ΤρΕφΑθ 3526/2019
Παροχή επενδυτικών συμβουλών – Τράπεζα – Ευθύνη παρέχοντος υπηρεσίες – Αδικοπραξία -.
Ευθύνη Τράπεζας από την παροχή επενδυτικών συμβουλών από τους προστηθέντες της. Προϋποθέσεις αδικοπρακτικής ευθύνης. Προστασία καταναλωτή. Προϋποθέσεις θεμελιώσεως της ευθύνης παρέχοντος υπηρεσίες. Παρέχων υπηρεσίες μπορεί να είναι και τράπεζα. Ο βλαπτόμενος και υφιστάμενος τη ζημία δύναται με αγωγή να αξιώσει την αποκατάστασή της. Αρχές που προβλέπονται στον Κώδικα δεοντολογίας ΕΠΕΥ. Υποχρέωση της τράπεζας κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών για παροχή ορθών και πλήρων συμβουλών. Ενημέρωση του καταναλωτή με τρόπο εύλογα κατανοητό και με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια. Συμβουλές προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του εκάστοτε πελάτη. Ευθύνη εντολοδόχου.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αριθμός Απόφασης 3526/2019
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
(13° Τμήμα – Ενοχικό)
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Κυριάκο Φώσκολο, Πρόεδρο Εφετών, Κορνηλία Πανούτσου, Αικατερίνη Ντελή – Εισηγήτρια, Εφέτες και τον Γραμματέα Ιωάννη Διαμαντόπουλο.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 21 Φεβρουαρίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση, στην οποία διάδικοι είναι:
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΕΣ : 1) … και 2) … κάτοικοι αμφότεροι Θεσσαλονίκης επί της οδού Δημοκρίτου αριθ. 15, τους οποίους εκπροσώπησε στο Δικαστήριο, βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔικ, ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Μιχαήλ Μαρκουλάκος (Α.Μ Δ.Σ. Αθηνών 080275), ο οποίος κατέθεσε το υπ’ αριθ. Π1893886 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ Αθηνών.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΕΣ : 1) Η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» (Α.Φ.Μ .) που εδρεύει στην Αθήνα επί της οδού Σταδίου αριθ. 40 και εκπροσωπείται σύμφωνα με το νόμο και 2) Η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ASSET MANAGEMENT ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΕΩΣ ΑΜΟΙΒΑΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ» (Α.Φ.Μ .), που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού Πεσματζόγλου αριθ. 12 – 14 και εκπροσωπείται σύμφωνα με το νόμο, ως καθολική διάδοχος, διά συγχωνεύσεως με απορρόφηση, της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ», τις οποίες εκπροσώπησε στο Δικαστήριο, βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔικ, ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Νικόλαος ΚΑΝΕΛΛΙΑΣ (Α.Μ Δ.Σ. Αθηνών 11528), που κατέθεσε το υπ’ αριθ. Π1878085 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ Αθηνών.
Οι ενάγοντες άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 23/11/2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2015 αγωγή τους, ζητώντας τα αναφερόμενα σε αυτή. Το παραπάνω Δικαστήριο εξέδωσε, κατά την τακτική διαδικασία και αντιμωλία των διαδίκων, την υπ’ αριθ. 3689/2017 οριστική απόφαση του, με την οποία απέρριψε ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσβάλουν, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες, με την από 30/11/2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου 60./2017 [αριθμός έκθεσης κατάθεσης δικογράφου και προσδιορισμού δικασίμου ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ./2017) έφεση τους, δικάσιμος για τη συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε η αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, οπότε και η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα με τη σειρά της εκ του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν εμφανίστηκαν αλλά παραστάθηκαν βάσει δηλώσεων, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔικ, και προκατέθεσαν έγγραφες προτάσεις.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Η από 30/11/2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ./2017 (αριθμός έκθεσης κατάθεσης και προσδιορισμού ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ./2017] έφεση των ηττηθέντων πρωτοδίκως εναγόντων κατά των νικησάντων πρωτοδίκως εναγομένων και της υπ’ αριθ. 3689/2017 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο δίκασε τη διαφορά αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διαδικασίες και είναι εμπρόθεσμη, εφόσον προκύπτει, από τα έγγραφα που προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως, ότι η μεν εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στους εκκαλούντες ενάγοντες την 1/11/2017 (σχ. η κατ’ άρθρο 139 παρ. 3 του ΚΠολΔικ επισημείωση του δικαστικού επιμελητή επί του επιδοθέντος αντιγράφου της έφεσης που προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως οι εκκαλούντες), το δε πρωτότυπο του δικογράφου κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στις 30/11/2017, δηλαδή εντός της προθεσμίας των τριάντα (30] ημερών από την ως άνω επίδοση της εκκαλουμένης. Αρμοδίως δε φέρεται ενώπιον αυτού του δικαστηρίου, ενώ, για το παραδεκτό της, έχει κατατεθεί το απαιτούμενο παράβολο (υπ’ αριθ. . e-παράβολο) των εκατόν πενήντα (150) ευρώ (άρθρα 495 παρ. 1, 4, 511, 513 παρ. 1β, 516, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1,19 ΚΠολΔικ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την αυτή ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔικ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έχουν κατατεθεί από τις πληρεξούσιες δικηγόρους των διαδίκων τα παράβολα προκαταβολής εισφορών και ενσήμων (άρθρο 61 παρ. 1 και 4 του ν. 4139/2013) ως αυτά αναφέρονται παραπάνω στα εισαγωγικά της παρούσας.
Οι ενάγοντες, με την από 23/11/2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2015 αγωγή τους, που άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ισχυρίστηκαν, κατά τη δέουσα εκτίμηση του δικογράφου αυτής, ότι είναι σύζυγοι και έως την πρόσφατη συνταξιοδότηση τους ασχολούνταν ο μεν πρώτος με την εμπορία σιδήρου και την επεξεργασία μετάλλου, μέσω ατομικής επιχείρησης που διατηρούσε στον Εύοσμο Θεσσαλονίκης, στην οποία πλέον τον διαδέχθηκε ο υιός του, η δε δεύτερη με τα οικιακά. Ότι από το έτος 1992 τύγχαναν αμφότεροι πελάτες της τράπεζας «ΙΟΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ», η οποία, το έτος 2000, συγχωνεύθηκε διά απορροφήσεως από την πρώτη εναγομένη τράπεζα «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ». Ότι και μετά την ανωτέρω συγχώνευση συνέχισαν την συνεργασία τους με την τράπεζα «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», μέσω του υποκαταστήματος της στην ʼνω Τούμπα Θεσσαλονίκης (οδός . – κατ/μα .), όπου και διατηρούσαν προθεσμιακές καταθέσεις, που αποτελούσαν το προϊόν των αποταμιεύσεων τους από την άσκηση της οικογενειακής επιχείρησης τους. Ότι, στις 23/11/2004, ο πρώτος εξ αυτών, ενεργώντας εξ ονόματος και για λογαριασμό και της δεύτερης συζύγου του, σύνηψε με την παραπάνω εναγομένη τράπεζα, καθώς και με την εταιρεία «ΑΛΦΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ», που ανήκε στον όμιλο αυτής και αμφότερες αποτελούσαν την υπηρεσία «ALFA PRIVATE ΒΑΝΚ», καθολική διάδοχος, διά απορροφήσεως, της οποίας είναι η ήδη δεύτερη εναγομένη εταιρεία «ΑΛΦΑ ASSET MANAGEMENT ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΕΩΣ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ», την υπ’ αριθ. Ρ. Σύμβαση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, αορίστου χρόνου, της οποίας το αντικείμενο, όπως διαμορφώθηκε βάσει και των προφορικών συμφωνιών μεταξύ των συμβαλλομένων, που λειτουργούσαν συμπληρωματικά, ήταν η συμβουλευτική και εκτελεστική διαχείριση των χρημάτων τους, δηλαδή μία σύνθετη σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών και λήψης και διαβίβασης/εκτέλεσης των εντολών τους, με τις εναγόμενες να λειτουργούν, μέσω των προστηθέντων τους, ως διαχειριστές επενδυτικοί σύμβουλοι, έχοντας αναλάβει να συνιστούν επενδυτικές αποφάσεις και να τις εκτελούν μόνο κατόπιν σχετικής εντολής