Σύμφωνα με το άρθρο 5 § 2 του κ.ν. 489/76, όπως αντικαταστάθηκε και συμπληρώθηκε με το άρθρο 169 §§ 1 και 2 του ν. 4261/2014 (η ισχύς του οποίου άρχισε στις 5-5-2014) «2. Η κατά το άρθρο 2 ασφαλιστική κάλυψη: … Ισχύει για όσο χρόνο ορίζεται στο ασφαλιστήριο….2.α. Η ασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να αντιτάξει τη λήξη της ασφαλιστικής σύμβασης έναντι του ζημιωθέντος τρίτου, μετά την πάροδο δεκαέξι (16) ημερών από την επομένη της ημερομηνίας που ορίζεται με το ασφαλιστήριο ότι λήγει η ισχύς της, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε άλλη ενέργεια ή ενημέρωση του λήπτη της ασφάλισης ή/και του ασφαλισμένου. 2.β. Ανανέωση της ασφαλιστικής σύμβασης επιτρέπεται μόνο μετά την εμπρόθεσμη καταβολή του ασφαλίστρου της επόμενης ασφαλιστικής περιόδου, το αργότερο έως τη λήξη της ισχύουσας ασφαλιστικής σύμβασης».
Ας υποθέσουμε πρακτικά, ότι μεταξύ του Α και της ασφαλιστικής εταιρίας Β, συνήφθη σύμβαση ασφαλίσεως καλύπτoυσα τηv έvαvτι τρίτωv αστική ευθύvη του κυρίου, του κατόχoυ και oδηγoύ, του ΙΧΕ αυτοκινήτου του Α, διάρκειας από 1-6-2019 έως 1-12-2019. Η άνω αναφερόμενη ασφαλιστική σύμβαση, όσον αφορά στις σχέσεις ασφαλιστή και ασφαλισμένου και λήπτη της ασφάλισης, δηλαδή της ασφαλιστικής εταιρίας Β και του Α (λήπτη της ασφάλισης) έληξε την 1-12-2019 (λήξη του συμβατικού χρόνου διάρκειας), χωρίς να ανανεωθεί.
Στις 10-12-2019 λαμβάνει χώρα τροχαίο ατύχημα, με υπαιτιότητα του οδηγού του ως άνω ΙΧΕ αυτοκινήτου του Α στο οποίο ζημιώνεται ο τρίτος Γ. Δηλαδή το τροχαίο ατύχημα συνέβη μετά μεν τη λήξη του χρόνου της ως άνω ασφαλιστικής σύμβασης, εντός, όμως, του χρονικού διαστήματος των 16 ημερών από τη συμβατική λήξη, οπότε σύμφωνα με την άνω διάταξη του άρθρου 5 § 2α του κωδικοποιημένου (με το Π.Δ. 237/1986) νόμου 489/1976 (όπως ισχύει κατά τον πιο πάνω χρόνο, μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 169 του Ν. 4261/5-5-2014), ο ασφαλιστής δεν δύναται να αντιτάξει κατά του ζημιωθέντος τη λήξη της ασφαλιστικής σύμβασης, αν δεν έχει περάσει χρονικό διάστημα 16 ημερών από την επομένη της ημερομηνίας που ορίζεται στο ασφαλιστήριο ότι λήγει η ισχύς αυτής (σύμβασης).
Όμως, δεν ισχύει το ίδιο στις σχέσεις μεταξύ των μερών. Το διάστημα αυτό των 16 ημερών είναι εκτός της διάρκειας της ασφαλιστικής συμβάσεως. Για το διάστημα αυτό δεν έχουν υπολογισθεί ασφάλιστρα ούτε ο ασφαλιστής έχει εισπράξει τέτοια ασφάλιστρα. Επομένως αν συμβεί ατύχημα στο διάστημα αυτό και ο ασφαλιστής ικανοποιήσει τον τρίτο (όπως υποχρεούται κατά νόμο), στη συνέχεια δικαιούται να αναζητήσει από τον λήπτη της ασφάλισης και τον ασφαλισμένο το καταβληθέν ποσό.
Κατά τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του κ.ν. 489/76, όπως αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 8 του ν. 3557/07 και ορίζει ότι «1. Με την επιφύλαξη του δικαιώματος άσκησης αγωγής κατά του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου και του οδηγού, ο ασφαλιστής δεν μπορεί να αντιτάξει κατά του ζημιωθέντος τρίτου, όταν αυτός ασκεί την αξίωση της παραγράφου 1 του άρθρου 10, ενστάσεις που απορρέουν από την ασφαλιστική σύμβαση…», ο ασφαλιστής έχει δικαίωμα αναγωγής κατά του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου και του οδηγού, σε περίπτωση λήξεως της ασφαλιστικής σύμβασης, όταν τη λήξη αυτή δεν μπορεί (όπως εν προκειμένω) να την αντιτάξει κατά του ζημιωθέντος τρίτου, για τον από το ως άνω άρθρο 5 § 2α λόγο, δηλαδή όταν δεν έχει παρέλθει ο ως άνω χρόνος των 16 ημερών από την επομένη της λήξης της σύμβασης αυτής.
Είναι αυτονόητο ότι, αν στο ως άνω παράδειγμα, το ατύχημα είχε συμβεί μετά την παρέλευση 16 ημερών, υπολογιζομένων από την επόμενη της λήξεως του συμβατικού χρόνου, τότε το ατύχημα θεωρείται ότι συνέβη από ανασφάλιστο αυτοκίνητο και επομένως ευθύνεται το Επικουρικό Κεφάλαιο (άρθρο 19 παρ. 1 περ. β΄ του κ.ν. 489/76).
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο 2ο τεύχος του magazinο Με Το Δικηγόρο, το οποίο είναι διαθέσιμο ηλεκτρονικά εδώ.