Kαι ενώ η Βρετανία προετοιμάζεται πυρετωδώς για ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της, αποχωρώντας μετά σχεδόν μισόν αιώνα από τους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ενωσης, και πολλά θα αλλάξουν εκ θεμελίων, υπάρχει κάτι το οποίο όσο περνάει ο καιρός επιδεινώνεται.
Και αυτό είναι το οξύ φαινόμενο της φτώχειας και της οικονομικής ανισότητας. Οι βαρύτερα πληττόμενες περιφέρειες, όπως αναφέρει η εφημερίδα Guardian, είναι η ίδια βρετανική πρωτεύουσα, η βόρεια Αγγλία, τα Μίντλαντς στο κέντρο περίπου της χώρας και η Ουαλλία.
Επί συνόλου 64,5 εκατομμυρίων, που είναι ο πληθυσμός της χώρας, τα 14 εκατομμύρια θεωρούνται φτωχοί, δηλαδή περισσότερο από ένας στους πέντε. Στον αριθμό αυτό συγκαταλέγονται 4 εκατομμύρια παιδιά και 2 εκατομμύρια συνταξιούχοι, δηλαδή αυξήθηκαν κατά 400.000 και 300.000, αντίστοιχα, την τελευταία πενταετία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία για τη φτώχεια, το 2018 αποδείχθηκε η τρίτη κατά σειράν χρονιά που αυτή έφθασε σε υψηλότατα επίπεδα-ρεκόρ, ενώ παράλληλα η απασχόληση τονώνεται. Και αυτό, όπως επισημαίνουν και οικονομολόγοι, σημαίνει ότι αν και περισσότεροι άνθρωποι στη χώρα εργάζονται, οι αποδοχές τους είναι τόσο ισχνές, ώστε να μην καλύπτουν τις βασικές τους ανάγκες και να μη βελτιώνουν το βιοτικό τους επίπεδο.
Το φιλανθρωπικό Ιδρυμα Τζόζεφ Ράουντρι, που διενήργησε τη σχετική έρευνα, αναφέρει ότι, ενώ η εργασία μειώνει τον κίνδυνο να περιπέσει κανείς σε ένδεια, σχεδόν το 56% όσων ζούσαν σε καθεστώς φτώχειας εργάζονταν κιόλας. Δηλαδή, το 56% ήταν μέλη ενός νοικοκυριού, όπου οι βασικοί υπεύθυνοι ενήλικες ήταν εντός αγοράς εργασίας, ενώ πριν από 20 χρόνια ήταν το 39%.
Τα επτά στα δέκα φτωχά παιδιά σήμερα στη Βρετανία εντοπίζονται σε εργατικές οικογένειες, ενώ το σοβαρότερο χτύπημα δέχονται οι μονογονεϊκές – το χτύπημα αυτό έχει να κάνει με το ότι η επικρατούσα τάση στην οικονομία σήμερα είναι πως οι μισθοί δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις βιοτικές ανάγκες. Τα τρία στα δέκα φτωχά νοικοκυριά το 2018 ήταν μονογονεϊκών οικογενειών, όταν αντιστοίχως το 2011 η αναλογία ήταν δύο στα δέκα. Επί του θέματος η εκτελεστική διευθύντρια του ιδρύματος, Κλερ Ενσλεϊ, δήλωσε ότι τα τελευταία ευρήματα για τη φτώχεια αποτυπώνουν με τη γλώσσα των αριθμών και το πόσο τεράστιο είναι το έργο της κυβέρνησης του πρωθυπουργού Μπόρις Τζόνσον, εάν πρόκειται να αυξήσει τα εισοδήματα σε όλη τη χώρα και να περιστείλει το χάσμα ανάμεσα στις πλουσιότερες πόλεις και στις φτωχότερες περιφέρειες. Οπως χαρακτηριστικά υπογραμμίζει στην εφημερίδα Guardian, η κ. Ενσλεϊ, «η κυβέρνηση βρίσκεται μπροστά σε μία ιστορική ευκαιρία στην αυγή της δεκαετίας του ’20 για να αναλάβει δράση. Η παλαιότερη εμπειρία και το πόσο επιτυχημένα έχει αντιμετωπισθεί η ανισότητα τα περασμένα χρόνια αποδεικνύουν ότι η Βρετανία μπορεί να προστατεύσει από την απειλή της φτώχειας όσους κινδυνεύουν περισσότερο». Ολη αυτή η πρόοδος, που είχε εντούτοις σημειωθεί, εξασθενεί. Οπότε θα χρειαστεί σύντονη προσπάθεια σε όλες τις επιμέρους περιφέρειες της χώρας και σε βάθος χρόνου να ελεγχθεί η φτώχεια.
