Παρά τις πιέσεις και τη διεθνή εκστρατεία, οι φορολογικοί παράδεισοι ανά τον κόσμο εξακολουθούν να προσφέρουν μυστικό καταφύγιο σε μεγάλο όγκο πλούτου που παραμένει αφορολόγητος ζημιώνοντας χώρες και πληθυσμούς. Αποτελεί κοινό μυστικό ότι σε αυτήν την κατηγορία εμπίπτουν χώρες όπως οι Νήσοι Κέιμαν, οι Βρετανικές Παρθένοι Νήσοι ή το Λουξεμβούργο, γενικώς χώρες χωρίς ισχυρές οικονομίες ή σημαντικές βιομηχανίες που βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στον αμαρτωλό τραπεζικό κλάδο τους. Λίγοι μπορούν, όμως, να φανταστούν ότι ο δεύτερος στον κόσμο φορολογικός παράδεισος δεν είναι άλλος από την υπερδύναμη, τις ΗΠΑ, που προσφέρει μυστικότητα με αποτέλεσμα να καταλήγουν στο αμερικανικό τραπεζικό σύστημα κεφάλαια που παραμένουν μυστικά, αφορολόγητα και αγνώστου προέλευσης.
Εν ολίγοις παρά την παγκόσμια ισχύ τους σε όλα τα επίπεδα οι ΗΠΑ προσφέρουν σε ιδιώτες επιχειρήσεις αλλά και οργανώσεις, ενίοτε παράνομες, τη δυνατότητα να «φυγαδεύσουν» τα κεφάλαιά τους στις αμερικανικές τράπεζες, να αποφύγουν τη φορολόγησή τους αλλά ακόμη και να ξεπλύνουν χρήμα προερχόμενο από παράνομες δραστηριότητες, οργανωμένο έγκλημα, τρομοκρατία κ.λπ. Λίγοι μπορούν επίσης να φανταστούν ότι η γνωστή ως χώρα του τραπεζικού απορρήτου Ελβετία έχει σημειώσει πρόοδο υπό το βάρος των διεθνών πιέσεων, έστω κι αν εξακολουθεί να καταλαμβάνει μία από τις πλέον περίοπτες θέσεις μεταξύ των χωρών που προσφέρουν μυστικότητα και καταφύγιο.Remaining Time-0:35FullscreenUnmute
Η εικόνα προκύπτει από σχετική έκθεση για το 2020 του Δικτύου για τη Φορολογική Δικαιοσύνη (tax justice network), σύμφωνα με την οποία η διεθνής εκστρατεία κατά της φοροδιαφυγής έχει αποφέρει καρπούς και οι πολιτικές του τραπεζικού απορρήτου και γενικώς της μυστικότητας βρίσκονται γενικά σε υποχώρηση. Την ίδια στιγμή, όμως, επιδεινώνεται η εικόνα χωρών όπως οι ΗΠΑ που αντιπροσωπεύουν το 21,37% της παγκόσμιας αγοράς υπεράκτιων χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Οι ΗΠΑ διαθέτουν κάθε είδους μηχανισμούς μυστικότητας και φοροαποφυγής για ξένους τόσο σε ομοσπονδιακό επίπεδο όσο και σε επίπεδο μεμονωμένων αμερικανικών πολιτειών.
Οπως τονίζει το Δίκτυο για τη Φορολογική Δικαιοσύνη, ορισμένοι από τους μηχανισμούς μυστικότητας που λειτουργούν σε ομοσπονδιακό επίπεδο ανάγονται στο αρκετά μακρινό παρελθόν και συγκεκριμένα στη δεκαετία του 1970. Τότε συντάχθηκαν οι σχετικές νομοθεσίες για να εξυπηρετήσουν τυχόν δυσκολίες χρηματοδότησης του αμερικανικού κράτους την εποχή του πολέμου στο Βιετνάμ. Την ίδια στιγμή, όμως, μεμονωμένες πολιτείες όπως εκείνες του Ντελαγουέαρ ή της Νεβάδας, προσφέρουν μυστικότητα στις σκοτεινές και ανώνυμες εταιρείες-κελύφη με στόχο βέβαια να υπερβούν σε αδιαφάνεια τις γειτονικές πολιτείες.
