ΣτΕ Ολομ. 5/2020
Πρόεδρος: Α. Σακελλαροπούλου
Με την 5/2020 παρεμπίπτουσα απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας απερρίφθη αίτημα αναβολής της υποθέσεως. Ειδικότερα, το Δικαστήριο απεφάνθη, ομοφώνως, ως εξής:
α) Η διαγραφή με πράξη της Προέδρου του Δικαστηρίου της υποθέσεως από το πινάκιο του Δ΄ Τμήματος και η εισαγωγή της στην πρώτη δικάσιμο της Μείζονος Ολομελείας του Δικαστηρίου, λόγω της όλως εξαιρετικής σπουδαιότητάς της, με εισηγητή Σύμβουλο, ο οποίος υπηρετεί στο Δ΄ Τμήμα, που θα ήταν αρμόδιο για την εκδίκασή της, και βοηθούς εισηγητές και με σύντμηση των προθεσμιών, αποτελεί καθόλα νόμιμη ενέργεια και δεν συνιστά λόγο αναβολής της υποθέσεως (άρθρα 14 παρ. 2 και 21 παρ. 1 του πδ 18/1989 και άρθρο 12 του Κανονισμού του ΣτΕ).
β) Η χορήγηση αντιγράφων εκ του φακέλου της Διοικήσεως στην πληρεξουσία δικηγόρο του αιτούντος με πράξεις της Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας επί των σχετικών αιτήσεων έγινε κατά τα οριζόμενα στον νόμο και τον ισχύοντα Κανονισμό του Δικαστηρίου (άρθρο 18). Ειδικότερα, στην πληρεξουσία του αιτούντος χορηγήθηκαν στις 8.1.2020 αντίγραφα των εγγράφων του φακέλου που αναφέρονται και στηρίζουν την προσβαλλόμενη πράξη και συνδέονται με αυτή, ενώ τόσο η ίδια όσο και ο εξουσιοδοτηθείς από αυτή συνεργάτης της μελέτησαν επί τόπου τον φάκελο. Περαιτέρω, η μη χορήγηση αντιγράφων των εγγράφων που υπήρχαν στον φάκελο και δεν συνδέονται με την υπόθεση δεν συνιστά λόγο αναβολής, λαμβανομένου υπ’ όψει ότι έχει παρασχεθεί η δυνατότητα επιτόπιας μελέτης του φακέλου και του συνόλου των ευρισκομένων σε αυτό εγγράφων, όπως και έγινε.
γ) Ο ισχυρισμός, κατά τον οποίο δεν είναι πλήρης ο φάκελος, δεν συνιστά λόγο αναβολής της συζήτησης της υπόθεσης, δεδομένου ότι η Ολομέλεια διατηρεί τη δυνατότητα, εφόσον κατά τη διάσκεψη διαπιστωθεί σχετική ανάγκη, να αναβάλει την έκδοση οριστικής αποφάσεως και να διατάξει τη συμπλήρωση του φακέλου της υπόθεσης (άρθρο 22 παρ. 1 του πδ 18/1989 και 15 παρ. 1 του Κανονισμού του ΣτΕ).
δ) Οι πίνακες συμμετοχής καθορίζονται από τον Πρόεδρο του αρμόδιου σχηματισμού στην αρχή του δικαστικού έτους, περιλαμβάνουν τακτικά και αναπληρωματικά μέλη ανά δικάσιμο και συνιστούν εσωτερικό έγγραφο του Δικαστηρίου. Περαιτέρω, η τελική σύνθεση του Δικαστηρίου προκύπτει το πρωί της δικασίμου, ενόψει τυχόν εκτάκτων λόγων (ασθενείας κ.λπ.) και δηλώσεων κωλυμάτων εκ μέρους των δικαστικών λειτουργών (άρθρο 5 του Κανονισμού του ΣτΕ). Εν προκειμένω, ο πίνακας συμμετοχών της Ολομελείας για το έτος 2020 μετά την τήρηση της προβλεπόμενης διαδικασίας οριστικοποιήθηκε με το από 4.11.2019 έγγραφο της Προέδρου του Δικαστηρίου. Επιπλέον, από τα ορισθέντα δυνάμει των πινάκων αυτών τακτικά μέλη για τη δικάσιμο της 10ης Ιανουαρίου 2020, ο μεν Σύμβουλος … τελεί σε μακρά αναρρωτική άδεια, η δε Σύμβουλος … το πρωί της δικασίμου δήλωσε κώλυμα λόγω αιφνίδιας ασθένειας, ως εκ τούτου εκλήθησαν να συμμετάσχουν στη σύνθεση του Δικαστηρίου ως τακτικά πλέον μέλη οι ορισθείσες για τη δικάσιμο αυτή ως αναπληρωματικά μέλη Σύμβουλοι … και … Κατόπιν αυτών, το Δικαστήριο έκρινε ότι η μη γνώση της σύνθεσης πριν τη δικάσιμο δεν συνιστά λόγο αναβολής της υποθέσεως, δοθέντος ότι αυτή θα γνωστοποιηθεί στην πληρεξουσία του αιτούντος.