Περιγράφοντας λίγο ευρύτερα την όλη κατάσταση, η εκτελεστική διευθύντρια του Ιδρύματος Τζόζεφ Ράουντρι δεν παρέλειψε να αναφέρει και τους προβληματισμούς της για το εάν οι φτωχότεροι Βρετανοί έχουν κακής ποιότητας υγειονομική περίθαλψη και απασχολούνται σε επισφαλείς εργασίες. Ο αριθμός των φτωχών μεταξύ του εργατικού δυναμικού έφθασε το 12,7% το 2018 σε σύγκριση με το 9,9% το 1998.
Αίτημα για αυξήσεις
Το αντιπολιτευόμενο κόμμα των Εργατικών κατηγορεί την κυβέρνηση Τζόνσον ότι δεν κινητοποιήθηκε εγκαίρως ούτε έλαβε τα αναγκαία μέτρα για να αποτρέψει την εξάπλωση της φτώχειας. Η Ομοσπονδία Εργατικών Συνδικάτων της χώρας διά μέσου της γενικής της γραμματέως, Φράνσις Ογκρέιντι, επισημαίνει ότι «η κυβέρνηση έχει καθήκον να καταργήσει τα επιχειρηματικά μοντέλα, τα οποία βασίζονται σε μισθούς πείνας και απασχόληση χωρίς ασφάλεια», όπως αναφέρει ο Guardian. Ειδικότερα, οι συμβάσεις μηδενικών ωρών εργασίας θα πρέπει να απαγορευθούν, ενώ παράλληλα, όπως προσθέτει η κ. Ογκρέιντι, το ελάχιστο ωρομίσθιο θα πρέπει να φθάσει τουλάχιστον τις 10 στερλίνες/11,80 ευρώ από 8,21 στερλίνες/9,69 ευρώ σήμερα.
Αυτό που συμβαίνει στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι ότι η φτώχεια σχετίζεται και με το πού ζει κανείς. Λόγου χάριν, όπως αναφέρεται στην έρευνα του ιδρύματος Τζόζεφ Ράουντρι, έχουν περισσότερες πιθανότητες να περιέλθουν σε ένδεια όσοι ζουν στο Λονδίνο, στη βόρεια Αγγλία και στην Ουαλλία και όχι τόσο όσοι ζουν στη νότια Αγγλία, στη Σκωτία και στη Βόρεια Ιρλανδία. Επίσης, κινδυνεύουν και όσοι ανήκουν σε οικογένεια με άτομο με ειδικές ανάγκες ή σε οικογένεια όπου ένα μέλος της παρέχει φροντίδα σε άλλο, όσοι εργάζονται στο λιανεμπόριο ή στον τουρισμό και όσοι ζουν στο νοίκι. Τέλος, εξαιρετικά ανησυχητικό για το ίδρυμα είναι και το γεγονός πως αυξάνεται ο αριθμός των νέων που εξακολουθούν να ζουν με τους γονείς τους, ενώ σε παλιότερες εποχές θα είχαν ήδη απογαλακτιστεί και θα είχαν κάνει τη δική τους οικογένεια. Έντυπη