τους, συμμορφούμενες προς τους κανόνες, κανονισμούς, και τις συνήθειες που ισχύουν σε Χρηματιστήρια και Αγορές χρεογράφων και λοιπών τίτλων σε σχέση με χρηματιστηριακές συναλλαγές και αγοραπωλησίες χρεογράφων, μετοχών και τίτλων πάσης φύσεως γενικά. Ότι προέβησαν στην κατάρτιση της εν λόγω συμβάσεων αφού προηγουμένως ο Διευθυντής του ανωτέρω υποκαταστήματος της πρώτης εναγομένης, …, τους προσέγγισε και τους πρότεινε μία πιο συμφέρουσα, σε σχέση με τις προθεσμιακές καταθέσεις, τοποθέτηση των αποταμιεύσεων τους, σε προγράμματα που θα τους έδιναν την δυνατότητα επιστροφής οποτεδήποτε των χρημάτων τους, μέσω του ευέλικτου και δυναμικού επενδυτικού σχήματος της υπηρεσίας «ALFA PRIVATE ΒΑΝΚ», το οποίο ήταν το ενδεδειγμένο γι’ αυτούς καθώς διέθεταν μεγάλο κεφάλαιο, πλέον του 1.500.000 ευρώ, εμπιστευόμενοι την αξιοπιστία και φερεγγυότητα της πρώτης εναγομένης, ως και εκ της πολυετούς συνεργασίας τους με αυτήν και πεισθέντες στις διαβεβαιώσεις του Διευθυντή του υποκαταστήματος ότι το εξειδικευμένο προσωπικό της πιο πάνω υπηρεσίας θα τους κατηύθυνε στις πλέον συντηρητικές, εξασφαλισμένων αποδόσεων και κεφαλαίου τοποθετήσεις των χρημάτων τους, σύμφωνα με το προφίλ τους. Ότι αμφότεροι είχαν εξ αρχής δώσει την εντολή στους προστηθέντες υπαλλήλους της υπηρεσίας των εναγομένων «ALFA PRIVATE ΒΑΝΚ» να μην προβούν σε κινδυνώδεις επενδυτικές κινήσεις για να μπορούν ανά πάσα στιγμή να αναλαμβάνουν τα χρήματα τους στο ακέραιο, προκειμένου αφενός να έχουν ένα σταθερό και εξασφαλισμένο εισόδημα, αφετέρου το αρχικό κεφάλαιο να μην υπόκειται σε οποιονδήποτε κίνδυνο. Ότι οι προστηθέντες των εναγομένων, οι οποίοι γνώριζαν το συντηρητικό αποταμιευτικό προφίλ τους, τους διαβεβαίωσαν για την ασφαλή τοποθέτηση των χρημάτων τους, προβάλλοντας και τονίζοντας την τεχνογνωσία και την εγνωσμένη εμπειρία τους στο χώρο των χρηματαγορών, αλλά και το όνομα, το κύρος και τη φερεγγυότητα της υπηρεσίας private bank. Ότι, μέσα στα πλαίσια λειτουργίας της ανωτέρω σύμβασης, οι υπάλληλοι των εναγομένων, με τους οποίους, ως καταναλωτές, κατά την έννοια του ν. 2251/1994, κατήρτισαν την ανωτέρω σύμβαση που περιελάμβανε και παροχή επενδυτικών συμβουλών, στις 10/1/2006, προέβησαν στην αγορά ομολογιακών τίτλων εκδόσεως της εταιρείας «ASPIS FINANCE PLC» : ISIN X. με τίμημα 556.325 ευρώ, ποσό με το οποίο χρεώθηκε ο υπ’ αριθ. … κοινός λογαριασμός τους, οι οποίοι απώλεσαν την αξία τους, με αποτέλεσμα να απωλέσουν και αυτοί το χρηματικό ποσό, που διέθεσαν για την αγορά του, από υπαιτιότητα των προστηθέντων των εναγομένων. Ότι, ειδικότερα, οι τελευταίοι (α) αγόρασαν τους εν λόγω ομολογιακούς τίτλους άνευ οιασδήποτε εντολής τους (των εναγόντων), β) προώθησαν αυτούς στους ενάγοντες ως επένδυση που ενέχει ελάχιστο κίνδυνο, χωρίς να τους διαθέσουν το ενημερωτικό δελτίο της έκδοσης, εκ του οποίου θα πληροφορούνταν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της έκδοσης, αλλά και χωρίς να τους παράσχουν πληροφορίες ως προς αυτά και συγκεκριμένα για το ότι (ί) η εκδότρια ήταν η εδρεύουσα στο Ηνωμένο Βασίλειο ειδικού σκοπού εταιρεία «ASPIS FINANCE PLC», η οποία ήταν μηδενικής αξιοπιστίας καθόσον δεν απασχολούσε υπαλλήλους, δεν είχε οικονομική δραστηριότητα και περιουσιακά στοιχεία και ιδρύθηκε από την τράπεζα «ASPIS ΒΑΝΚ», προς το σκοπό δανειοδότησης αυτής, μέσω των ομολογιακών τίτλων, (ii) η τράπεζα «ASPIS ΒΑΝΚ» παρείχε στην εκδότρια την αμετάκλητη εγγύηση της για το ομολογιακό δάνειο υπό τον όρο της μειωμένης εξασφάλισης, δηλαδή της ικανοποίησης των κατόχων των ομολογιών μετά από την ικανοποίηση των λοιπών πιστωτών της σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή πτώχευσης της ίδιας ή της εκδότριας, (iii) η «ASPIS ΒΑΝΚ», κατά τον Δεκέμβριο του 2005, ήτοι σε χρόνο προγενέστερο της έκδοσης των ομολογιακών τίτλων, είχε αξιολογηθεί από τον διεθνή οίκο αξιολόγησης Fitch ως ΒΒ+ σε μακροπρόθεσμη κλίμακα, Β σε βραχυπρόθεσμη πιστοληπτική διαβάθμιση και C/D σε χρηματοοικονομική θέση, (iv) κατά το χρόνο έκδοσης των ομολογιακών τίτλων η αξιολόγηση για την διαπραγμάτευση τους στο χρηματιστήριο του Λουξεμβούργου, ήταν χαμηλής πιστοληπτικής ικανότητας και (ν) η πρώτη εναγομένη τράπεζα ήταν κύρια ανάδοχος της ομολογιακής έκδοσης και ως εκ τούτου υφίστατο σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ αυτής και των εναγόντων ως επενδυτών. Ότι θα είχαν αρνηθεί να επενδύσουν τα χρήματα τους στους εν λόγω ομολογιακούς τίτλους, αν γνώριζαν τα ανωτέρω χαρακτηριστικά αυτών. Ότι με την προεκτεθείσα παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά τους, οι εναγόμενες τους προκάλεσαν ζημία, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούνται αποζημίωση, ίση με το ανωτέρω ποσό που διέθεσαν για την αγορά των ομολογιακών τίτλων, καθώς και ηθική βλάβη, για την ικανοποίηση της οποίας δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, οι ενάγοντες, επικαλούμενοι, κατ’ εκτίμηση, κυρίως αδικοπρακτική ευθύνη των εναγομένων, λόγω της υπαίτιας παράβασης των υποχρεώσεων τους που απέρρεαν από την σύμβαση παροχής επενδυτικών -συμβουλευτικών υπηρεσιών που είχαν συνάψει και από τον Κώδικα Δεοντολογίας των εταιριών παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.) σε συνδυασμό με την παράβαση των διατάξεων των άρθρων 281 και 288 του ΑΚ και επικουρικά αδικοπρακτική ευθύνη, λόγω της παραβίασης των διατάξεων του νόμου για την προστασία του καταναλωτή και όλως επικουρικά, ενδοσυμβατική ευθύνη αυτών, από την πλημμελή εκπλήρωση της σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών από μέρους τους, λόγω της μη παροχής με αντικειμενικό τρόπο των απαραίτητων εξηγήσεων και συμβουλών, κατ’ άρθρο 729 ΑΚ, ζήτησαν να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να τους καταβάλλουν, ευθυνόμενες εις ολόκληρον η καθεμία το ποσό των 556.325 ευρώ, ως αποζημίωση για τη θετική ζημία που αυτοί υπέστησαν, συνιστάμενη στην απώλεια των χρημάτων που διέθεσαν για να αποκτήσουν τους ομολογιακούς τίτλους, καθώς και το ποσό των 15.000 ευρώ σε καθένα για την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης τους, αμφότερα τα ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την ολοσχερή εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, εξέδωσε την υπ’ αριθ. 3689/2017 εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία, αφού έκρινε νόμιμη την αγωγή, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 2.1, 2.2, 2, 3, 5, 2.7, 3.1, 3.2, 3.3, 4.3, 6-1, 6.2, 7.1, 7.2 του ισχύοντος κατά τον επίδικο χρόνο Κώδικα Δεοντολογίας των ΕΠΕΥ, που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο της υπ’ αριθ. 12263/Β.500/11-4-1997 (ΦΕΚ Β’ 340/24-4-1997) απόφασης του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 7 παρ. 1 του ν. 2396/1996, καθώς και στα άρθρα 2 παρ. 1, 2 στ’, 6, 3 παρ. 1, 13,16, 17 παρ. 1 και 5, 22 του ν. 2396/1996, άρθρα 11 παρ. 1 και 24 του ν. 2076/1992, στην Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος με αριθμό 250/31-10-2002, στα άρθρα 1 παρ. 3, 4, 8 παρ. 1, 2 εδαφ. β’, 4 του ν. 2251/1994 και στα άρθρα 297, 298, 299, 361, 713, 714, 718, 330, 334, 281, 288,914,922,932 εδαφ. α’ του ΑΚ και 907, 908 παρ. 1, 176 του ΚΠολΔικ, απέρριψε αυτήν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι ενάγοντες, με την κρινόμενη έφεση τους, για τους περιεχόμενους σ’ αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνιση της, με σκοπό να γίνει δεκτή στο σύνολο της η αγωγή τους.
III. Α) Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξεως, Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Η παράλειψη ως όρος της αδικοπραξίας συντρέχει, όταν υπήρχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προφύλαξης του προσβληθέντος δικαιώματος ή συμφέροντος και αποτροπής του ζημιογόνου αποτελέσματος. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει, είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή της καλής πίστεως, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ (ΑΠ 118/2006, ΑΠ 831/2005, ΑΠ 174/2005, δημοσιευμένες στην Η.Τ.Ν.Π «ΝΟΜΟΣ»).
