Όπως είναι ήδη γνωστό, μετά την αντικατάσταση των αρθρ. 81 και 82 AK, καθώς και των αρθρ. 740 και 787 ΚΠολΔ, ήδη με τις διατάξεις των Ν. 4055/2012 και 4077/2012, ο Ειρηνοδίκης είναι πλέον αρμόδιος καθ’ ύλη για τις υποθέσεις που αναφέρονται στις αιτήσεις για την εγγραφή σωματείου, τις τροποποιήσεις του καταστατικού, τη διάλυση του σωματείου και τις λοιπές περιπτώσεις που αναφέρονται στο αρθρ. 787 παρ. 1 του ΚΠολΔ. Με τις τροποποιήσεις του Ν. 4335/2015 δεν επήλθε κάποια τροποποίηση στα ανωτέρω άρθρα του ΚΠολΔ.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ:
Σε αντίθεση με το προϊσχύσαν δίκαιο, όπου για την εγγραφή σωματείου απαιτούνταν η έκδοση απόφασης από το Μονομελές Πρωτοδικείο, πλέον για την εγγραφή ή τροποποίηση του καταστατικού του σωματείου εκδίδεται διάταξη του Ειρηνοδίκη. Αναγκαίο περιεχόμενο της αίτησης με την οποία ζητείται η ίδρυση σωματείου αποτελούν, μεταξύ άλλων η αναφορά της έδρας του σωματείου, η υπογραφή της έγγραφης συστατικής πράξης και του καταστατικού (που μπορούν να συνενώνονται σε ενιαία πράξη) από τα είκοσι ιδρυτικά μέλη, καθώς και αίτημα περί αναγνώρισης του υπό σύσταση σωματείου, το οποίο πρέπει απαραίτητα να συνοδεύει το αίτημα περί εγγραφής του στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στο Πρωτοδικείο.
Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 747 παρ. 2 περ. γ και 787 παρ. 1 ΚΠολΔ, 79, 80, 81, 84, 93 και 99 ΑΚ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της αίτησης, με την οποία ζητείται από το Δικαστήριο να εγκριθεί η τροποποίηση του καταστατικού σωματείου, για να είναι ορισμένο, πρέπει να περιέχει, πλην άλλων, σαφή έκθεση των γεγονότων που δικαιολογούν το αίτημα κατά το κύριο αντικείμενο και ειδικότερα ότι η τροποποίηση του καταστατικού αποφασίστηκε με την ειδική απαρτία και πλειοψηφία του άρθρου 99 ΑΚ – παρουσία των μισών τουλάχιστον μελών και πλειοψηφία των ¾ των παρόντων (ΕφΘεσ 2706/2002 ΕΕργΔ 2002. 528, ΕφΘεσ 1045/1991 Αρμ 1992. 7, ΜΠρΑθ 681/2006 Δ 2006. 578, Χαμηλοθώρης, Εκούσια Δικαιοδοσία Ι, σ. 216, Μπρακατσούλας, Εκούσια Δικαιοδοσία, έκδ. 9η 2011, σ. 273, 279-280). Κ
ύρια δικονομική συνέπεια του γεγονότος ότι πλέον εκδίδεται διάταξη του Ειρηνοδίκη είναι η μη δυνατότητα άσκησης έφεσης, αφού με έφεση προσβάλλονται οι οριστικές αποφάσεις. Κατόπιν τροποποίησης των προαναφερόμενων διατάξεων (αρθρ. 82 ΑΚ και 787 παρ. 2 ΚΠολΔ) η διάταξη του Ειρηνοδίκη προσβάλλεται με ανακοπή από εκείνον που άσκησε την αίτηση σε περίπτωση απόρριψης, ή από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών (στον οποίο κοινοποιείται το καταστατικό) αλλά και οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον σε περίπτωση που η αίτηση γίνει δεκτή.
