολογημένα την εν λόγω χρονική στιγμή.
Ομόφωνη καταδίκη για παραβίαση του ουσιαστικού και διαδικαστικού σκέλους του δικαιώματος στη ζωή (άρθρο 2 της ΕΣΔΑ) λόγω του θανάτου της συζύγου του προσφεύγοντος και της μη αποτελεσματικής έρευνας των συνθηκών του θανάτου της και του τραυματισμού του προσφεύγοντος.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 2
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Gasan Mamatovich Baysultanov, είναι Ρώσος υπήκοος που γεννήθηκε το 1981 και ζει στο Khasavyurt.
Τον Νοέμβριο του 2006 οι αστυνομικές αρχές στη ρωσική δημοκρατία του Νταγκεστάν σχεδίασαν μια επιχείρηση με σκοπό να συλλάβουν έναν στρατιωτικό ηγέτη μιας παράνομης ένοπλης ομάδας, έναν φερόμενο πρώην συνάδελφο του προσφεύγοντος, ο οποίος θεωρήθηκε ότι κρύβεται στο σπίτι του στο Khasavyurt. Η επιχείρηση πραγματοποιήθηκε από αστυνομικούς.
Καθώς ξεκίνησε η επιχείρηση, η αστυνομία άνοιξε πυρ κατά του προσφεύγοντος και της συζύγου του Saniyat Magomedova, και εξερράγη χειροβομβίδα που προήλθε από τις αστυνομικές αρχές. Η σύζυγος του προσφεύγοντος σκοτώθηκε και ο ίδιος τραυματίστηκε.
Τον Μάρτιο του 2007 ο προσφεύγων απαλλάχθηκε της κατηγορίας για τη συμμετοχή του σε παράνομη ένοπλη ομάδα και για επίθεση εναντίον των αστυνομικών αρχών αλλά του επιβλήθηκε ποινή 18 μηνών για παράνομη κατοχή πυροβόλων όπλων μετά την εύρεση Καλάσνικοφ στον τόπο του εγκλήματος, το οποίο φέρεται ότι του ανήκε. Το δικαστήριο διαπίστωσε ειδικότερα ότι τέσσερις αστυνομικοί είχαν δώσει ψευδείς καταθέσεις σχετικά με το γεγονός ότι ο προσφεύγων και η γυναίκα του πυροβόλησαν πρώτοι. Ο προσφεύγων αρνήθηκε ότι είχε στην κατοχή του το Καλάσνικοφ.
Ο προσφεύγων κατήγγειλε στις αρχές το περιστατικό, λέγοντας ότι η αστυνομία είχε χρησιμοποιήσει υπέρμετρη και παράνομη βία ενώ κάτι τέτοιο δεν ήταν αναγκαίο. Τον Ιούνιο του 2009 σχηματίστηκε ποινική δικογραφία, αλλά η έρευνα σταμάτησε, γεγονός που επαναλήφθηκε αρκετές φορές. Η υπόθεση αρχειοθετήθηκε αμετάκλητα το Σεπτέμβριο του 2013 καθώς οι ανακριτικές αρχές διαπίστωσαν ότι ο προσφεύγων ή η σύζυγός του είχαν πυροβολήσει πρώτοι ενάντια των αστυνομικών με το Καλάσνικοφ και η αστυνομία τότε ανταπέδωσε με πυρά.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Υποχρέωση διερεύνησης
Το Δικαστήριο διαπίστωσε με λύπη ότι υπήρξε μεγάλη καθυστέρηση στην κίνηση της ποινικής διαδικασίας, μέχρι τον Ιούνιο του 2009, περισσότερο από δυόμισι χρόνια μετά το περιστατικό.