Είναι δυνατό μια ζημιογόνος ενέργεια, πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Τούτο συμβαίνει, όταν η ενέργεια αυτή, καθ’ εαυτή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στο γενικό καθήκον, που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας υπαίτια ζημία σε άλλον (ΑΠ 1028/2015, ΑΠ 1738/2013, δημοσιευμένες στην Η.Τ.Ν.Π «ΝΟΜΟΣ»).
Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Οι ως άνω προϋποθέσεις, στις οποίες θεμελιώνεται αστική ευθύνη σε αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας, δεν διαφέρουν από εκείνες, η συνδρομή των οποίων επάγεται την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 του ν. 2251/1994, που, μεταξύ άλλων, ρυθμίζει και τις περιπτώσεις ευθύνης λόγω παροχής τραπεζικών επενδυτικών υπηρεσιών, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος της τράπεζας χαρακτηρίζεται ως καταναλωτής, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 3 του ίδιου παραπάνω νόμου, όπως δεν αμφισβητείται ότι συμβαίνει, με το πρόσωπο που μετέχει στην συγκεκριμένη σχέση ως αποδέκτης των υπηρεσιών, χωρίς να διαθέτει οποιουδήποτε είδους εξειδίκευση, επιχειρώντας να καλύψει προεχόντως ανάγκες ασφαλούς τοποθέτησης του κεφαλαίου του (ΑΠ 2212/2014, ΑΠ 1227/2007, δημοσιευμένες στην Η.Τ.Ν.Π «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑΘ 787/2013 ΔΕΕ 2014. 251, Καράκωστας «Οι γενικοί όροι των τραπεζικών συναλλαγών», εκδ. 2001 σελ 28-35, του ιδίου «Ο αποδέκτης τραπεζικών υπηρεσιών ως καταναλωτής» ΧρΙΔ 2003. 97 επ., Αυγητίδης «0 αποδέκτης των επενδυτικών υπηρεσιών ως καταναλωτής» ΕπισκΕΔ 2001. 286). Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 8 του ίδιου νόμου (2251/1994), όπως αυτό ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο (10/1/2006), ήτοι πριν από την τροποποίηση του με το άρθρο 10 παρ. 1 ν. 3587/2007 ορίζονται τα ακόλουθα : 1. Ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε ζημία που προκάλεσε υπαιτίως κατά την παροχή των υπηρεσιών. 2. Δεν είναι υπηρεσία, με την έννοια αυτού του άρθρου, παροχή η οποία έχει ως άμεσο και αποκλειστικό αντικείμενο την κατασκευή προϊόντων ή τη μεταβίβαση εμπραγμάτων δικαιωμάτων ή δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας. 3. Ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας. 4. Ο παρέχων της υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης υπαιτιότητας. Για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα : α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με το βαθμό επικινδυνότητας της, β) η εξωτερική μορφή της υπηρεσίας, γ) ο χρόνος παροχής της υπηρεσίας, δ) η ελευθερία δράσης που αφήνεται στο ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, ε) το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μείονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και στ) το αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος. 5. Μόνη η ύπαρξη ή δυνατότητα τελειότερης υπηρεσίας κατά το χρόνο παροχής της υπηρεσίας ή μεταγενέστερα δεν συνιστά υπαιτιότητα. 6. Οι διατάξεις για τη συνυπευθυνότητα, τη μείωση ή άρση της ευθύνης και την απαγόρευση απαλλακτικών ρητρών των παραγράφων 10,11 και 12 του άρθρου 6 εφαρμόζονται αναλογικά και στην ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες. Από τις ανωτέρω διατάξεις, οι οποίες αποτελούν εξειδικευμένη ρύθμιση αδικοπρακτικής ευθύνης, προκύπτει ότι η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες, ο οποίος κατά την έννοια της άνω διατάξεως δύναται να είναι και Τράπεζα, έναντι του πελάτη της ή άλλου με αυτή συμβεβλημένου προσώπου μπορεί να είναι είτε ενδοσυμβατική είτε αδικοπρακτική, ανεξάρτητα από προϋφιστάμενη ενοχική σχέση μεταξύ παρέχοντας τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος. Προϋποθέσεις για τη θεμελίωση ευθύνης σε βάρος του παρέχοντος υπηρεσίες είναι οι παρακάτω : α) παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών στα πλαίσια άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, β) υπαιτιότητα του παρέχοντος υπηρεσίες κατά την παροχή υπηρεσίας, η οποία τεκμαίρεται διότι εισάγεται νόθος αντικειμενική ευθύνη (ΟλΑΠ 18/1999, δημοσιευμένη στην Η.Τ.Ν.Π «ΝΟΜΟΣ») και ο παρέχων έχει το βάρος απόδειξης της έλλειψης της. Ως κριτήρια για την εκτίμηση της ύπαρξης υπαιτιότητας αναφέρονται στο νόμο η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών, γ) παράνομο. Η συμπεριφορά του παρέχοντος υπηρεσίες θα πρέπει ν’ ανταποκρίνεται στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, δηλαδή στις συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας που επιβάλλουν οι κανόνες της επιστήμης ή τέχνης του, δ) Ζημία με βάση το γενικό δίκαιο της αποζημίωσης και ε) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ παροχής της υπηρεσίας και ζημίας. Εφόσον συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις, ο βλαπτόμενος και υφιστάμενος ζημία δύναται με αγωγή κατά του παρέχοντος τις υπηρεσίες (η οποία δεν αποκλείει την κοινή αδικοπρακτική ούτε την ενδοσυμβατική ευθύνη κατά τον ΑΚ) ν’ αξιώσει την αποκατάσταση της (ΑΠ 589/2001, δημοσιευμένη στην Η.Τ.Ν.Π «ΝΟΜΟΣ»). Ειδικότερα, η παράνομη συμπεριφορά του παρέχοντος δεν συναρτάται με το πραγματικό περιεχόμενο της υποχρέωσης του, προς αποφυγή των κινδύνων, αλλά με την έλλειψη ασφάλειας των υπηρεσιών, που θεμιτά δικαιούται να αναμένει ο καταναλωτής, καθώς και με την οικοδόμηση της εμπιστοσύνης του στη συγκεκριμένη αγορά υπηρεσιών, δηλαδή με την παραβίαση της υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας, που όφειλε κατά το νόμο ή τη σύμβαση ή την καλή πίστη κατά τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις και μπορούσε να λάβει μέσα στη σφαίρα επιρροής του, κάτω από ομαλές προβλέψιμες συνθήκες, σε τρόπο ώστε οι παρεχόμενες από αυτόν υπηρεσίες, χρησιμοποιούμενες από τον καταναλωτή, να μη θέτουν σε κίνδυνο τα συμφέροντα του τελευταίου και ιδίως την ακεραιότητα της πίστης και της ασφαλούς παροχής υπηρεσιών, που τελικά είναι το προστατεύσιμο δικαίωμα. Επίσης προκύπτει ότι φορέας παροχής υπηρεσιών είναι και η Τράπεζα. Τούτο διότι, από την ευρεία διατύπωση της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 4 περιπτ. α’ του ν. 2251/1994 δεν συνάγεται οποιαδήποτε πρόθεση του νομοθέτη να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου τις τραπεζικές συναλλαγές που απευθύνονται είτε σε ιδιώτες είτε σε επαγγελματίες (ΑΠ 1849/2017 δημοσιευμένη στην Η.Τ.Ν.Π «ΝΟΜΟΣ»). Εξάλλου, με τις πρώτη, τρίτη, τέταρτη και έβδομη αρχές του Κώδικα Δεοντολογίας των Ε.Π.Ε.