ε) Ο ορισμός και δευτέρου πληρεξουσίου δικηγόρου την παραμονή της δικασίμου και η επίκληση λόγου ασθενείας του δεν συνιστούν νόμιμο λόγο αναβολής, εφόσον ο αιτών διαθέτει από μακρού διορισμένη πληρεξουσία δικηγόρο, η οποία παρίσταται και τον εκπροσωπεί κατά την ορισθείσα δικάσιμο.
στ) Η κατάθεση νέας αιτήσεως ακυρώσεως την προτεραία της δικασίμου κατά ταυτάριθμης με την προσβαλλόμενη πράξεως που εξεδόθη σε ορθή επανάληψη της προσβαλλόμενης δεν συνιστά λόγο αναβολής της υποθέσεως, διότι η «ορθή επανάληψη» της προσβαλλομένης συνιστά διόρθωση προδήλου σφάλματος και όχι νέα αυτοτελή πράξη της Διοικήσεως και, εκ πρώτης όψεως, με την νέα αίτηση ακυρώσεως προβάλλονται οι ίδιοι λόγοι ακυρώσεως που εμπεριέχονται στην πρώτη αίτηση ακυρώσεως, όπως αυτή συμπληρώθηκε με το δικόγραφο προσθέτων λόγων.
ζ) Οι υποθέσεις που εισάγονται λόγω σπουδαιότητας ενώπιον της Ολομελείας, προετοιμάζονται κατά προτεραιότητα, και αναβάλλονται μόνο για σοβαρό λόγο (παρεμπίπτουσα απόφαση Ολομέλειας ΣτΕ 51/2015), στην προκειμένη δε περίπτωση, οι προβαλλόμενοι λόγοι δεν συνιστούν σοβαρούς λόγους αναβολής.
ΣτΕ Ολομ. 6/2020
Πρόεδρος: Α. Ράντος
Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, η πληρεξουσία δικηγόρος του αιτούντος αμφισβήτησε τη νομιμότητα διαφόρων διαδικαστικών επί της υποθέσεως ενεργειών της Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, ανέφερε επίσης ότι κακώς μετέχει στη σύνθεση του Δικαστηρίου Σύμβουλος της Επικρατείας για το λόγο ότι είναι «νομικός σύμβουλος» του Υπουργού Δικαιοσύνης, που είναι ο αντίδικος του αιτούντος στη συγκεκριμένη δίκη.
Με την υπ΄ αριθμ. 6/2020 παρεμπίπτουσα απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας αποφασίστηκε, ομοφώνως, ότι δεν συντρέχει λόγος εξαιρέσεως: α) της Προέδρου, δεδομένου ότι όλες οι μέχρι τώρα διαδικαστικές της ενέργειες προβλέπονται από τις κείμενες για το Δικαστήριο διατάξεις (π.δ. 18/1989, Κανονισμός του Δικαστηρίου-Απόφαση 19/2013 του Συμβουλίου της Επικρατείας σε Ολομέλεια και Συμβούλιο, ΦΕΚ Β΄ 2462, όπως ισχύει), σε κανένα δε σημείο η όλη συμπεριφορά της στην υπόθεση δεν γεννά οποιαδήποτε υπόνοια μεροληψίας, β) του Συμβούλου …, ο οποίος με το βαθμό του Παρέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας αποσπάστηκε για τη στελέχωση της Ειδικής Νομικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης με προεδρικό διάταγμα της 5.12.2012, δυνάμει της διάταξης του άρθρου 10 παρ. 10 του ν. 2331/1995 όπως ίσχυε. Η απόσπαση αυτή έγινε κατόπιν απόφασης του ΑΔΣΔΔ, με την οποία η εν λόγω διάταξη κρίθηκε συμπορευόμενη με το Σύνταγμα. Η απόσπαση παρατάθηκε με το από 16.4.2015 προεδρικό διάταγμα για τη στελέχωση του Γραφείου Νομοθετικής Πρωτοβουλίας του Υπουργείου, έγινε δε κατόπιν αποφάσεως του ΑΔΣΔΔ. Τέλος, η απόσπαση παρατάθηκε εκ νέου με το προεδρικό διάταγμα της 17.3.2016 για επτά (7) ακόμη μήνες, κατόπιν αποφάσεως του ΑΔΣΔΔ. Όπως προκύπτει από τα τηρούμενα στην Υπηρεσία στοιχεία, η απόσπαση αυτή διεκόπη οριστικά στις 7.11.2016, οπότε και επέστρεψε στο Δικαστήριο. Εν προκειμένω, δηλαδή, η εν λόγω απόσπαση του ήδη Συμβούλου είχε λήξει σε χρονικό σημείο που απέχει πολύ από τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης (19.12.2019) αλλά και από την έναρξη της όλης διαδικασίας έκδοσης του αιτούντος, ο οποίος συνελήφθη στην Ελλάδα στις 25.7.2017.