Επισήμανε διάφορες ελλείψεις στην έρευνα, οι οποίες υστερούσαν σε πληρότητα και ταχύτητα. Για παράδειγμα, οι ανακριτικές αρχές δεν μπόρεσαν να εξηγήσουν την αντίφαση μεταξύ των διαφορετικών εκδοχών του συμβάντος, με την αστυνομία να υποστηρίζει ότι ο προσφεύγων και η σύζυγός του είχαν πυροβολήσει πρώτοι, γεγονός που ο προσφεύγων είχε αρνηθεί, ή να αποδείξει με βεβαιότητα ότι καθένας από αυτούς δεν έφερε όπλα πάνω του. Κανένας κάλυκας Kalashnikov δε βρέθηκε και δείγματα από τον προσφεύγοντα και τη σύζυγό του έδειξαν ότι δεν έφεραν κανένα υπόλειμμα πυρίτιδας προερχόμενη από πυροβόλο όπλο.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι εθνικές αρχές δεν είχαν απαντήσει στις σοβαρές καταγγελίες σχετικά με την χρήση υπέρμετρης βίας, παρατηρώντας ότι η αποτυχία του κράτους να εκπληρώσει το καθήκον του, δηλαδή να πραγματοποιήσει αποτελεσματική έρευνα προκάλεσε ένα αίσθημα ατιμωρησίας μεταξύ των οργάνων του.
Πράγματι, μια έρευνα σύμφωνα με τις απαιτήσεις της Σύμβασης σχετικά με τη χρήση βίας ήταν ζωτικής σημασίας ώστε να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη του κοινού στην τήρηση του νόμου από τα όργανα του κράτους και να αποφευχθεί οποιαδήποτε εμφάνιση συμπαιγνίας ή ανοχής παράνομων πράξεων. Το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή (άρθρο 2) στο διαδικαστικό του σκέλος.
Ευθύνη του κράτους για το θάνατο της συζύγου του προσφεύγοντος και του τραυματισμού του ιδίου
Δεδομένων της αναποτελεσματικότητας της έρευνας, ιδίως εκείνων που σχετίζονται με στοιχεία σχετικά με τη χρήση του Kalashnikov, το Δικαστήριο δεν μπορούσε να δεχθεί τα συμπεράσματα της αστυνομίας ότι είτε η σύζυγος του προσφεύγοντος είτε ο ίδιος είχαν πυροβολήσει πρώτοι. Το ΕΔΔΑ λόγω του ελλιπούς και αντιφατικού υλικού που έχει στην κατοχή του και του δευτερογενή ρόλου του, άφησε ανοιχτό το ερώτημα αν αυτοί ήταν οπλισμένοι.
Ωστόσο, έκρινε ότι η διεξαγωγή της αστυνομικής επιχείρησης δεν περιείχε επαρκείς εγγυήσεις. Η αστυνομία έπρεπε να είναι έτοιμη γι’ αυτό που είχε συμβεί, αλλά μόλις ο προσφεύγων και η σύζυγός του διέφυγαν από το σπίτι τους οι αστυνομικοί άρχισαν να πυροβολούν χωρίς καμία προειδοποίηση. Περίπου 60 σφαίρες βρέθηκαν, χωρίς να έχει προηγηθεί ειδοποίηση.
Ούτε ο προσφεύγων ούτε η σύζυγός του είχαν την ευκαιρία να παραδοθούν και είχαν δεχτεί αρκετές σφαίρες τη στιγμή που δεν υπήρχε άμεση απειλή για τους αστυνομικούς οι οποίοι πυροβολούσαν όντας καλυμμένοι και προστατευόμενοι. Μια τέτοια συμπεριφορά δεν ήταν δικαιολογημένη.
Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κυβέρνηση δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι η χρήση υπέρμετρης βίας ήταν απολύτως αναγκαία ή είχε βασιστεί σε μια ειλικρινή πεποίθηση ότι τα ανωτέρω ήταν αιτιολογημένα την εν λόγω χρονική στιγμή. Υπήρξε παραβίαση του ουσιαστικού σκέλους του δικαιώματος στη ζωή (άρθρο 2).
Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ρωσία οφείλει να καταβάλει στον προσφεύγοντα 80.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 2.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες, τα οποία πρέπει να καταβληθούν στο λογαριασμό της Πρωτοβουλίας Stichting της Ρωσικής Δικαιοσύνης