Σύμφωνα με το Δίκτυο για τη Φορολογική Δικαιοσύνη, οι ΗΠΑ έχουν επιστρατεύσει αποτελεσματικούς μηχανισμούς για να προστατεύσουν τα δικά τους οικονομικά συμφέροντα έναντι των ξένων φορολογικών παραδείσων. Οι αμερικανικές αρχές δεν έχουν, ωστόσο, ενδιαφερθεί για το γεγονός ότι το αμερικανικό τραπεζικό σύστημα προσελκύει παράνομες εισροές κεφαλαίων και διευκολύνει τη φοροδιαφυγή. Βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος οργανισμών και υπηρεσιών που προωθούν τη διαφάνεια σε παγκόσμιο επίπεδο. Η αυτόματη ανταλλαγή πληροφοριών για τον χρηματοπιστωτικό τομέα που έχει συμφωνηθεί μεταξύ των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ κατέστη εφαρμόσιμη μόνον όταν η υπερδύναμη υιοθέτησε μονομερώς ανάλογο μοντέλο. Σχεδόν αμέσως, όμως, η Ουάσιγκτον έκανε στροφή 180 μοιρών και έκτοτε αρνείται να ενημερώσει για κάθε ύποπτη συναλλαγή τις Αρχές άλλων χωρών μολονότι εξακολουθεί να λαμβάνει πληροφορίες από άλλους.
Είναι, άλλωστε, γεγονός ότι οι ΗΠΑ έχουν το μεγαλύτερο μερίδιο από όλες τις χώρες στην παγκόσμια αγορά υπεράκτιων χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, με μόνον αντάξιο ανταγωνιστή το Σίτι του Λονδίνου. Οπως επισημαίνει το Δίκτυο για τη Φορολογική Δικαιοσύνη, η μυστικότητα που προσφέρει η αμερικανική δικαιοσύνη έχει βλάψει τους πολίτες άλλων χωρών, των οποίων η οικονομική και πολιτική ελίτ χρησιμοποιεί την υπερδύναμη για να φυγαδεύσει πλούτο που συχνά έχει αποκτηθεί με αθέμιτο ή και παράνομο τρόπο.
Δέλεαρ οι φοροαπαλλαγές και το ισχυρό δολάριο
Τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα δεν υπήρχαν παρά υποτυπώδεις συμφωνίες ανταλλαγής πληροφοριών ανάμεσα στις ΗΠΑ και άλλες χώρες. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Τζον Μέιναρντ Κέινς και ο Χάρτι Ντέξτερ Γουάιτ, οι δύο αρχιτέκτονες της συμφωνίας του Μπρέτον Γουντς που προέβλεψε τη δημιουργία του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, προσπάθησαν να διασφαλίσουν διαφάνεια στις διασυνοριακές ροές κεφαλαίων. Ζήτησαν, έτσι, από τις ΗΠΑ να ενημερώνουν τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις για τα περιουσιακά στοιχεία και τα εισοδήματα των πολιτών τους, προκειμένου να βοηθήσουν όσες χώρες είχαν καταστραφεί από τον πόλεμο να συγκεντρώσουν αρκετά φορολογικά έσοδα για την ανοικοδόμησή τους.
Παρενέβη, όμως, η Ενωση Αμερικανικών Τραπεζών και σε σχετικά άρθρα του ΔΝΤ αναφέρθηκε πως δεν θα χρειάζεται πλέον συνεργασία για θέματα εκροών κεφαλαίων, απονευρώνοντας πλήρως την πρόβλεψη περί ανταλλαγής ενημέρωσης. Κάνοντας χρήση αυτού του μικρού κενού στην αμερικανική νομοθεσία, εισέρρευσε σημαντική μερίδα του παγκόσμιου πλούτου στις ΗΠΑ χωρίς να φορολογείται. Το αποτέλεσμα είναι διαφόρων ειδών φοροφυγάδες να τοποθετούν τα χρήματά τους στις ΗΠΑ.
Το 1966 αναθεωρήθηκε ο νόμος που παραχωρούσε φοροαπαλλαγές σε ξένους καταθέτες, καθώς απέβαινε εις βάρος των συμφερόντων του αμερικανικού κράτους. Αρχισε τότε μια σταδιακή ανάκληση όλων των νόμων που στοιχειοθετούσαν το τραπεζικό απόρρητο των ΗΠΑ και μετέτρεπαν τη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου σε φορολογικό παράδεισο. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας είχε, όμως, τόση πολιτική εξουσία ώστε σιγά σιγά επανέφερε όλες αυτές τις προβλέψεις και τις επέβαλε σε μόνιμη βάση. Και βέβαια τη δεκαετία του 1960 και του 1970 παγίωσε την κατάσταση ο πόλεμος των ΗΠΑ στο Βιετνάμ καθώς οδήγησε στη δημιουργία μεγάλων ελλειμμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών σε μια οικονομία με ιστορικό πλεονασμάτων. Οι ΗΠΑ χρειάζονται δάνεια για να καλύψουν αυτά τα ελλείμματα και ενδιαφέρθηκαν να προσελκύσουν παράνομα κέρδη από φοροδιαφυγή ή ακόμη και από παράνομες δραστηριότητες. Και οι ξένοι επένδυαν στις ΗΠΑ για πολλούς λόγους και όχι μόνον επειδή το δολάριο είναι το παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, αλλά και επειδή τους προσείλκυαν οι φοροαπαλλαγές και το τραπεζικό απόρρητο.