Αρμόδιο Δικαστήριο για την άσκηση της ανωτέρω ανακοπής καθίσταται το Μονομελές Πρωτοδικείου με βάση το αρθρ. 740 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε. Πέραν από τις ανωτέρω βασικές διατάξεις, άλλες διατάξεις του ΑΚ ή του ΚΠολΔ δεν αντικαταστάθηκαν ώστε να περιλάβουν τη διάταξη του Ειρηνοδίκη.
Κατ’ αποτέλεσμα θα πρέπει οι περιπτώσεις αυτές να αντιμετωπιστούν με αναλογική εφαρμογή άλλων διατάξεων του ΚΠολΔ που ρυθμίζουν τις διατάξεις.
Έτσι ζήτημα γεννάται:
1) Ως προς το αν είναι δυνατή η αναστολή της διάταξης του Ειρηνοδίκη δεδομένου ότι το Σωματείο αποκτά νομική προσωπικότητα όχι από την τελεσιδικία της απόφασης (όπως ίσχυε παλαιότερα) αλλά από την έκδοση της διάταξης και την εγγραφή στα βιβλία που τηρούνται στο Πρωτοδικείο. Ορθότερο είναι να γίνει δεκτή η δυνατότητα αναστολής με αναλογική εφαρμογή των διατάξεων των αρθρ. 774 ΚΠολΔ και του 781 ΚΠολΔ, που ρυθμίζει την προσωρινή διαταγή. Εξάλλου, η απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου επί της ανακοπής μπορεί να προσβληθεί με έφεση με βάση τα αρθρ. 760, 761 και 762 ΚΠολΔ.
2) Δυνατότητα ανάκλησης ή μεταρρύθμισης της διάταξης του Ειρηνοδίκη με βάση τη διάταξη του αρθρ. 758 ΚΠολΔ, δεν μπορεί να γίνει δεκτή, καθώς δεν προσιδιάζει με τη φύση της εν λόγω διάταξης ούτε στις υποθέσεις αίτησης εγγραφής σωματείου. Κάθε εξάλλου νέο περιστατικό που μπορεί να προκύψει για το σωματείο, αντιμετωπίζεται με τη δυνατότητα τροποποίησης του καταστατικού με νέα διάταξη του Ειρηνοδίκη. Ως προς το ανωτέρω ζήτημα πρέπει όμως να επισημανθεί ότι με τροπολογία που κατέθεσε πρόσφατα το Υπουργείο Δικαιοσύνης στο σχέδιο νόμου για την ευρωπαϊκή εντολή έρευνας στις ποινικές υποθέσεις, που είναι έτοιμο για συζήτηση στη βουλή συμπληρώνεται το άρθρο 758 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας σχετικά με την ανάκληση ή μεταρρύθμιση αποφάσεως. Ειδικότερα, στην παρ. 1 του άρθρου 758 ΚΠολΔ, προστίθενται εδάφια, ώστε να χωρεί αίτηση ανάκλησης ή μεταρρύθμισης οριστικής απόφασης εκουσίας δικαιοδοσίας μετά την έκδοση οριστικής απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με την οποία διαπιστώθηκε παραβίαση του δικαιώματος που αφορά το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που τηρήθηκε ή διάταξης ουσιαστικού δικαίου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη που συνοδεύει την τροποποίηση, η νέα διάταξη καταλαμβάνει και τις υποθέσεις για τις οποίες έχει εκδοθεί απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που έχει καταστεί οριστική σύμφωνα με το άρθρο 44 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου πριν από τη δημοσίευση του νόμου. Στην περίπτωση αυτή η προθεσμία άσκησης της αίτησης ανάκλησης ή μεταρρύθμισης είναι ένα (1) έτος από τη δημοσίευση του νόμου. Την παρούσα χρονική στιγμή, αναμένεται η ψήφιση του ανωτέρω νόμου από τη Βουλή.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ Α) ΙΔΡΥΣΗ – ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΣΩΜΑΤΕΙΟΥ
Πέρα, από τα ανωτέρω δικονομικά θέματα, κατά την έκδοση της διάταξης για την ίδρυση σωματείου ο Ειρηνοδίκης θα πρέπει να επικεντρώσει την προσοχή του στα παρακάτω ζητήματα. Το σωματείο είναι μη κερδοσκοπική ένωση είκοσι τουλάχιστον προσώπων και αποκτά νομική προσωπικότητα ως σωματείο με την έκδοση της διάταξης του Ειρηνοδίκη και την εγγραφή του στο ειδικό βιβλίο σωματείων που τηρείται στο αρχείο του πρωτοδικείου (ΑΚ 78 και 83). Η εγγραφή της σύστασης του σωματείου διατάσσεται από τον Ειρηνοδίκη, εφόσον βεβαιώνεται η συνδρομή των νόμιμων προϋποθέσεων, δηλαδή:
1) Να έχει καταρτιστεί από τους κατονομαζόμενους ιδρυτές και να έχει υπογραφεί από αυτούς δικαιοπραξία (συστατική πράξη) για τη σύσταση ένωσης προσώπων που έχει οργανωθεί για την επίτευξη κοινού σκοπού.
