Στα “σκαριά” βρίσκεται μια πιο επιθετική μείωση των εισφορών των επιχειρήσεων, πέραν εκείνης του 0,9% που προβλέπει για φέτος τον Ιούνιο το ασφαλιστικό νομοσχέδιο που έχει δημοσιοποιήσει ο υπουργός Εργασίας κ. Γιάννης Βρούτσης.
Ασφαλείς πληροφορίες του “Κεφαλαίου” αναφέρουν πως οι εισηγήσεις που υπάρχουν στο τραπέζι του υπουργείου Εργασίας προβλέπουν μείωση 2% έως κατά 4,55% των εργοδοτικών εισφορών υγείας (ΕΟΠΥΥ) από το 2021. Οι σχετικές, όμως, κατ’ αρχάς αποφάσεις θα ληφθούν τον ερχόμενο Απρίλιο, οπότε θα συμφωνηθεί μεταξύ κυβέρνησης και “θεσμών” το νέο, τετραετές Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Πολιτικής για το 2020-2023.
“Όχημα” της σχεδιαζόμενης μεγάλης αυτής μείωσης θα είναι, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, η θέσπιση ενός σταθερού, ανεξάρτητα από τις μικτές αποδοχές των μισθωτών, ασφαλίστρου υγείας γύρω στα 55 ευρώ/μήνα, όπως θα ισχύσει από φέτος για τους ελεύθερους επαγγελματίες, οι οποίοι θα επιλέξουν την 1η ασφαλιστική κατηγορία εισφορών (155 ευρώ για κύρια σύνταξη, 55 ευρώ για υγεία).
Μάλιστα, ένα από τα σενάρια που εξετάζονται είναι να αναλάβουν εξολοκλήρου οι ίδιοι οι μισθωτοί την καταβολή του ασφαλίστρου αυτού –όπως θα ισχύσει και για τους αυτασφαλισμένους επαγγελματίες– και έτσι όχι απλώς και μόνο θα ελαφρύνουν τους εργοδότες από το σχετικό κόστος, αλλά ακόμα και θα τους απαλλάξουν πλήρως από τις εισφορές υγείας του προσωπικού τους.
Kέρδος για τους επιχειρηματίες
Το όφελος από μία τέτοια μείωση του μη μισθολογικού κόστους για τις επιχειρήσεις τους θα ήταν έως και τετραπλάσιο σε σχέση με τη μείωση 0,9%, η οποία θα ισχύσει τον ερχόμενο Ιούνιο (και δεκαπλάσιο από τη μείωση 0,45% των εργοδοτικών εισφορώντον ίδιο μήνα).
Οι δε απώλειες στα έσοδα από εισφορές στον προϋπολογισμό του ΕΟΠΥΥ από την ελάφρυνση ή ακόμα και απαλλαγή των εργοδοτών από τις εισφορές υγείας των εργαζομένων τους θα μπορούσαν να καλυφθούν με την αύξηση της κρατικής επιχορήγησης προς αυτόν (και έτσι θα αποφύγουν οι μισθωτοί οποιαδήποτε επιπλέον επιβάρυνση), όπως ήδη προβλέπει σχετική νομοθεσία από το 2011, την αύξηση της απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα αλλά και της εισπραξιμότητας των εισφορών των επαγγελματιών και των αγροτών λόγω της εισαγωγής του νέου συστήματος, το οποίο θα ισχύσει από φέτος.
Πολιτική προτεραιότητα
Μάλιστα, ο υπουργός Οικονομικών, κ. Χρήστος Σταϊκούρας, ανήγγειλε, την προηγούμενη εβδομάδα, νέο γύρο ακόμα πιο μεγάλων μειώσεων των ασφαλιστικών εισφορών μισθωτών το 2021, θέτοντας το εν λόγω ζήτημα ως προτεραιότητα στο σχέδιο ελαφρύνσεων. Ως εκ τούτου, δεν αποκλείεται να υπάρξει πρόσθετη κίνηση φέτος, εφόσον βρεθεί τους επόμενους μήνες ο δημοσιονομικός χώρος, αλλά και προηγηθεί η μείωση του ΕΝΦΙΑ και της εισφοράς αλληλεγγύης.
Το σχεδιαζόμενο μοντέλο
Υπενθυμίζεται πως με βάση το υφιστάμενο “καθεστώς”, οι εργοδότες καταβάλλουν εισφορές για την υγεία (ιατροφαρμακευτική περίθαλψη – ΕΟΠΥΥ) του προσωπικού τους, οι οποίες αντιστοιχούν στο 4,55% των μικτών αποδοχών τους. Οι δε μισθωτοί καταβάλλουν το 2,55%.
Έτσι για μισθωτό, για παράδειγμα, με μεικτές αποδοχές 2.000 ευρώ/μήνα, ο εργοδότης, για εισφορές υγείας, καταβάλλει το ποσό των 91 ευρώ/μήνα (4,55% Χ 2.000 ευρώ), ενώ ο ασφαλισμένος 51 ευρώ/μήνα (2,55% Χ 2.000 ευρώ). Συνολικά, λοιπόν, οι εισφορές υγείας για τον μισθωτό του παραπάνω παραδείγματος, ανέρχονται σε 142 ευρώ/μήνα (91 ευρώ οι εργοδοτικές και 51 ευρώ οι εργατικές).