Τ., που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο της υπ’ αριθ. 12263/β.500/11-4-1997 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας (ΦΕΚ Β/ 340/24-4-1997), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 7 παρ. 1 του Ν. 2396/1996, τα άρθρα 1- 31 του οποίου καταργήθηκαν ήδη από 1-11-2007, με το άρθρο 85 Ν. 3606/2007, ορίσθηκαν τα ακόλουθα : Πρώτη αρχή : Οι εταιρείες και τα καλυπτόμενα πρόσωπα θα λαμβάνουν κάθε ενδεικνυόμενο μέτρο και θα ενεργούν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς. Τρίτη αρχή : Οι εταιρείες που κατά το νόμο παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να ενημερώνονται σχετικά με την οικονομική κατάσταση, τους στόχους και την εμπειρία των πελατών τους στον τομέα των επενδύσεων, ούτως ώστε να παρέχουν τις κατάλληλες επενδυτικές συμβουλές. Τέταρτη αρχή: Οι εταιρείες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα θα γνωστοποιούν στους πελάτες τους όλες τις απαραίτητες και χρήσιμες πληροφορίες στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων τους με αυτούς. Έβδομη αρχή: Οι εταιρείες και τα απασχολούμενα από αυτές φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν να λειτουργούν μέσα στα πλαίσια της νομοθεσίας που ρυθμίζει την άσκηση των δραστηριοτήτων τους, έτσι ώστε να προστατεύονται τα συμφέροντα των πελατών τους και να εξασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία της αγοράς. Σύμφωνα με τις διατάξεις του καταργηθέντος σήμερα Κανονισμού αυτού Δεοντολογίας των Εταιριών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΚΔΕΠΕΥ), ο οποίος τύγχανε εφαρμοστέος κατά τον χρόνο συνομολόγησης της επίδικης σύμβασης, κύρια υποχρέωση της τράπεζας, κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, είναι, (εκτός των όσων προελέχθηκαν), κατ’ αρχήν, η παροχή ορθών και πλήρων συμβουλών. Η ενημέρωση του καταναλωτή θα πρέπει να γίνεται με τρόπο εύλογα κατανοητό και με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια, πράγμα που σημαίνει ότι η τράπεζα οφείλει να λαμβάνει υπόψη της, την οικονομική κατάσταση, τους στόχους, τη μόρφωση, τις γνώσεις και την εμπειρία του επενδυτή για το αντικείμενο της επενδύσεως (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Επίσης, οι συμβουλές θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένες τόσο στο πρόσωπο του πελάτη όσο και στο αντικείμενο της επενδύσεως (άρθρο 6.1 ΚΔΕΠΕΥ). Σύμφωνα με την αρχή της καταλληλότητας η τράπεζα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών συμπροσδιορίζεται και από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, ώστε θα πρέπει στο πλαίσιο της παροχής της συμβουλής ν να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδύνευσης (άρθρο 6.2 ΚΔΕΠΕΥ). Ο δεύτερος πόλος, στον οποίο οφείλει να προσαρμόζεται η διαδικασία της επενδυτικής, συμβουλής, είναι το αντικείμενο της επένδυσης. Εδώ εντάσσονται πληροφορίες που αφορούν γενικά την αγορά, πληροφορίες για το αντικείμενο της επένδυσης, για την οικονομική κατάσταση και την φερεγγυότητα του εκδότη των προτεινομένων τίτλων. Οι συμβουλές του παρέχοντος επενδυτικές υπηρεσίες θα πρέπει να είναι θεμελιωμένες σε επιμελή έρευνα. Η τράπεζα και κάθε ΕΠΕΥ οφείλει να προμηθεύεται τις πλέον επίκαιρες πληροφορίες για την απόδοση, τη ρευστότητα και την ασφάλεια της προτεινόμενης επενδύσεως. Ιδιαίτερα αυξημένο είναι το καθήκον της τράπεζας ή της ΕΠΕΥ για έρευνα ή ενημέρωση στις περιπτώσεις ιδιαίτερα επικίνδυνων ή πολύπλοκων επενδύσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι η τράπεζα πρέπει να αποτρέψει τον επενδυτή από μία επικίνδυνη επένδυση αλλά οφείλει να καταστήσει σε αυτόν συνειδητό τον κίνδυνο, στον οποίο εκτίθεται. Στόχος των εν λόγω υποχρεώσεων, που βαραίνουν τις τράπεζες ή τις ΕΠΕΥ, δεν είναι η επιτυχία της επένδυσης, αλλά η εκ μέρους τους καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας για την εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης, διαφώτισης, έρευνας και παροχής κατάλληλης συμβουλής. Με βάση, επομένως, τις διατάξεις του εν λόγω νόμου, δημιουργούνται ενδεικτικά ζητήματα ευθύνης μιας τράπεζας, αν δεν εφιστά εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν πραγματοποιεί, με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων της, τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κίνησης των κινητών αξιών που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, αν δεν ενημερώνει με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Η παράβαση των προβλεπομένων στις διατάξεις του εν λόγω Κανονισμού Δεοντολογίας ΕΠΕΥ συνιστά παρανομία, υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ Εφόσον, επομένως, η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα τράπεζα σε αποζημίωση. ʼλλωστε, συναφές περιεχόμενο έχει και ο μεταγενέστερα εκδοθείς Ν. 3606/2007, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 3756/2009, με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό, νομικό σύστημα η κοινοτική Οδηγία 2004/39/ΕΚ, γνωστή ως MiFID, η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ (ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 244/2016, ΑΠ 1028/2015, ΑΠ 1738/2013, δημοσιευμένες στην Η.Τ.Ν.Π «ΝΟΜΟΣ»). Τέλος, από τη συναλλακτική σχέση που δημιουργείται μεταξύ τράπεζας και πελάτη προκύπτουν τόσο γενικής φύσης υποχρεώσεις, όσο και ειδικής, οι οποίες έχουν τη βάση τους σε συγκεκριμένη σχέση. Τούτο συμβαίνει κυρίως για τους εξής λόγους : α) η τράπεζα είναι επαγγελματίας και γνώστης της αγοράς χρήματος, με ευρύτατη πληροφόρηση στον χρηματοπιστωτικό τομέα, λόγω δε της θέσης της αυτής, μπορεί να προκύψει υποχρέωση της να καταστήσει τον πελάτη της κοινωνό ορισμένων πληροφοριών ή να του παράσχει συμβουλές, β) από τη συμπεριφορά της τράπεζας εξαρτάται πολλές φορές ακόμη και η οικονομική κατάσταση του πελάτη της, γ) οι σχέσεις τράπεζας και πελάτη έχουν εμπιστευτικό και άρα ιδιαίτερα ευαίσθητο χαρακτήρα, δεδομένου ότι η τράπεζα γνωρίζει πολλά προσωπικά και ενδεχομένως απόρρητα στοιχεία του πελάτη της, δ) τα πιστωτικά ιδρύματα δεν είναι απλές εμπορικές επιχειρήσεις, αλλά επιτελούν σημαντικότατη λειτουργία στην εθνική οικονομία κάθε χώρας διότι χρηματοδοτούν το εμπόριο και τη βιομηχανία. Η θέση αυτή των τραπεζών τους επιβάλλει την υποχρέωση ομαλής και καλόπιστης συνεργασίας τους με τους πελάτες τους και ε) η τράπεζα έχει κατά κανόνα μεγαλύτερη οικονομική ισχύ από τον πελάτη της. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η θέση της τράπεζας είναι κατά πολύ πλεονεκτικότερη από αυτή των πελατών της, πράγμα που δικαιολογεί τη δημιουργία αυξημένης υποχρέωσης προστασίας των συμφερόντων των πελατών της, η οποία εξειδικεύεται με βάση και τις ειδικές συνθήκες κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης. Και τούτο γιατί μεταξύ τράπεζας και πελάτη δημιουργείται μία εξειδικευμένη σχέση εμπιστοσύνης αλλά εν μέρει και εξάρτησης του πελάτη καθόσον, όπως προαναφέρθηκε η τράπεζα έχει ειδικές γνώσεις των συνθηκών της αγοράς, καθώς και ευρύτατο φάσμα πληροφοριών. Από τη γενική αυτή υποχρέωση απορρέει αφενός η ειδικότερη υποχρέωση της τράπεζας να μην επιδιώκει μονομερώς την πρόταξη των ατομικών της συμφερόντων καθώς και ότι η υπό ευρεία έννοια παροχή της πρέπει να τελεί σε σχέση αναλογίας με την αιτούμενη από τον πελάτη της αντιπαροχή και αφετέρου η ειδικότερη υποχρέωση ενημέρωσης και παροχής συμβουλών, ανάλογα και με τις συγκεκριμένες συνθήκες και το επίπεδο γνώσεων του πελάτη της. Έτσι η τράπεζα έχει υποχρέωση όταν είναι πρόδηλο ότι ο συγκεκριμένος πελάτης δεν αντιλαμβάνεται τους κινδύνους από τη σκοπούμενη συναλλαγή ή όταν η τράπεζα γνωρίζει ορισμένα γεγονότα, πού αν γνώριζε ο πελάτης της, πιθανότατα δεν θα προέβαινε στη σύναψη της. Αντίστοιχα ισχύουν σχετικά με την υποχρέωση της τράπεζας για παροχή συμβουλών σε περίπτωση που το ζητήσει ο πελάτης και το αποδεχθεί η τράπεζα [Ν. Ρόκα «Στοιχεία τραπεζικού δικαίου» 2002 σελ. 352, Ψυχομάνη «Τραπεζικό δίκαιο – Δίκαιο τραπεζικών συμβάσεων Γενικό Μέρος» 2008 σελ 31 επ.). Περαιτέρω, στο πλαίσιο όλων εν γένει των τραπεζικών συμβάσεων γεννώνται πέραν των υποχρεώσεων των μερών για κύρια παροχή και επιπρόσθετες παρεπόμενες υποχρεώσεις, τις οποίες υπαγορεύει και προσδιορίζει κατά περιεχόμενο η προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ αρχή της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, διευρύνοντας το περιεχόμενο της ενοχής. Επομένως και αυτές οι υποχρεώσεις, παρότι προβλέπονται στο νόμο στο περιθώριο της ενοχής, δεν παύουν να θεωρούνται (καινά είναι] συμβατικές, με συνέπεια η παράβαση τους να συνιστά πλημμελή εκπλήρωση της παροχής (Ψυχομάνης ό.π., σελ 33, Σταθόπουλος σε Γεωργιάδη – Σταθοπούλου Α.Κ άρθρο 288 αρ. 23]. Η παραπάνω αρχή λειτουργεί τόσο ως συμπληρωματική των δικαιοπρακτικών βουλήσεων ρήτρα, όσο και ως διορθωτική αυτών, στις περιπτώσεις όπου η συνδρομή ειδικών συνθηκών επιβάλλει παρέκκλιση από την αρχική ρύθμιση της ενοχικής σχέσης (ΟλΑΠ 927/1982 ΝοΒ 31,214, Σταθόπουλος, ό.π. αρ. 14). Εξάλλου, λόγω της προαναφερόμενης σχέσης ιδιαίτερης εμπιστοσύνης που χαρακτηρίζει κάθε τραπεζική σύμβαση και έχει ως γενικό περιεχόμενο την πίστη κυρίως του πελάτη της τράπεζας ότι αυτή θα πράξει ότι είναι αναγκαίο για την εξυπηρέτηση και την προστασία των οικονομικών του συμφερόντων, αλλά και της ίδιας της τράπεζας ότι ο πελάτης της συμπεριφέρεται απέναντι της με ειλικρίνεια και διάθεση να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για εκπλήρωση των υποχρεώσεων που αναλαμβάνει, η εφαρμογή των αρχών της καλής πίστης (288 Α.Κ) προσλαμβάνει ιδιαίτερα ευρύ περιεχόμενο και ένταση στα πλαίσια των τραπεζικών συναλλαγών. Οι αρχές αυτές επιβάλλουν τόσο στα διαπραγματευόμενα όσο και στα συμβαλλόμενα μέρη την τήρηση συμπεριφοράς ανταποκρινόμενης στην ιδιαιτερότητα της αμοιβαίας εμπιστοσύνης των μερών. Κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων (197-198 Α.Κ.) η σχέση εμπιστοσύνης, ως απόρροια της εφαρμογής της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, αφορά οπωσδήποτε στις γενικές υποχρεώσεις διαφώτισης και προστασίας. Η πρώτη έχει ως αντικείμενο την παροχή πληροφοριών και διευκρινίσεων σχετικά με το περιεχόμενο της σκοπούμενης σύμβασης, ώστε να διαφυλάσσεται η συμβατική ελευθερία, δηλαδή να μην επηρεάζεται από άγνοια η βούληση του άλλου μέρους, κατά τη σύναψη της σύμβασης και τη διαμόρφωση του περιεχομένου της. Η δεύτερη αφορά στην λήψη μέτρων προστατευτικών των απολύτων εννόμων αγαθών, αλλά και της περιουσίας του άλλου μέρους. Κατά το στάδιο της συμβατικής δέσμευσης, η σχέση εμπιστοσύνης επιβάλλει στην τράπεζα τις γενικές «υποχρεώσεις» αφενός της τήρησης εξαιρετικής επιμέλειας ως προς την εξυπηρέτηση του αντισυμβαλλόμενου πελάτη της και αφετέρου, σε περιπτώσεις σύγκρουσης συμφερόντων, της πρόταξης του συμφέροντος αποκλειστικά του πελάτη της. Ο τελευταίος οφείλει επίσης από την πλευρά του να επιδεικνύει ιδιαίτερα ειλικρινή συμπεριφορά και επιμέλεια. Η παράβαση αυτών των υποχρεώσεων, που θεωρούνται επίσης συμβατικές, συνεπάγεται, βεβαίως, ενδοσυμβατική ευθύνη του παραβάτη (Ψυχομάνης, ό.π., σελ 35 επ.). Ειδικότερη παράβαση των αρχών της καλής πίστης μπορεί να αποτελέσει και η εκμετάλλευση της υπερέχουσας θέσης της τράπεζας έναντι του πελάτη της και μάλιστα με την χρησιμοποίηση μεθοδεύσεων μη ανταποκρινόμενων στην εντιμότητα και την ειλικρίνεια των συναλλαγών, με αποτέλεσμα τη συνομολόγηση υπέρ αυτής συμβατικών όρων που διαταράσσουν υπέρμετρα την ισορροπία σε βάρος του πελάτη, με συνεκτίμηση βέβαια της φύσης των αγαθών και των υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύμβαση. Εξάλλου, το παράνομο της αδικοπρακτικής ευθύνης συντρέχει και όταν παραβιάζεται η γενική υποχρέωση ασφάλειας και προστασίας των προσώπων και αγαθών με τα οποία η συμπεριφορά ενός κοινωνού του δικαίου έρχεται ή μπορεί να έλθει σε επαφή ή άλλως «το επιβαλλόμενο γενικό καθήκον του μη υπαιτίως ζημιούν άλλον». Την υποχρέωση να τηρείται η εν λόγω συμπεριφορά επιβάλλουν οι γενικές ρήτρες, που καθιερώνουν τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών και που απαγορεύουν την καταχρηστική άσκηση των δικαιωμάτων ή της γενικής ελευθερίας δράσης (ιδίως 281 και 288 ΑΚ). Την επιβάλλει ακόμα το πνεύμα της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, αλλά και το γενικότερο πνεύμα της νομοθεσίας μας που καθιερώνει για κάθε άτομο γενικές υποχρεώσεις συμπεριφοράς. Το κυριότερο δε, κριτήριο, με βάση το οποίο θα κρίνεται αν υπάρχει ή όχι τέτοια υποχρέωση (που η παράβαση της θα σήμαινε παρανομία), είναι η αντικειμενική συναλλακτική καλή πίστη (ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22. 505, ΑΠ 4617/2012 δημοσιευμένη στην Η.Τ.Ν.Π «ΝΟΜΟΣ», Μ. Σταθόπουλος «Γενικό Ενοχικό Δίκαιο» 2004 σελ 798 επ.).
Β) Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 713 και 714 ΑΚ προκύπτει ότι ο εντολοδόχος οφείλει να διεξάγει την ανατεθείσα σ’ αυτόν υπόθεση, να πράξει, δηλαδή, για λογαριασμό του εντολέα του καθετί που υποσχέθηκε και επιβάλλει η φύση της υπόθεσης, ευθυνόμενος έναντι του εντολέα για κάθε πταίσμα. Έτσι, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης της σύμβασης ή πλημμελούς εκπλήρωσης ή παράβασης των νομίμων υποχρεώσεων αξιώνεται, όχι ο μειωμένος βαθμός επιμέλειας των λοιπών χαριστικών συμβάσεων (δόλος ή βαριά αμέλεια), αλλά, λόγω του εμπιστευτικού χαρακτήρα της εντολής, η αυξημένη επιμέλεια κοινού οφειλέτη και υποχρεούται ο εντολοδόχος να ανορθώσει την οφειλόμενη σε πταίσμα του θετική ή αποθετική ζημία του εντολέα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 207, 298, 330 και 335 ΑΚ. Η σύμβαση εντολής μπορεί να συναφθεί και σιωπηρώς (158, 713 ΑΚ), λόγω δε του προσωπικού και εμπιστευτικού χαρακτήρα της, ο εντολοδόχος μπορεί να αναλάβει τη διεξαγωγή της υπόθεσης του εντολέα, είτε ύστερα από παράκληση του, είτε ακόμη και από δική του πρωτοβουλία, εφόσον ο εντολέας γνωρίζει τούτο και δεν αντιλέγει.