2) Η ένωση να συγκροτείται από τουλάχιστον είκοσι πρόσωπα, ως μέλη, δίχως περιορισμούς, αναφορικά με το χαρακτήρα τους ως φυσικών ή νομικών προσώπων.
3) Ο σκοπός της ένωσης θα πρέπει να μην είναι κερδοσκοπικός. Αυτό σημαίνει ότι, ακόμη και αν επιδιώκεται οικονομικός σκοπός, αυτός τελικά δεν πρέπει να καταλήγει στη διανομή κερδών ή άλλων άμεσων ωφελημάτων των μελών, ούτε σε κέρδη του ίδιου του σωματείου με τη διευκρίνιση ότι δεν είναι κερδοσκοπικός ο σκοπός, όταν το καταστατικό προβλέπει την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας του σωματείου, προκειμένου να αποκτήσει τους αναγκαίους χρηματικούς πόρους για την επίτευξη του μη κερδοσκοπικού σκοπού του.
4) Η ένωση θα πρέπει να έχει ήδη συγκροτημένη διοίκηση. Για το λόγο τούτο στη σχετική αίτηση προς το Ειρηνοδικείο επισυνάπτεται και κατάλογος με τα ονόματα των μελών της προσωρινής διοίκησης του Σωματείου (ΑΚ 79).
5) Το υποβαλλόμενο καταστατικό ενδέχεται να είναι ενσωματωμένο στη συστατική πράξη.
Πάντως με την ποινή της ακυρότητας (αρθρ. 79 και 81 ΑΚ) πρέπει να καθορίζει (ΑΚ 80): τον μη κερδοσκοπικό σκοπό του σωματείου, την επωνυμία και την έδρα του, τους όρους της εισόδου, αποχώρησης και της αποβολής των μελών, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μελών, τους πόρους του σωματείου, τον τρόπο της δικαστικής και εξώδικης εκπροσώπησης του, τα όργανα της διοίκησης του σωματείου, μαζί με τους όρους της κατάρτισης, λειτουργίας και παύσης των οργάνων τούτων, τους όρους σύγκλησης, συνεδρίασης και λήψης αποφάσεων από τη γενική συνέλευση των μελών, τους όρους τροποποίησης του καταστατικού, και τους όρους για τη διάλυση του σωματείου.
6) Σημειώνεται, πως εάν πρόκειται για την ίδρυση αθλητικού σωματείου που λειτουργεί με βάση τις διατάξεις του Ν. 2725/ 1999, εκτός των ανωτέρω, θα πρέπει να προσκομίζεται υπεύθυνη δήλωση και ποινικό μητρώο των ιδρυτικών μελών, ώστε να ελέγχονται τα κωλύματα του αρθρ. 3 του εν λόγω νόμου, όπως τροποποιήθηκε με το αρθρ. 19 παρ. 1 του Ν. 4092/2012 (Στην πράξη είθισται οι ενδιαφερόμενοι, αντί για ποινικό μητρώο να προσκομίζουν υπεύθυνες δηλώσεις σχετικά με την ποινική τους κατάσταση).