ΣτΕ Ολομ. 7/2020
Πρόεδρος: Α. Σακελλαροπούλου
Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο η πληρεξουσία δικηγόρος του αιτούντος υπέβαλε αίτημα αναβολής, άλλως διακοπής για νέα δικάσιμο, το οποίο απερρίφθη ομοφώνως, με την αιτιολογία ότι οι προβαλλόμενοι με το αίτημα αυτό λόγοι αναβολής έχουν ήδη απορριφθεί με τις υπ’ αριθμ. 5 και 6/2020 παρεμπίπτουσες αποφάσεις του Δικαστηρίου. Τέλος, ο λόγος ότι η υπόθεση πρέπει να αναβληθεί, προκειμένου να πραγματοποιηθεί η συζήτηση σε συνθήκες νηφαλιότητας και μη κόπωσης του Δικαστηρίου και των παραγόντων της δίκης, απερρίφθη, διότι η πρόοδος της διαδικασίας επαφίεται στην κρίση του Δικαστηρίου.
ΣτΕ Ολομ. 8/2020
Πρόεδρος: Α. Ράντος
Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο η πληρεξουσία δικηγόρος του αιτούντος υπέβαλε αίτηση εξαιρέσεως της Προέδρου του Δικαστηρίου, η οποία απερρίφθη ομοφώνως με την υπ’ αριθμ. 8/2020 παρεμπίπτουσα απόφαση του Δικαστηρίου, με την αιτιολογία ότι τα πλείστα των τιθεμένων ζητημάτων ετέθησαν ήδη στο Δικαστήριο κατά την εξέταση του ζητήματος τυχόν συνδρομής λόγου εξαιρέσεως ή αποχής από τη συζήτηση που έθεσε η ίδια η Πρόεδρος και επί των οποίων ήδη αποφάνθηκε το Δικαστήριο με τις υπ’ αριθμ. 5 και 6/2020 παρεμπίπτουσες αποφάσεις του.
ΣτΕ Ολομ. 14α/2020
Προέδρος: Α. Ράντος
Επί των προβληθέντων με το κατατεθέν, μετά τη συζήτηση και εντός της χορηγηθείσης από την Πρόεδρο προθεσμίας από 16.1.2020, υπόμνημα αιτημάτων, το Δικαστήριο με την υπ’ αριθμ. 14α/2020 παρεμπίπτουσα απόφασή του απεφάνθη ότι:
1) είναι απορριπτέο το αίτημα χορήγησης νέας προθεσμίας υπομνήματος, διότι: α) η δυνατότητα αυτή δεν προβλέπεται από την ισχύουσα για το Συμβούλιο της Επικρατείας νομοθεσία, β) κατά γενική δικονομική αρχή, κανένα αίτημα υποβαλλόμενο μετά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, και μάλιστα αίτημα που αφορά παράταση προθεσμίας που χορηγήθηκε εξίσου σε όλους τους διαδίκους, δεν γίνεται δεκτό, δεδομένου ότι, προεχόντως, θα παραβίαζε τις αρχές της ισότητας των διαδίκων και της κατ’ αντιμωλία συζήτησης των υποθέσεων (βλ. την υπ’ αριθμ. 109/1996 παρεμπίπτουσα απόφαση της Ολομελείας του Δικαστηρίου σε συμβούλιο).