Σε περίπτωση που υλοποιούνταν το σχέδιο θέσπισης σταθερού ασφαλίστρου υγείας για όλους τους μισθωτούς, αντί για συνολικά 142 ευρώ/μήνα, θα καταβάλλονταν 55 ευρώ/μήνα.
Συγκεκριμένα:
– Ο εργοδότης, σύμφωνα με το ίδιο σενάριο, θα απαλλασσόταν πλήρως από την καταβολή των 91 ευρώ/μήνα, με συνέπεια την αντίστοιχη αύξηση της ρευστότητας της επιχείρησής του.
– Ο ασφαλισμένος θα έπρεπε να πληρώσει μόνος του 55 ευρώ αντί για 51 ευρώ/μήνα. Προκειμένου, όμως, να μην επιβαρυνθεί επιπλέον ο ασφαλισμένος με 4 ευρώ/μήνα ή 0,25%, το ίδιο σχέδιο προβλέπει την κάλυψη αυτής της “προσωπικής διαφοράς” από την κρατική χρηματοδότηση. Με άλλα λόγια, ο ασφαλισμένος θα πληρώνει στον ΕΟΠΥΥ τα 51 ευρώ/μήνα, τα οποία θα πληρώνει και με βάση το υφιστάμενο “καθεστώς”, ενώ το κράτος θα καλύπτει στον προϋπολογισμό του ΕΟΠΥΥ τη διαφορά των 4 ευρώ/μήνα.
To δημοσιονομικό κόστος
Αν η κυβέρνηση αποφασίσει να εισαγάγει ένα τέτοιο σύστημα εισφορών υγείας και για τους μισθωτούς,τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημοσίου τομέα, ο ΕΟΠΥΥ θα εισπράττει ετησίως το ποσό των 1,6 δισ. ευρώ αντί των 2,5 δισ. ευρώ που εισπράττει με βάση το υφιστάμενο “καθεστώς”. Συνεπώς, θα προκύψει η απώλεια εσόδων ύψους 900 εκατ. ευρώ.
Ωστόσο, η απώλεια αυτή, η οποία, όμως, αναμένεται να μικραίνει χρόνο με τον χρόνο, καθώς προβλέπεται αύξηση του πλήθους απασχολούμενων και έτσι των εσόδων από εισφορές, θα καλυφθεί από μία αντίστοιχη αύξηση της κρατικής επιχορήγησης.
Η αύξηση αυτή, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, είναι εφικτή για δύο λόγους. Κατά πρώτον, νόμος του 2011 προβλέπει την κρατική επιχορήγηση ύψους 0,6% του ΑΕΠ, η οποία αντιστοιχεί στα σημερινά δεδομένα σε 900 εκατ. ευρώ. Άρα υπάρχει το νομικό “υπέδαφος” για την αύξηση της χρηματοδότησης στον ΕΟΠΥΥ, ενώ στους θεμέλιους λίθους του υφιστάμενου ασφαλιστικού βρίσκεται η αρχή για ενιαίες εισφορές-ενιαίες παροχές για όλους τους ασφαλισμένους, η οποία δεν έχει ισχύσει στην πράξη καθώς οι ασφαλισμένοι έχουν ίδιες παροχές υγείας, χωρίς να πληρώνουν τις ίδιες σχετικές εισφορές.
Κατά δεύτερον, από τη μείωση 4,55% (ουσιαστικά κατάργηση) των εργοδοτικών εισφορών υγείας θα ωφεληθεί και το κράτος, καθώς και αυτό καταβάλλει σχετικές εισφορές για τους δημοσίους υπαλλήλους.
Έτσι, θα γλίτωνε ο κρατικός Προϋπολογισμός ποσό της τάξεως των 400 εκατ. ευρώ, τα οποία θα μπορούσε να διοχετευθούν απευθείας (δηλ. χωρίς τη “μεσολάβηση” της παρακράτησης επί των μικτών αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων) στον ΕΟΠΥΥ. Τα υπόλοιπα 500 εκατ. ευρώ (έτσι ώστε να κλείσει η “τρύπα” των 900 εκατ. ευρώ λόγω της μείωσης-κατάργησης των εργοδοτικών εισφορών υγείας) θα μπορούσαν να προέλθουν αφενός από μια άμεση αύξηση της τακτικής επιχορήγησης και αφετέρου από την αναμενόμενη αύξηση της εισπραξιμότητας των νέων εισφορών των επαγγελματιών, αλλά και από μια αναδιοργάνωση των κοινωνικών επιδομάτων.
Το όφελος για 260.000 επιχειρήσεις στον ιδιωτικό τομέα από μια τέτοια μείωση των εργοδοτικών εισφορών υγείας θα έφτανε τα 700 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση, τα οποία θα μπορούσαν να ενισχύσουν την ρευστότητά τους, τις επενδύσεις, αλλά και την αύξηση του προσωπικού τους.