IV. Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα των εναγομένων – εφεσίβλητων στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη, απομαγνητοφωνημένα πρακτικά συνεδρίασης εκείνου του Δικαστηρίου, την με αριθμό ./13-3-2017 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα … ενώπιον του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης …, η οποία λήφθηκε με επιμέλεια των εναγόντων – εκκαλούντων, ύστερα από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων τους, εναγομένων – εφεσίβλητων (σχ. οι προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως από τους ενάγοντες – εκκαλούντες με αριθμούς . και . από 8/3/2017 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …), την με αριθμό ./8-3-2017 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα … ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης …, η οποία λήφθηκε με επιμέλεια των εναγομένων – εφεσίβλητων, ύστερα από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων τους, εναγόντων – εκκαλούντων με επίδοση σχετικής κλήσης στον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Μιχαήλ Μαρκουλάκο (σχ. η προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από τις εναγόμενες – εφεσίβλητες με αριθμό . από 2/3/2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …) και από όλα γενικά τα έγγραφα, που επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά παρακάτω, χωρίς, όμως, να έχει παραλειφθεί κάποιο, για την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς (ΑΠ 342/2016, ΑΠ 491/2015, ΑΠ 751/2014, ΑΠ 256/2013, ΑΠ 122/2013, δημοσιευμένες στην Η.Τ.ΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Οι ενάγοντες -εκκαλούντες, οι οποίοι είναι σύζυγοι, γεννήθηκαν το έτος 1950, ο πρώτος από αυτούς και το έτος 1954 η δεύτερη και είναι κάτοικοι Θεσσαλονίκης. Ήδη από το έτος 1992 ο πρώτος ενάγων – εκκαλών, ο οποίος, έως την 31/12/2014, διατηρούσε ατομική επιχείρηση εμπορίας σιδήρου και επεξεργασίας μετάλλου στον . Θεσσαλονίκης, συνεργαζόταν, αντιπροσωπεύοντας και την σύζυγο του, δεύτερη ενάγουσα – εκκαλούσα, η οποία ασχολούταν με τα οικιακά, με την τράπεζα «ΙΟΝΙΚΗ & ΛΑΪΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε» καθολική διάδοχος της οποίας, διά συγχωνεύσεως, είναι η πρώτη εναγομένη – εφεσίβλητη ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» (σχ. το προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως από τους ενάγοντες – εκκαλούντες ΦΕΚ 2950/26-4-2000 Τ ΑΕ & ΕΠΕ), με την οποία αυτός συνέχισε να συνεργάζεται, ατομικά αλλά και για λογαριασμό της συζύγου του, και μετά την ως άνω συγχώνευση. Ειδικότερα, οι ενάγοντες – εκκαλούντες διατηρούσαν στο υποκατάστημα της τελευταίας στην Θεσσαλονίκη, επί της οδού … στην ., προθεσμιακές καταθέσεις των χρημάτων από την επιχειρηματική δραστηριότητα της ατομικής επιχείρησης τους, τις οποίες ανανέωναν επί σκοπώ αποταμίευσης των οικονομιών τους. Στα πλαίσια αυτά είχε αναπτυχθεί σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ των εναγόντων – εκκαλούντων και των προστηθέντων της πρώτης εναγόμενης – εφεσίβλητης, καθόσον μάλιστα αμφότεροι διαθέτουν στοιχειώδεις γνώσεις και δη ο μεν πρώτος ενάγων – εκκαλών είναι απόφοιτος εξατάξιου γυμνασίου, η δε δεύτερη ενάγουσα – εκκαλούσα ασχολούταν πάντοτε με τα οικιακά. Περί τα τέλη του έτους 2004, προστηθέντες της πρώτης εναγομένης – εφεσίβλητης τράπεζας, καθώς και της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία, «ΑΛΦΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ», καθολική διάδοχος της οποίας, λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση, είναι η δεύτερη εναγομένη – εφεσίβλητη, ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία, «ΑΛΦΑ ASSET MANAGEMENT ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΕΩΣ ΑΜΟΙΒΑΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ» (σχ. τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως από τους ενάγοντες -εκκαλούντες υπ’ αριθ. 14721 και 14722 από 24/12/2009 ΦΕΚ Τ. ΑΕ&ΕΠΕ), προσέγγισαν τον πρώτο ενάγοντα – εκκαλούντα, προκειμένου να του προωθήσουν επενδυτικές υπηρεσίες, μέσω του τμήματος «ALPHA PRIVATE ΒΑΝΚ», το οποίο οι ανωτέρω εταιρείες είχαν συστήσει και ήταν εξειδικευμένο σε επενδύσεις σε χρηματοοικονομικά προϊόντα. Ειδικότερα, σε μία τακτική επίσκεψη του πρώτου ενάγοντα – εκκαλούντα στο παραπάνω κατάστημα της πρώτης εναγομένης τράπεζας στην . στη Θεσσαλονίκη, με σκοπό την ανανέωση κάποιων προθεσμιακών καταθέσεων του, τον προσέγγισε ο Διευθυντής του καταστήματος …, ο οποίος του παρουσίασε τις υπηρεσίες του ανωτέρω τμήματος και του εξήγησε ότι, μέσω αυτών των υπηρεσιών, θα μπορούσε να επενδύσει τα χρήματα του σε πιο αποδοτικά και ευέλικτα προγράμματα, με υψηλότερο επιτόκιο σε σχέση με τις προθεσμιακές καταθέσεις και με δυνατότητα αποδέσμευσης του κεφαλαίου του οποτεδήποτε, βάσει των κατευθύνσεων του εξειδικευμένου και έχοντος ειδικές γνώσεις προσωπικού του τμήματος αυτού. Ο πρώτος ενάγων – εκκαλών επισήμανε στον ανωτέρω Διευθυντή την βούληση του για ασφαλή τοποθέτηση των χρημάτων του, με εξασφάλιση του κεφαλαίου του και αποφυγή επενδύσεων που ενέχουν κίνδυνο απώλειας αυτού και ακολούθως, πεισθείς από τις διαβεβαιώσεις του τελευταίου ότι, μέσω των εξειδικευμένων υπηρεσιών του τμήματος «ALPHA PRIVATE ΒΑΝΚ» και των υπαλλήλων του, οι οποίοι, κατά τους ισχυρισμούς του, διέθεταν την τεχνογνωσία και την εγνωσμένη εμπειρία στο χώρο των χρηματαγορών, οι προστηθέντες των εναγομένων – εφεσίβλητων θα προέβαιναν στην πλέον ασφαλή και αποδοτική τοποθέτηση των χρημάτων του, αποφάσισε, ενεργώντας και για λογαριασμό της συζύγου του, δεύτερης ενάγουσας – εκκαλούσας, να συνεργαστεί με το ως άνω τμήμα. Κρίσιμο κριτήριο για τη λήψη της απόφασης αυτής υπήρξε από την μεν πλευρά του ενάγοντος – εκκαλούντος η σχέση εμπιστοσύνης που είχε εδραιωθεί μεταξύ αυτού και της πρώτης εναγομένης – εφεσίβλητης τράπεζας, ως εκ της μακροχρόνιας συνεργασίας του με αυτήν (σχ. η κατάθεση του μάρτυρα … που περιλαμβάνεται στην υπ’ αριθ. ./13-3-2017 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης .), από τη δε πλευρά των εναγομένων – εφεσίβλητων το ότι επρόκειτο για έναν υψηλού κεφαλαίου καταθέσεων πελάτη (σχ. η ένορκη κατάθεση του μάρτυρα των εναγομένων – εφεσίβλητων … στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στην 1η σελίδα του 2ου φύλλου των απομαγνητοφωνημένων πρακτικών δημόσιας συνεδρίασης). Ακολούθως, οι ενάγοντες – εκκαλούντες κατάρτισαν με την πρώτη εναγομένη – εφεσίβλητη τράπεζα «ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία, «ΑΛΦΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», η οποία, όπως ήδη προεκτέθηκε, συγχωνεύθηκε με απορρόφηση της από τη δεύτερη εναγομένη εταιρεία «ΑΛΦΑ ASSET MANAGEMENT ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΕΩΣ ΑΜΟΙΒΑΙΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ», εκπροσωπούμενες από την υπάλληλο … και αποτελούσες την υπηρεσία «ALPHA PRIVATE ΒΑΝΚ», την με αριθμό ./23-11-2004 σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, με την οποία ανέθεσαν στις εταιρίες αυτές την παροχή προς τους ίδιους επενδυτικών υπηρεσιών αντί αμοιβής. Ειδικότερα, οι εν λόγω εταιρείες ανέλαβαν την επ’ αμοιβή κατάρτιση συναλλαγών επί του χαρτοφυλακίου των ανωτέρω επενδυτών – εναγόντων – εκκαλούντων, σύμφωνα με τις εντολές τους, επί όλων των χρηματοπιστωτικών μέσων, που αναφέρονται στην παρ. Ια (I) του άρθρου 2 του ν. 2396/1996 (άρθρα 2 και 10). Η διάρκεια της σύμβασης ορίστηκε αορίστου χρόνου, με ημερομηνία ενάρξεως αυτής την ημερομηνία κατά την οποία οι ανωτέρω εταιρείες θα παραλάμβαναν από τους επενδυτές τις αξίες που συνιστούσαν τα αρχικά στοιχεία του ενεργητικού του χαρτοφυλακίου, άλλως και εφόσον είχαν ήδη παραλάβει τις προαναφερθείσες αξίες, η ημερομηνία υπογραφής της (άρθρο 5). Η εντολή των επενδυτών μπορούσε να δοθεί στις εταιρείες εγγράφως, τηλεφωνικώς, με τηλεομοιοτυπία (φαξ), τηλέτυπο ή με κάθε ηλεκτρονικό μέσο, υπό τον όρο της ύπαρξης υπολοίπου στον λογαριασμό αυτών και έπρεπε να είναι σαφής και να περιγράφει με την μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια το αντικείμενο της (άρθρο 6.1). Επίσης, στην σύμβαση ορίστηκε μεταξύ άλλων, ότι λόγω των μη προβλέψιμων στην αγορά διακυμάνσεων, οι αντισυμβαλλόμενες των εναγόντων – εκκαλούντων εταιρίες δεν εγγυώνται οποιοδήποτε αποτέλεσμα της επενδυτικής εντολής αυτών, ούτε θα ευθύνονται για οποιαδήποτε συναφή ζημία των επενδυτών, καθώς και ότι δεν αναλαμβάνουν οποιαδήποτε ευθύνη για την πιθανή ζημία, που τυχόν θα υποστούν οι επενδυτές από συναλλαγή που καταρτίστηκε, ως αποτέλεσμα εκτέλεσης της εντολής τους, ενώ οι τελευταίοι δήλωσαν ότι οποιαδήποτε εντολή που δίνεται προς τις εταιρίες είναι απόρροια της ελεύθερης επιλογής τους, χωρίς να εξαρτάται από επενδυτικές συστάσεις ή συμβουλές αυτών (άρθρο 8 παρ. 1 και 2). Επιπροσθέτως, οι ενάγοντες – εκκαλούντες υπέγραψαν και δύο παραρτήματα της παραπάνω σύμβασης και συγκεκριμένα, το Παράρτημα Α υπό τον τίτλο «Επενδυτικοί κίνδυνοι που αναλαμβάνει ο επενδυτής» και το Παράρτημα Β υπό τον τίτλο «Πρόσθετοι Παράγοντες Αξιολογήσεως Επενδύσεων σε αγορές του εξωτερικού». Με το πρώτο παράρτημα αφενός γνωστοποιήθηκαν στους ενάγοντες – εκκαλούντες οι διάφορες μορφές επενδυτικών κινδύνων που αναλαμβάνουν με τη συμμετοχή τους στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου, ούτως ώστε να μπορούν αυτοί να διαμορφώνουν επαρκή, αντικειμενική και ακριβή άποψη ως προς τις αποδόσεις των εκάστοτε επιλεγόμενων τοποθετήσεων, αφετέρου έγινε σύσταση σε αυτούς να επιδιώκουν την τακτική ενημέρωση τους ως προς την πορεία και τις εξελίξεις των αγορών που τους ενδιαφέρουν και να επικοινωνούν με ειδικούς ιδίως πριν από τη λήψη επενδυτικών αποφάσεων. Με το δεύτερο παράρτημα οι ενάγοντες- εκκαλούντες ενημερώθηκαν σχετικά με την φορολογική αντιμετώπιση των τυχόν επενδύσεων τους σε χρηματοπιστωτικά μέσα που διαπραγματεύονται σε αγορές του εξωτερικού. Τέλος, στη σύμβαση επισυνάφθηκε έγγραφο με τα πλήρη στοιχεία αμφοτέρων των εναγόντων -εκκαλούντων και ιδίως της διεύθυνσης στην οποία αυτοί επιθυμούσαν να λαμβάνουν την κάθε είδους αλληλογραφία με τις εναγόμενες – εφεσίβλητες, καθώς και έγγραφη ανέκκλητη εντολή – εξουσιοδότηση τους προς αυτές προκειμένου να ενεργούν ο,τιδήποτε είναι αναγκαίο για την εκτέλεση των επενδυτικών εντολών τους. Η ανωτέρω σύμβαση καταρτίστηκε αφού προηγουμένως τους ενάγοντες – εκκαλούντες επισκέφτηκε στην ατομική επιχείρηση τους ο υπάλληλος του κέντρου Private Banking Βορείου Ελλάδος των εναγομένων – εφεσίβλητων, …, ο οποίος τους εξήγησε τον τρόπο λειτουργίας του συστήματος private banking, καθώς και τα είδη των επενδυτικών συμβάσεων που μπορούσαν να καταρτιστούν και συγκεκριμένα, εν λευκώ διαχείριση χαρτοφυλακίου μέσα στα πλαίσια συγκεκριμένου επενδυτικού προφίλ, συμβουλευτική διαχείριση χαρτοφυλακίου, με παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών έναντι αμοιβής και απλή μορφή σύμβασης λήψης και διαβίβασης εντολών, με ανάληψη εκ μέρους των εναγομένων – εφεσίβλητων της υποχρέωσης να καταρτίζουν συναλλαγές επί του χαρτοφυλακίου των εναγόντων – εκκαλούντων σύμφωνα με τις εντολές αυτών χωρίς καμία απολύτως διαχειριστική αμοιβή και άνευ ευθύνης για τις επιλογές των επενδυτών. Ακολούθως, από τον ανωτέρω χρόνο κατάρτισης της παραπάνω σύμβασης και έκτοτε, οι ενάγοντες – εκκαλούντες, οι οποίοι λαμβανομένης υπόψη της έως τότε επενδυτικής επιλογής τους για τοποθέτηση των χρημάτων τους σε προθεσμιακές καταθέσεις, χαρακτηρίζονται ως συντηρητικοί επενδυτές, καθόσον μάλιστα αποδείχθηκε ότι ουδέποτε είχαν ασχοληθεί με σύνθετα χρηματοπιστωτικά προϊόντα και συναλλαγές υψηλής οικονομικής αξίας, αλλά αντιθέτως επιδίωκαν να καλύψουν προεχόντως ανάγκες ασφαλούς τοποθέτησης του κεφαλαίου τους, το οποίο προέρχονταν από τις αποταμιεύσεις εκ της εργασίας τους, γεγονός που ο πρώτος εξ αυτών είχε γνωστοποιήσει και καταστήσει σαφές στους προστηθέντες υπαλλήλους των εναγομένων – εφεσίβλητων, προέβησαν στην αγορά τραπεζικών ομολόγων, κατόπιν παρουσιάσεως των διαθέσιμων εκδόσεων εκ μέρους των τελευταίων. Ειδικότερα, οι ενάγοντες – εκκαλούντες αγόρασαν α) στις 24/11/2004 ομόλογο «EMP0RIKI GROUP FINANCE», λήξεως την 5/8/2014, αξίας 300.000 ευρώ, το οποίο πλέον δεν διαθέτουν στο χαρτοφυλάκιο τους καθόσον το πώλησαν πριν από τη λήξη του ήτοι στις 6/11/2006 και 31/1/2007, β) στις 24/3/2005 ομόλογο «ATTICA FUNDS PLC», λήξεως στις 24/3/2015 αξίας 350.000 ευρώ, γ) στις 24/5/2005 ομόλογο «EGNATIA FINANCE PLC», λήξεως την 4/5/2010, αξίας 300.000 ευρώ, δ) στις 6/11/2006 ομόλογο «EGNATIA FINANCE PLC», λήξεως την 4/5/2010, αξίας 60.000 ευρώ, ε) στις 31/1/2007 ομόλογο της «CYPRUS POPULAR ΒΑΝΚ» λήξεως την 26/5/2016, στ) στις 4/6/2007 ομόλογο RS FINANCE λήξεως την 16/9/2009 αξίας 160.000 ευρώ, ζ) στις 9/11/2007 ομόλογο «ALPHA CREDIT GROUP PLC» λήξεως την 1/2/2007 αξίας 320.000 ευρώ, το οποίο πώλησαν στις 14/5/2013 και η) στις 27/2/2008 ομόλογο «ΟΤΕ PLC» αξίας 120.000 ευρώ, το οποίο πώλησαν στις 19/12/2008. Μόνο δε το γεγονός ότι η συνολική αποτίμηση του χαρτοφυλακίου των εναγόντων – εκκαλούντων ανέρχεται στο υψηλό ποσό του 1.525.380,36 ευρώ δεν καθιστά αυτούς έμπειρους, εξειδικευμένους και ριψοκίνδυνους επενδυτές με σκοπό το κέρδος, καθόσον, όπως προεκτέθηκε, αποδείχθηκε ότι αυτοί δεν διέθεταν υψηλό μορφωτικό επίπεδο ή οποιοσδήποτε μορφής ειδική εκπαίδευση ή εξειδικευμένη εμπειρία σε ζητήματα οικονομικών επενδύσεων, που θα τους επέτρεπε να επιλέξουν οι ίδιοι τον τρόπο τοποθέτησης του κεφαλαίου τους. ʼλλωστε, τα χρήματα αυτά ήταν προϊόν αποταμιεύσεως των εισοδημάτων τους εκ της ασκήσεως της προαναφερόμενης ατομικής επιχείρησης που διατηρούσαν. Έτσι, ο πρώτος ενάγων – εκκαλών, εκπροσωπώντας και την δεύτερη ενάγουσα – εκκαλούσα σύζυγο του, αποφάσισε να ακολουθήσει τις συμβουλές, που τους παρείχαν, υπό τις προαναφερόμενες ιδιότητες τους, ο Διευθυντής του ανωτέρω υποκαταστήματος της πρώτης εναγομένης – εφεσίβλητης τράπεζας και ο υπάλληλος της υπηρεσίας ALPHA PRIVATE BANK, που την αποτελούσαν αμφότερες οι εναγόμενες – εφεσίβλητες, οι οποίοι διέθεταν ειδικές προς τούτο γνώσεις και εμπειρία. Κατόπιν των παραπάνω, ο πρώτος ενάγων – εκκαλών, αφού πείσθηκε στις ανωτέρω διαβεβαιώσεις των παραπάνω προστηθέντων των εναγομένων – εφεσίβλητων, περί της έλλειψης κινδύνου απώλειας των αποταμιεύσεων του και της μεγαλύτερης απόδοσης αυτών με ταυτόχρονη δυνατότητα αποδέσμευσης των χρημάτων τους, μέσω της παροχής των υπηρεσιών του private banking, διά των εξειδικευμένων χρηματοοικονομικών γνώσεων των υπαλλήλων των εναγομένων – εφεσίβλητων, προέβη στην κατάρτιση της παραπάνω σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και στην διά αυτής επένδυση των κεφαλαίων του σε ομόλογα που του παρουσίασαν οι υπάλληλοι των τελευταίων. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, πέραν των προαναφερομένων ομολόγων, στις 10/1/2006, στο πλαίσιο της προαναφερθείσας από 23-11-2004 σύμβασης επενδυτικών υπηρεσιών μεταξύ των διαδίκων, αγοράστηκαν από τις εναγόμενες – εφεσίβλητες, για λογαριασμό των εναγόντων – εκκαλούντων, δύο (2) ομόλογα, ονομαστικής αξίας 350.000 και 200.000 ευρώ έκαστο και συνολικής 550.000 ευρώ, για την αγορά των οποίων χορηγήθηκαν στους ενάγοντες – εκκαλούντες, τα με ημερομηνίες επανεκτύπωσης, από το ηλεκτρονικό αρχείο των εναγομένων – εφεσίβλητων, 5/4/2017, αποδεικτικά δευτερογενούς αγοράς. Στα εν λόγω έγγραφα, αναγράφονται τα στοιχεία των αγορασθέντων ομολόγων και δη ο κωδικός του τίτλου «X.», η ονομασία του τίτλου «. CL AS», η ονομαστική αξία αυτών, 350.000 και 200.000 ευρώ έκαστο, η αξία αγοράς τους κατόπιν διακανονισμού, 356.187,87 και 203.535,93 ευρώ έκαστο, το επιτόκιο 3,647000 και η ημερομηνία λήξης 10/2/2015, ενώ στη θέση του εκδότη υπάρχει η ένδειξη «ASPIS FINANCE PLC LDN». Επίσης στα εν λόγω έγγραφα αναφέρεται και η πιστοληπτική διαβάθμιση – αξιολόγηση του προϊόντος ως «Β», ήτοι ομόλογα πιο κερδοσκοπικά από την κατηγορία ΒΒ (σχ. οι προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους κλίμακες αξιολόγησης των διεθνών οίκων Standard & Poor’s και Fitch). Αναφορικά με τις συνθήκες έκδοσης των επίδικων τίτλων, εκ της προσκομιζόμενης μετ’ επικλήσεως από τους ενάγοντες – εκκαλούντες υπ’ αριθ. 14/823/3-7-2018 απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, που εκδόθηκε επί καταγγελίας που κάτοχος των εν λόγω ομολόγων υπέβαλε στη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή, μετά την συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό και ως εκ τούτου παραδεκτά λαμβάνεται υπόψη στην προκείμενη δευτεροβάθμια δίκη κατ’ άρθρο 529 παρ. 1 του ΚΠολΔικ, αποδείχθηκαν, τα ακόλουθα : Στις 16/11/2004 ιδρύθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο η εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «ASPIS FINANCE PLC», με έδρα την διεύθυνση ., London, EC3A 7NJ. Το εγκεκριμένο μετοχικό κεφάλαιο της ανερχόταν σε 50.000 λίρες διαιρούμενο σε 50.000 μετοχές ονομαστικής αξίας 1,00 λίρας εκάστης, εκ των οποίων τις 49.999 μετοχές κατείχε η ελληνική τράπεζα «ASPIS ΒΑΝΚ» και μία μετοχή κατείχε η Aspis Insurance Brokerage S.A. Κατά δε την ημερομηνία έκδοσης του Εντύπου Προσφοράς το καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιο ήταν μηδενικό.