2) είναι απορριπτέο το αίτημα νέας συζήτησης της υποθέσεως λόγω επιγενόμενης αλλαγής στη σύνθεση του Δικαστηρίου που ανέκυψε λόγω κωλύματος της Προέδρου του Δικαστηρίου να μετάσχει στη διάσκεψη, δεδομένου ότι ο νόμος (άρθρο 8 παρ. 1 του π.δ. 18/1989) ρητώς προβλέπει ότι τυχόν εν τω μεταξύ κωλυόμενο ή και ελλείπον μέλος αναπληρώνεται από ήδη μετέχοντα για το σκοπό αυτό αναπληρωματικά μέλη της σύνθεσης.
3) είναι απορριπτέα τα αιτήματα αποχής από τη σύνθεση της Προέδρου και του Αντιπροέδρου … λόγω αναγγελίας για την πρώτη υποψηφιότητας για τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας και για τον δεύτερο της κατόπιν τούτου άσκησης καθηκόντων προεδρεύοντος στο Δικαστήριο, προεχόντως, διότι τα ως άνω εκτιθέμενα, αναγόμενα σε μεταβολές μη συνδεόμενες με την υπόθεση, κατ’ ουδένα τρόπο συνιστούν λόγο αποχής από την εκδίκασή της.
4) είναι απορριπτέο το παράπονο ότι δεν χορηγήθηκε στην πληρεξουσία δικηγόρο έγγραφο με τη σύνθεση του Δικαστηρίου που δίκασε τη συγκεκριμένη υπόθεση, διότι το έγγραφο αυτό της χορηγήθηκε. Παρά δε τη χορήγηση αυτή και τη γνώση, πλέον, των ονομάτων των δικαστών δεν υποβλήθηκε, έστω και εκ των υστέρων άλλο αίτημα εξαιρέσεως. Εξάλλου, η συγκεκριμένη σύνθεση του Δικαστηρίου προέκυψε με βάση τον, κατά το άρθρο 5 του Κανονισμού του Δικαστηρίου, συντασσόμενο από την Πρόεδρο από την αρχή του δικαστικού έτους πίνακα συμμετοχών στην Ολομέλεια, ο οποίος αποτελεί εσωτερικό έγγραφο του Δικαστηρίου και ο οποίος, εν προκειμένω, τηρήθηκε. Σε κάθε περίπτωση τα ονόματα όλων των Συμβούλων της Επικρατείας (53 συνολικά) από τους οποίους συγκροτείται η εξ είκοσι επτά μελών Ολομέλεια είναι αναρτημένα στην επίσημη ιστοσελίδα του Συμβουλίου της Επικρατείας και προσιτά στον οποιονδήποτε διάδικο ή πολίτη, ο οποίος κατόπιν τούτου μπορεί ακώλυτα να ασκήσει το δικαίωμά του να ζητήσει την εξαίρεση δικαστή εκ των προτέρων, αν θεωρεί ότι συντρέχει στο πρόσωπό του σχετικός λόγος. Για τον αυτό λόγο πρέπει να απορριφθεί και το παράπονο ότι δεν της χορηγήθηκε χρονικό διάστημα κατά τη διάρκεια της συζήτησης της υποθέσεως για να ταξινομήσει τα έγγραφά της, δεδομένου ότι το αίτημα αυτό που μάλιστα δεν προβλέπεται από τον Κανονισμό του Δικαστηρίου, ικανοποιήθηκε και της χορηγήθηκε υπερεικοσάλεπτο χρονικό διάστημα. Άλλωστε, η επί της ουσίας αγόρευση της πληρεξουσίας για την υπόθεση υπερέβη κατά πολύ το συνήθως διατιθέμενο προς τούτο χρονικό διάστημα και διήρκεσε πλέον των δύο ωρών.
5) είναι αβάσιμο το παράπονο αλλαγής της σειράς εκθέματος κατά τη συζήτηση των υποθέσεων, διότι η σημειωθείσα μικρή αντιμετάθεση επιμέρους υποθέσεων ανάγεται στην ευχέρεια του διευθύνοντος τη συζήτηση, είναι συνήθης πρακτική για το Δικαστήριο, γίνεται για να εξυπηρετηθούν ανακύπτουσες υπηρεσιακές ανάγκες (αλλαγή σύνθεσης λόγω κωλύματος κ.λπ.) ή ανάγκες ομαδοποιήσεως διαφορετικών αλλά συναφών υποθέσεων με διαφορετικό εισηγητή, ή άλλες ανάγκες (πρόταξη υποθέσεων κ.λπ.) και δεν επηρεάζουν σε τίποτα την ουσία της εκδίκασης της υπόθεσης.