Με την υπ’ αριθμ. 522/2019 απόφασή του ο Άρειος Πάγος (Τμήμα Ζ Ποινικό) έκανε δεκτή αίτηση αναίρεσης κατά απόφασης Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, καθώς ο Εισαγγελεάς δεν έκανε συγκεκριμένη πρόταση περί αθώωσης ή ενοχής των κατηγορουμένων.
Απόσπασμα της απόφασης
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 32 παρ. 1, 138 παρ. 2, 171 παρ. 1 στοιχ. β’ και 369 παρ. 1 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι, μετά τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας, δίδεται υποχρεωτικά ο λόγος στον Εισαγγελέα, προκειμένου να ακουσθεί και να αναπτύξει τις απόψεις του για την ενοχή ή αθωότητα του κατηγορουμένου και έπειτα, αν συντρέχει περίπτωση και για την ποινή. Σε διαφορετική περίπτωση, κατά την οποία δεν δοθεί ο λόγος στον Εισαγγελέα, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ ΚΠΔ προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, για την εξυπηρέτηση των αναγκών του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, ο τότε πρώτος κατηγορούμενος και τώρα αναιρεσείων, Γ. Χ., κηρύχθηκε ένοχος κατοχής και εμπορίας μη κανονικών καυσίμων (παράβασης άρθρου 20 παρ. 5 και 6 Ν. 4177/2013), και όπως προαναφέρθηκε, του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης πέντε (5) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία, χωρίς όμως προηγουμένως ο Εισαγγελέας να προτείνει κατά τρόπο συγκεκριμένο για την ενοχή ή την αθώωσή του.
Ειδικότερα, μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας, η Πρόεδρος κήρυξε τη λήξη αυτής και έδωσε το λόγο στον Εισαγγελέα, ο οποίος, όπως κατά λέξη αναγράφεται στα πρακτικά, “αφού ανέπτυξε την κατηγορία, πρότεινε να γίνουν δεκτές οι εφέσεις κατά το τυπικό τους μέρος και περαιτέρω να πρότεινε να κηρυχθούν οι κατηγορούμενοι”. Αν πράγματι υπέβαλε ή όχι πρόταση περί αθώωσης ή ενοχής των κατηγορουμένων και, αν ναι, τι από τα δύο πρότεινε ο Εισαγγελέας δεν αναφέρεται στην απόφαση.
Αφού κατόπιν δόθηκε ο λόγος τελευταία στον πληρεξούσιο συνήγορο των κατηγορουμένων, που ανέπτυξε την υπεράσπιση και ζήτησε την απαλλαγή τους, το Δικαστήριο της ουσίας, στη συνέχεια, σε μυστική διάσκεψη με την παρουσία και της Γραμματέως του, κατήρτισε και η Πρόεδρος του δημοσίευσε σε δημόσια συνεδρίαση του την προσβαλλόμενη ΖΤ 4283/2018 απόφασή του, που έχει ως εξής: “Από την κύρια αποδεικτική διαδικασία και τα έγγραφα των οποίων έγινε η ανάγνωση στο ακροατήριο καθώς και από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο, σε συνδυασμό με την εν γένει συζήτηση της υποθέσεως, προέκυψαν τα εξής: Οι κατηγορούμενοι στο …., στις 19.10.2012, από πρόθεση κατείχαν και εμπορεύθηκαν καύσιμα μη κανονικά και συγκεκριμένα, ο πρώτος κατηγορούμενος Χ. Γ. ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας με την επωνυμία “… Α.Ε.” η οποία εκμεταλλεύεται κατάστημα υγρών καυσίμων με σήμα της εταιρίας ” …” επί της οδού … και ο δεύτερος κατηγορούμενος Τ. Α., ως διευθυντής του ίδιου πιο πάνω καταστήματος πρατηρίου υγρών καυσίμων, εφοδίασαν το ρεζερβουάρ καυσίμων της δίκυκλης μοτοσυκλέτας του καταναλωτή Τ. Ν. με βενζίνη αμόλυβδη 100 RON Power V Power Racing και αφού εξετάστηκε αρμοδίως από το Γενικό Χημείο του κράτους (Δ’ Χημική Υπηρεσία Πειραιά) προσκομισθέν από τον καταγγέλλοντα δείγμα, κρίθηκε μη κανονικό διότι σε συνολικό όγκο 1050 ml περιείχε περίπου 1 ml νερό που διαχωρίζεται.
Συνεπώς πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι”, ακολούθως δε, μετά από πρόταση του Εισαγγελέα, επέβαλε στον καθένα από τους κατηγορουμένους την προαναφερθείσα ποινή. Εφόσον, όμως, με βάση τα προεκτεθέντα, πρέπει από τα πρακτικά να προκύπτει ακριβώς ποια πρόταση έκανε ο Εισαγγελέας και δεν αρκεί η αναφορά, ότι “ανέπτυξε την κατηγορία….και….πρότεινε να κηρυχθούν οι κατηγορούμενοι”, χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση της πρότασής του αυτής, επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, η οποία καταλαμβάνει, εκτός από την παραβίαση των διατάξεων που αφορούν την κίνηση της ποινικής δίωξης από τον εισαγγελέα και την υποχρεωτική συμμετοχή του στη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρ. 171 παρ. 1 περ. β’ ΚΠΔ).
Συνεπώς, ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ ΚΠΔ, λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός, οπότε παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων του αναιρετηρίου, ως αλυσιτελής.
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο areiospagos.gr