Κατά τον έλεγχο του καταστατικού από τον Ειρηνοδίκη, είναι απαραίτητο να ελέγχεται αν έχουν τηρηθεί κατά τη διαμόρφωσή του, οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του ΑΚ και σε αρνητική περίπτωση, είθισται στην πράξη η αίτηση να μην απορρίπτεται, αλλά στα πλαίσια του ανακριτικού συστήματος που διέπει την εκούσια δικαιοδοσία σε συνδυασμό με το αρθρ. 227 ΚΠολΔ να καλείται ο πληρεξούσιος δικηγόρος των ενδιαφερομένων προκειμένου να διορθωθούν οι ατέλειες αυτές του καταστατικού και να προσκομιστούν εκ νέου τα κρίσιμα έγγραφα.
Ειδικότερο ζήτημα, που αφορά στη διοίκηση του σωματείου, ανακύπτει με βάση το αρθρ. 107 του Εισαγωγικού νόμου του ΑΚ κατά το οποίο: «Όσοι διοικούν σωματεία πρέπει να είναι Έλληνες πολίτες. Προκειμένου για σωματείο, στο οποίο, εξαιτίας του σκοπού του, μετέχουν αναγκαστικά και αλλοδαποί, μπορεί να επιτραπεί, με διάταγμα που υπόκειται σε ανάκληση, η συμμετοχή στο διοικητικό συμβούλιο και αλλοδαπών σε ίσο αριθμό με τους Έλληνες». Η ανωτέρω εν τούτοις διάταξη, κατά την ορθότερη άποψη που έχει διατυπωθεί, έχει καταστεί ανίσχυρη καθώς έρχεται σε αντίθεση με τα αρθρ. 11 και 14 της ΕΣΔΑ, με βάση τα οποία αδιακρίτως για φυσικά και νομικά πρόσωπα ορίζεται ότι «πάν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερία του συνέρχεσθαι ειρηνικός και εις την ελευθερία συνεταιρισμού, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος ιδρύσεως μετ’ άλλων συνδικάτων και προσχωρήσεως εις συνδικάτα επί σκοπώ προασπίσεως των συμφερόντων του. Μάλιστα κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου η άσκηση των δικαιωμάτων τούτων δεν επιτρέπεται να υπαχθεί εις ετέρους περιορισμούς πέραν των υπό ίου νόμου προβλεπομένων και αποτελούντων αναγκαία μέτρα εν δημοκρατική κοινωνία, δια την εθνική ασφάλειαν, την δημοσία ασφάλεια, την προάσπιση της τάξεως και πρόληψη του εγκλήματος, την προστασία της υγείας και της ηθικής, ή την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων. Εν όψει λοιπόν αυτής της υπερισχύουσας ρύθμισης έχουν αποβεί πια ανίσχυρες οι περιοριστικές διατάξεις του άρθρου 107 του Εισαγωγικού νόμου το ΑΚ (βλ. ενδεικτικά ΜΠρΑθ 665/2007, ΜΠρΘες 5351/2004, ΜΠρΑθ 4300/1996 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το σημαντικότερο ζήτημα που μπορεί να προκύψει κατά την έκδοση της διάταξης του Ειρηνοδίκη και τον έλεγχο του καταστατικού, ο οποίος είναι έλεγχος νομιμότητας και όχι σκοπιμότητας, είναι η σύγκρουση των διατάξεων και του σκοπού του σωματείου με τη δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη, όπως προκύπτει από τη διάταξη του αρθρ. 105 παρ. 3 ΑΚ, που εφαρμόζεται αναλογικά και στην ίδρυση των σωματίων. Κατ’ αρχήν από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 12 παρ. 1 του Συντάγματος, του άρθρου 11 της από 4.11.1950 Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης «περί προασπίσεως των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών» που κυρώθηκε με το Ν. 2329/1953 (και εκ νέου με το άρθρο 1 του νδ 53/1974) και των άρθρων 78, 80 παρ. 1 και 105 παρ. 3 ΑΚ (η τελευταία από αυτές για την ταυτότητα του νομικού λόγου εφαρμόζεται και στην αναγνώριση σωματείων) διασφαλίζεται το δικαίωμα της σωματειακής οργάνωσης, αναφορικά με την ίδρυσή της, ως δημιούργημα της σύμπτωσης της δικαιοπρακτικής βούλησης των ιδρυτικών μελών της και εκείνων που προσχωρούν σε αυτή, με οποιαδήποτε έκφανση του επιδιωκόμενου μη κερδοσκοπικού σκοπού της, αλλά και την εσωτερική αυτονομία και εξωτερική δράση της, με μοναδικό όριο να μην αντίκειται ο σκοπός της στο νόμο και στη δημόσια τάξη, πλαίσια που διαγράφουν και το αντικείμενο του σχετικού δικαστικού ελέγχου. Νόμος, νοείται το Σύνταγμα, οι διεθνείς συμβάσεις που έχουν κυρωθεί από τη Βουλή και το κοινό δίκαιο εν γένει. Δημόσια τάξη, είναι το πλέγμα των θεμελιωδών κανόνων και αρχών που επικρατούν σε ορισμένο χρόνο στη χώρα και απηχούν τις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτειακές, πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές και άλλες αντιλήψεις, οι οποίες διέπουν τον έννομο βιοτικό ρυθμό αυτής και αντίθεση προς αυτή υπάρχει, όταν προσβάλλονται οι συγκεκριμένες αντιλήψεις και διαταράσσεται ο βιοτικός ρυθμός (βλ. ΟλΑΠ 17/1999, 6/1990, 1572/1981 ΕΕΝ 49, 850, ΑΠ 58/2006 Δνη 2006.524, 586/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εφίσταται λοιπόν η προσοχή στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ενδέχεται ο σκοπός του σωματείου να έρχεται σε αντίθεση με τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη. Ο έλεγχος της συμφωνίας του σκοπού του υπό σύσταση σωματείου με το νόμο, την ηθική και τη δημόσια τάξη γίνεται με βάση τις διατάξεις του υπό έγκριση καταστατικού και όχι τις υποτιθέμενες ή υποκρυπτόμενες ή εξυπακουόμενες προθέσεις των ιδρυτών. Αυτές και αν ακόμη υπάρχουν δεν μπορούν να καταστούν αντικείμενο δικαστικού ελέγχου δεδομένου ότι ένας τέτοιος έλεγχος θα ήταν απαγορευμένος έλεγχος σκοπιμότητας και όχι ο επιτρεπόμενος έλεγχος νομιμότητας (Α. Κρητικός, Δίκαιο Σωματείων και Συνδικαλιστικών Οργανώσεων, έκδ. 1984, τόμ. Α, σελ. 69, Κ. Χριστακάκου εις Δίκαιο Νομικών Προσώπων, έκδ. 2010, σελ. 423). Ενδεικτικές υποθέσεις που απασχόλησαν τη νομολογία είναι οι εξής: Με την 1448/2009 απόφαση του Αρείου Πάγου έγινε δεκτό ότι αντίκειται στη δημόσια τάξη ο σκοπός του σωματείου με τίτλο «ΣΤΕΓΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ» που συνίστατο στη διάδοση του μακεδονικού πολιτισμού και την καλλιέργεια της μακεδονικής γλώσσας Makedonski με το σκεπτικό ότι η αντιπαράθεση της Ελλάδας με το κράτος των Σκοπίων (FYROM) εξαιτίας της αξίωσης του τελευταίου να αναγνωριστεί διεθνώς με το όνομα «Μακεδονία» θα δημιουργούσε σύγχυση και διατάραξη της ειρηνικής συμβίωσης των πολιτών. Περαιτέρω, με την υπ’ αρ. 58/2006 απόφαση του Αρείου Πάγου απορρίφθηκε η αίτηση αναγνώρισης σωματείου με την επωνυμία «Σύλλογος Νεολαίας Μειονότητας Ν. Έβρου», καθώς κρίθηκε ότι ο τίτλος και ο σκοπός του σωματείου δημιουργούν σύγχυση ως προς αν στην Ελλάδα είναι μόνιμα εγκατεστημένοι υπήκοοι ξένης χώρας, της Τουρκίας, ενώ με τη συνθήκη της Λωζάνης αναγνωρίστηκε μόνο μία μουσουλμανική και όχι Τουρκική μειονότητα της Δυτικής Θράκης. Μετά την έκδοση της απορριπτικής ως άνω (58/2006) απόφασης του Αρείου Πάγου, οι αιτούντες προσέφυγαν ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του ανθρώπου, το οποίο δέχθηκε την προσφυγή τους και με την από 11.10.2007 απόφασή του αποφάνθηκε, ότι η Ελλάδα παρέβη το άρθρο 11 της ΕΣΔΑ περί σωματειακής ελευθερίας. Επί νέας αίτησης για αναγνώριση του εν λόγω σωματείου, ο Άρειος Πάγος με την υπ’ αριθ. 1471/2013 απόφασή του απέρριψε εκ νέου την αίτηση με το σκεπτικό ότι ήδη υπάρχει δεδικασμένο από την προηγούμενη απόφαση του Αρείου Πάγου και η απόφαση του ΕΔΔΑ δεν διεισδύει στην εσωτερική έννομη τάξη ούτε αίρει, καθεαυτή, την παραβίαση, ούτε ανακαλεί ή ακυρώνει την προαναφερόμενη απόφαση (58/2006 Αρείου Πάγου), που έκρινε διαφορετικά. Υπενθυμίζουμε όμως και εδώ την ανωτέρω νομοθετική μεταβολή που επίκειται να ψηφιστεί (βλ. ανωτέρω) σχετικά με τη δυνατότητα ανάκλησης ή μεταρρύθμισης της απόφασης μετά από απόφαση του ΕΔΔΑ. Άλλες περιπτώσεις που αντιμετώπισε η νομολογία, ήταν η αίτηση αναγνώρισης σωματείου με σκοπό τη λειτουργία κλειστού χώρου για καπνιστές, η οποία (αίτηση) απερρίφθη λόγω αντίθεσής της στις απαγορευτικές διατάξεις του Ν. 3730/2008, όπως αυτές τροποποιήθηκαν με το άρθρο 17 του Ν. 3868/2010 (ΜΠρΒόλ 671/ 2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης η αίτηση αναγνώρισης αθλητικού σωματείου με σκοπό τη διεξαγωγή γνωστών αθλημάτων με παραλλαγές «χωρίς όρους» και με τη χρήση βοηθητικών μέσων ή και όπλων, η οποία επίσης απερρίφθη (ΜΠρΑθ 2829/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) καθώς κρίθηκε ότι τα μέσα αυτά επιτείνουν την επικινδυνότητα που χαρακτηρίζει και διακρίνει το βασικό είδος ενός εκάστου αθλήματος, και ως εκ τούτου, η τυχόν προξενηθείσα στον επιδιδόμενο στα αθλήματα αυτά σωματική βλάβη δεν αποτελεί συνήθη τοιαύτη για το άθλημα τούτο σωματική βλάβη, για την οποία εγκύρως δύναται αυτός να συναινεί, αφού και η τήρηση των κανονισμών του παραλλασσόμενου αθλήματος, θέτει σε υπέρμετρο κίνδυνο το έννομο αγαθό της μoρφικής και λειτουργικής ακεραιότητας του σώματος του αθλητή. Αίτηση για αναγνώριση σωματείου με σκοπό οποιοδήποτε θέμα που αποτελεί αρμοδιότητα της πολιτείας και δεν άπτεται της ιδιωτικής βούλησης, όπως για παράδειγμα η κατοχύρωση της εθνικής ανεξαρτησίας, η εξασφάλιση των συνόρων, η προστασία της έννομης τάξης κλπ, δεν μπορεί επίσης να γίνει δεκτή αφού ο σκοπός αυτός έρχεται σε αντίθεση με τη δημόσια τάξη και αποτελεί αρμοδιότητα της πολιτείας, η οποία της έχει συνταγματικά ανατεθεί και υλοποιεί με πλέγμα νομοθετημάτων (βλ. ΑΠ 2225/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ομοίως απορριπτική θα πρέπει να είναι η διάταξη σε περίπτωση ίδρυσης σωματείου με θρησκευτικό περιεχόμενο και σκοπό τον προσηλυτισμό, ήτοι την αρνητική έκφραση της θρησκευτικής ελευθερίας του αρθρ. 13 του Συντάγματος (βλ. ΜΠρΑθ 3483/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περίπτωση που αντιμετώπισα ο ίδιος, αφορούσε αίτηση για την ίδρυση σωματείου με σκοπό τη διάδοση και τη διεξαγωγή αγώνων πόκερ, η οποία κατά το καταστατικό θα διεξαγόταν χωρίς χρήματα αλλά με μάρκες. Η αίτηση απερρίφθη με το σκεπτικό ότι η διάδοση του συγκεκριμένου αθλήματος, ασχέτως αν παίζεται ή όχι με χρήματα, αντίκειται στην δημόσια τάξη, κατά την οποία δεν είναι αποδεκτή, εξαιτίας των προβλημάτων που δημιουργεί ο εθισμός σε χαρτοπαίγνια (ψυχικών, κοινωνικών που παρουσιάζονται ως απότοκα αυτού σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα), η ενθάρρυνση, με την διάδοση και την οργάνωση διεξαγωγής τυχερών παιγνίων, εκτός των περιοριστικά προβλεπόμενων χώρων υπό αυστηρά τηρούμενες προϋποθέσεις και έλεγχο {βλ. ΑΠ 596/2011 (ΠΟΙΝ), ΕφΘες 3628/2009 (ΠΟΙΝ) ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ}. Τέλος, πέρα από τις ανωτέρω περιπτώσεις, προσβολής της δημόσιας τάξης και των χρηστών ηθών, ελέγχεται και το αν το δικαίωμα περί ιδρύσεως σωματείου ασκείται καταχρηστικά στα πλαίσια του αρθρ. 281 ΑΚ, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση που επιχειρείται να δημιουργηθεί δεύτερο σωματείο στο ίδιο εργοστάσιο με σκοπό να προσελκύσει μέλη απ’ το ήδη υπάρχον σωματείο με στόχο την αποδυνάμωσή του (βλ. Α. Γεωργιάδης, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, εκδ. 2002, σελ. 188 επ). Στις περιπτώσεις αυτές η αίτηση απορρίπτεται, μόνο όμως εφόσον προκύπτει από το καταστατικό, ότι σκοπός του υπό ίδρυση σωματείου, είναι η απορρόφηση μελών από το ήδη υπάρχον σωματείο.
