Στις εργασιακές σχέσεις, το δικαίωμα επίσχεσης δεν είναι άλλο από το δικαίωμα του εργαζομένου να δηλώσει στον εργοδότη ότι διακόπτει την εργασία του, εάν ο εργοδότης καθυστερεί να εκπληρώσει κάποια υποχρέωσή του έναντι του εργαζομένου του, κυρίως δε να καταβάλει τις αποδοχές που οφείλει σε αυτόν από σημαντικό χρόνο, μέχρι ο εργοδότης να προβεί στην καταβολή των αιτούμενων από τον εργαζόμενο αποδοχών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο εργαζόμενος νόμιμα δεν παρέχει την εργασία του, χωρίς να σημαίνει αυτό ότι καταγγέλλει την σύμβαση εργασίας του, ο δε εργοδότης καθίσταται υπερήμερος για όσο καιρό αρνείται να εκπληρώσει την υποχρέωσή του έναντι του εργαζομένου του.
Το δικαίωμα επίσχεσης εργασίας ασκείται καταρχήν ατύπως και ως εκ τούτου δύναται να τελεσθεί με εξώδικη έγγραφη δήλωση ή προφορική δήλωση, της οποίας να λάβει γνώση ο εργοδότης. Ωστόσο, καθίσταται σαφές από τη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων και από το πλέγμα των διατάξεων των εργατικών νόμων που διέπει τις εργασιακές σχέσεις ότι απαιτείται δήλωση του εργαζομένου απευθυντέα προς τον εργοδότη του και μόνον, με την οποία με σαφήνεια να δηλώνει ότι προβαίνει σε επίσχεση εργασίας, να αναφέρει την υποχρέωση του εργοδότη για την εκπλήρωση της οποίας ασκεί το δικαίωμα της επίσχεσης εν προκειμένω, καθώς επίσης να προκύπτει ότι πρόκειται για ληξιπρόθεσμη απαίτηση του εργαζομένου έναντι του εργοδότη.
Η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης προϋποθέτει την ύπαρξη βάσιμης ληξιπρόθεσμης αξίωσης του εργαζομένου κατά του εργοδότη, η οποία να είναι συναφής με την εργασιακή σχέση που συνδέει εν προκειμένω τα συμβαλλόμενα μέρη.
Σημειωτέον ότι, πρέπει να συντρέχει αξιόλογη καθυστέρηση του εργοδότη να εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις προς τον εργαζόμενο ή άρνηση να του χορηγήσει την ετήσια άδεια αναπαύσεως ή να επαναφέρει τους αρχικούς όρους εργασίας του εργαζομένου σε περίπτωση μονομερούς βλαπτικής μεταβολής από την πλευρά του εργοδότη, ή να υφίσταται παράνομη παράλειψη προαγωγής του εργαζομένου κλπ. Αξιόλογη καθυστέρηση δεν υπάρχει όταν η καθυστέρηση του εργοδότη είναι πολύ μικρή ή αφορά στην πληρωμή ασήμαντης απαίτησης, όπως π.χ. τις αποδοχές μίας ημέρας, όταν η καθυστέρηση είναι δικαιολογημένη λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων ή δυσχερειών που προέκυψαν σε βάρος του εργοδότη.
Καθίσταται συνεπώς αναγκαία η μη καταχρηστική και συνεπώς, η σύννομη άσκηση του δικαιώματος της επίσχεσης εργασίας από τον εργαζόμενο, καθότι η άσκηση του εν λόγω δικαιώματος έχει επανειλημμένως οδηγήσει σε ακρότητες σε βάρος των εργοδοτών. Συγκεκριμένα, πρέπει να ασκείται τηρουμένων των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και κατά τρόπο που να εξυπηρετείται ο αληθής οικονομικός και κοινωνικός σκοπός, για χάρη του οποίου χορηγήθηκε το εν λόγω δικαίωμα στον εργαζόμενο.
Διαφορετικά, η άσκησή του είναι καταχρηστική και ως τέτοια είναι παράνομη και δεν παράγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή δεν καθιστά υπερήμερο τον εργοδότη, αλλά καθίσταται υπερήμερος ο εργαζόμενος ως προς την προσφορά εργασίας του και προφανώς δε δικαιούται μισθούς υπερημερίας για το χρόνο επίσχεσης, ενώ δεν αποκλείεται, με την κατά κατάχρηση του δικαιώματος επίσχεσης αποχή του εργαζομένου από την εργασία, να θεωρηθεί ότι αυτός έχει καταγγείλει τη σχέση εργασίας.
Όπως νομολογιακά έχει κριθεί, ως καταχρηστικώς ενασκούμενο θεωρείται το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του μισθωτού, όταν δεν υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του εργοδότη (όπως της πληρωμής των ληξιπρόθεσμων μισθών) ή όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη, αλλά σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη οικονομική δυσπραγία ή σε εξαιρετικά δυσμενείς γι’ αυτόν περιστάσεις ή όταν η επίσχεση προξενεί δυσβάσταχτη και δυσανάλογη ζημία στον εργοδότη, σε σχέση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα ή όταν στρέφεται κατά αξιόπιστου και αξιόχρεου εργοδότη ή όταν αναφέρεται σε ασήμαντη αντιπαροχή του εργοδότη. (ΑΠ 767/2018, ΑΠ 289/2019, ΑΠ 145/2019, ΑΠ 345/2019)
Όταν το δικαίωμα επίσχεσης ασκείται νόμιμα, τηρουμένων όλων των ανωτέρω προϋποθέσεων, η σχέση εργασίας αναστέλλεται και ο εργοδότης οφείλει να καταβάλει στον εργαζόμενο αποδοχές υπερημερίας για όσο χρόνο αρνείται να εκπληρώσει τις συμβατικές του παροχές προς τον εργαζόμενο. Ο δε εργαζόμενος δικαιούται να παρέχει την εργασία του αλλού, εφόσον όμως δύναται να παράσχει την εργασία του στον εργοδότη, αμέσως όταν ο εργοδότης ικανοποιήσει την αξίωσή του και τον καλέσει να επιστρέψει στην εργασία του. Ο εργοδότης δικαιούται, όμως να εκπέσει από το μισθό του εργαζομένου ό,τι ο εργαζόμενος ωφελήθηκε από τη ματαίωση της εργασίας του κατά την επίσχεση ή την παροχή της σε άλλο εργοδότη.
Πηγή: Δικηγόρος Εργατολόγος