Η μακρά παράδοση του τραπεζικού απορρήτου στην Ελβετία
Η Ελβετία κατατάσσεται τρίτη στον κατάλογο των φορολογικών παραδείσων, εν μέρει και επειδή αντιπροσωπεύει το 4,12% της παγκόσμιας αγοράς υπεράκτιων χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Το Δίκτυο για τη Φορολογική Δικαιοσύνη την αποκαλεί εύστοχα «προπάτορα των φορολογικών παραδείσων». Η ιδιότητά της αυτή βασίζεται σε τρεις πυλώνες. Πρώτον, στην κακόφημη παράδοση του τραπεζικού απορρήτου, που θεσπίστηκε το 1713, όταν το Μεγάλο Συμβούλιο της χώρας υιοθέτησε κανονισμούς που απαγόρευαν στους τραπεζίτες να αποκαλύπτουν στοιχεία για την πελατεία τους. Δεύτερον, στην παράδοση της πολιτικής και πολεμικής ουδετερότητας που επισημοποιήθηκε και θεσμοθετήθηκε το 1815 στο Συνέδριο της Βιέννης. Η παράδοση αυτή είναι απότοκος της γεωγραφικής ιδιαιτερότητας της Ελβετίας, καθώς τα βουνά της αποτελούν φυσικό σύνορο ανάμεσα στα γαλλόφωνα, γερμανόφωνα και ιταλόφωνα καντόνια της, διατηρώντας τα διαχωρισμένα. Οποιαδήποτε εμπλοκή της σε πόλεμο θα εγκυμονούσε τον κίνδυνο εμφυλίου. Τρίτος πυλώνας είναι η νοοτροπία του ελβετικού λαού, που ιστορικά επιμένει να περιφρουρεί το χρηματοπιστωτικό κέντρο της χώρας του και να αποκρούει τις ξένες πολιτικές παρεμβάσεις. Η Ελβετία είναι ένα από τα μεγαλύτερα χρηματοπιστωτικά κέντρα του κόσμου και από τους μεγαλύτερους φορολογικούς παραδείσους. Πασίγνωστη ανά τον κόσμο για το τραπεζικό της απόρρητο, η αλπική χώρα έχει προσχωρήσει στη διεθνή συμφωνία για την ανταλλαγή ενημέρωσης στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές και με την κίνησή της αυτή έχει αρχίσει να διαβρώνει το τραπεζικό απόρρητο.
Ο τραπεζικός κλάδος της Ελβετίας ανέρχεται στο 467% του ΑΕΠ της χώρας.
Εκτός από τη διαχείριση κεφαλαίων και περιουσιακών στοιχείων, η Ελβετία είναι κέντρο επενδυτικών τραπεζών, ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών, πολλών hedge funds και βεβαίως πολλών μηχανισμών φοροαποφυγής για μεγάλες επιχειρήσεις. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, ο τομέας των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών αντιπροσωπεύει το 10% του ΑΕΠ της και είναι υπερδιπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Συνολικά ο τραπεζικός κλάδος της εκτιμάται με στοιχεία του 2015 πως ανέρχεται στο 467% του ελβετικού ΑΕΠ. Τα τελευταία χρόνια έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο στο καθεστώς του τραπεζικού απορρήτου υπό την πίεση των ΗΠΑ, της Ε.Ε. καθώς και άλλων χωρών. Οι παραχωρήσεις που έχει κάνει, πάντως, ως αποτέλεσμα των πιέσεων που έχουν δεχθεί οι τράπεζές της και όχι η ίδια η χώρα, δεν λειτουργούν προς όφελος των αναπτυσσόμενων χωρών.
Εν ολίγοις, οι ελβετικές αρχές και τράπεζες αρκούνται να ανταλλάσσουν πληροφορίες μόνο με πλούσιες χώρες και χώρες μεσαίου ή και υψηλού εισοδήματος, όταν είναι υποχρεωμένες να το κάνουν.