Β) ΔΙΑΛΥΣΗ ΣΩΜΑΤΕΙΟΥ
Η διάλυση του Σωματείου, πραγματοποιείται σύμφωνα με τους όρους των αρθρ. 103, 104 και 105 ΑΚ, ήτοι με απόφαση της συνέλευσης των μελών (103 ΑΚ), στις περιπτώσεις που προβλέπει το καταστατικό, ή σε περίπτωση που τα μέλη του μείνουν λιγότερα από δέκα (104 ΑΚ). Με δικαστική απόφαση και όχι με διάταξη για τους λόγους που λύνεται το σωματείο στις περιπτώσεις του αρθρ. 105 ΑΚ, ήτοι αν το ζητήσει η διοίκησή του ή το ένα πέμπτο των μελών του ή η εποπτεύουσα αρχή: 1. αν, επειδή μειώθηκε ο αριθμός των μελών του ή από άλλα αίτια, είναι αδύνατο να αναδειχθεί διοίκηση ή γενικά να εξακολουθήσει να λειτουργεί το σωματείο σύμφωνα με το καταστατικό 2. αν ο σκοπός του σωματείου εκπληρώθηκε ή αν από τη μακρόχρονη αδράνεια συνάγεται ότι ο σκοπός του έχει εγκαταλειφθεί 3. αν το σωματείο επιδιώκει σκοπό διαφορετικό από εκείνον που καθορίζει το καταστατικό ή αν ο σκοπός ή η λειτουργία του σωματείου έχουν καταστεί παράνομοι ή ανήθικοι ή αντίθετοι προς τη δημόσια τάξη. Σημειώνεται ότι όσο αφορά στην περίπτωση της διάλυσης του σωματείου η νέα διάταξη του αρθρ. 787 παρ. 1 ΚΠολΔ ορίζει ότι: «Όταν ζητείται..μεταξύ άλλων και η διάλυση σωματείου, αρμόδιος είναι ο Ειρηνοδίκης της περιφέρειας που έχει έδρα το σωματείο». Ωστόσο κατά την άποψη του γράφοντος, η διάλυση του σωματείου δεν μπορεί να λάβει χώρα με διάταξη, αλλά με την έκδοση σχετικής απόφασης από το Ειρηνοδικείο και τούτο διότι: αφενός μεν το αρθρ. 105 ΑΚ εξακολουθεί και κάνει λόγο για απόφαση με την οποία μπορεί να διαλυθεί το σωματείο και αφετέρου το γεγονός ότι με τη δεύτερη παρ. του αρθρ. 787 ΚΠολΔ, δίδεται η δυνατότητα άσκησης ανακοπής μόνο κατά της διάταξης του Ειρηνοδίκη με την οποία γίνεται δεκτή η αίτηση εγγραφής σωματείου ή τροποποίησης του καταστατικού. Κατ’ αποτέλεσμα σε περίπτωση που θεωρηθεί ότι για τη διάλυση σωματείου απαιτείται διάταξη, δεν παρέχεται κατ’ αυτής το δικαίωμα της ανακοπής κι έτσι στερείται από τους ενδιαφερόμενους το δικαίωμα άσκησης ενδίκων μέσων σε, κατά περιπτώσεις, σοβαρές υποθέσεις. Επίσης στην εισηγητική έκθεση του Ν. 4055/2012 γίνεται λόγος για απλούστευση και επιτάχυνση των διαδικασιών που αφορούν τη σύσταση σωματείου και την τροποποίηση του καταστατικού και όχι την περίπτωση της διάλυσης αυτού.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Απ’ όλα τα προαναφερόμενα, προκύπτει ότι οι υποθέσεις σωματειακού δικαίου, που θα κληθείτε να αντιμετωπίσετε ως Ειρηνοδίκες, δεν εμφανίζουν συνήθως ιδιαίτερη δυσχέρεια, εν τούτοις υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες εφίσταται ιδιαίτερη προσοχή καθώς κρίνονται ιδιαίτερα σημαντικές. Με τη διαδικασία επομένως της εκούσιας δικαιοδοσίας και συγκεκριμένα στις υποθέσεις σωματειακού δικαίου είναι δυνατό να εκδικασθούν αρκετά σημαντικές διαφορές οι οποίες δεν αναπτύσσουν αποτελέσματα μόνο έναντι τον ενδιαφερομένων, αλλά αφορούν τη δημόσια τάξη και τα χρηστά ήθη στο σύνολό τους. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει και το πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος των Δικαστών, που θα κληθούν να τις αντιμετωπίσουν.
Νικόλαος Μάνος
Ειρηνοδίκης Θεσσαλονίκης