Η έκδοση του ομολογιακού δανείου πραγματοποιήθηκε δυνάμει της από 7/2/2005 απόφασης του Δ.Σ της εταιρείας και ειδικότερα, εκδόθηκαν βιολογίες συνολικής ονομαστικής αξίας 50.000 ευρώ, λήξεως το έτος 2015, σε τίτλους των 1.000, 10.000 και 100.000 ευρώ, με κυμαινόμενο επιτόκιο (διατραπεζικό επιτόκιο τρίμηνης προθεσμίας πλέον περιθωρίου 1,35% ετησίως έως την 10ι Φεβρουαρίου 2010 και 2,65% ετησίως μετέπειτα και έως την λήξη ιδίων τίτλων). Ο τόκος ορίστηκε πληρωτέος την 10ι ημέρα των μηνών Μαΐου, Αυγούστου, Νοεμβρίου και Φεβρουαρίου εκάστου έτους και η πρώτη πληρωμή έλαβε χώρα την 10/5/2005. Οι ομολογίες αξιολογήθηκαν με ΒΒ από τον διεθνή οίκο αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας Fitch Ratings, βαθμός ο οποίος υποδεικνύει αξιόπιστα ομόλογα τα οποία, όμως, ενέχουν στοιχεία κερδοσκοπίας (σχ. η κλίμακα αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας του παραπάνω διεθνούς οίκου αξιολόγησης), ενώ για την εξόφληση του κεφαλαίου και των τόκων των εκδιδόμενων τίτλων παρείχε εγγύηση μειωμένης εξασφάλισης η ελληνική τράπεζα «Aspis Bank» βάσει της από 10/2/2005 εγγυητικής επιστολής. Το καθεστώς της ως άνω παρεχόμενης εγγύησης προέβλεπε μεταξύ άλλων ότι οι υποχρεώσεις της εγγυήτριας συνιστούν άμεσες και μη εξασφαλισμένες υποχρεώσεις και θα έπονται ως προς το δικαίωμα αποπληρωμής σε περίπτωση λύσης ή εκκαθάρισης καθοιονδήποτε τρόπο της εγγυήτριας, συμπεριλαμβανομένων ενδεικτικά της πτώχευσης, της εθελοντικής αναδιάρθρωσης χρέους, της εθελοντικής ή υποχρεωτικής εκκαθάρισης των αξιώσεων των πιστωτών ανώτερης τάξης, έτσι ώστε το ποσό που οφείλεται για τις ομολογίες από την εγγύηση να καταβάλλεται από την εγγυήτρια μόνον εφόσον όλοι οι πιστωτές ανώτερης τάξης έχουν αποζημιωθεί ή τους έχει καταβληθεί στο ακέραιο το ποσό των απαιτήσεων τους και οι κάτοχοι των ομολόγων παραιτούνται αμετάκλητα από το δικαίωμα τους να αντιμετωπίζονται ισότιμα με όλους τους άλλους μη εξασφαλισμένους μη μειωμένης διασφάλισης πιστωτές της εγγυήτριας. Τα καθαρά έσοδα της έκδοσης ύψους περίπου 49.850.000 ευρώ παρασχέθηκαν ως δάνειο στην εγγυήτρια «Aspis Bank» για την κάλυψη των γενικών χρηματοδοτικών αναγκών της. Για την εγγραφή και διάθεση της έκδοσης ορίστηκαν ως κύριοι συνδιαχειριστές (Joint Lead Managers) οι τράπεζες «ΑΒΝ AMRO BANK N.V» και «ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε», οι οποίες συμφώνησαν από κοινού και εις ολόκληρον, δυνάμει της από 8/2/2005 σύμβασης αναδοχής, ότι θα εγγραφούν ή θα εγγράψουν επενδυτές για τις ομολογίες στο 100% της τιμής έκδοσης μείον την προμήθεια για την συνδυασμένη διαχείριση, αναδοχή και διάθεση που προσδιορίστηκε σε ποσοστό 0,3% της ονομαστικής αξίας των ομολόγων. Έκαστος συνδιαχειριστής συμφώνησε ότι δεν θα προβεί σε δημόσια προσφορά των ομολογιών στην Ελλάδα και δεν θα αναμιχθεί σε διαφημίσεις οποιουδήποτε είδους, ειδοποίηση, δήλωση ή άλλη σχετική δραστηριότητα στην Ελλάδα με σκοπό την προσέλκυση του κοινού για την απόκτηση των ομολογιών. Όπως δε προέκυψε από την σύμβαση αναδοχής η τράπεζα «ΑΒΝ AMRO BANK N.V» φέρεται να ενήργησε τόσο για λογαριασμό της όσο και για λογαριασμό της τράπεζας «ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε» για την κάλυψη της έκδοσης και για την λήψη ενιαίας προμήθειας διαχείρισης και αναδοχής ύψους 150.000 ευρώ, ενώ η τελευταία στις 10/2/2005 αγόρασε από την παραπάνω συνδιαχειρίστρια ποσοστό 44% της έκδοσης. Ακολούθησε την ίδια ημερομηνία (10/2/2005) η μεταπώληση από την τράπεζα «ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε» τμήματος των ομολογιών σε εγχώριους θεσμικούς επενδυτές, ενώ 18.500 ομολογίες εκ των αρχικώς αποκτηθέντων από αυτήν διακρατήθηκαν κατά την συγκεκριμένη ημερομηνία στον λογαριασμό ιδιοκτησίας της και ακολούθησαν επ’ αυτών τόσο διατραπεζικές πράξεις όσο και αγοραπωλησίες σε εκτέλεση εντολών πελατών της τράπεζας. Η μεταπώληση αυτή διενεργήθηκε μέσω του δικτύου των υπαλλήλων των καταστημάτων της πρώτης εναγομένης – εφεσίβλητης τράπεζας και της διεύθυνσης αυτής PRIVATE BANK, την οποία συναποτελούσε η τράπεζα μετά της εταιρείας «ΑΛΦΑ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ», καθολική διάδοχος της οποίας είναι η δεύτερη εναγομένη – εφεσίβλητη εταιρεία, ως ήδη προεκτέθηκε. Ειδικότερα, η τράπεζα και συγκεκριμένα υπάλληλοι των καταστημάτων αυτής, ιδίως στην επαρχία, δημιούργησαν μία πρακτική προσέλκυσης με σκοπό την μεταπώληση των ομολογιών που η τράπεζα είχε αρχικώς αγοράσει, καθώς απευθύνονταν σε ευρύ και απροσδιόριστο κύκλο προσώπων, αδιακρίτως και όχι με τρόπο προσωποπαγή, που θα απέκλειε την διεύρυνση των προσώπων που λαμβάνουν γνώση και θα παρείχε την δυνατότητα για επαρκή ενημέρωση σχετικά με τις προσφερόμενες ομολογίες. Ειδικότερα, η τράπεζα κατά το χρονικό διάστημα από 17/10/2005 έως 21/7/2008 προέβη σε δημόσια προσφορά, μεταπωλώντας στο κοινό από τις 18.500 ομολογίες, ονομαστικής αξίας 18.500.000 ευρώ, εκδόσεως της «ASPIS FINANCE PLC» και εγγύησης μειωμένης εξασφάλισης από την τράπεζα «ASPIS ΒΑΝΚ», που κατείχε στον λογαριασμό ιδιοκτησίας της, τις οποίες είχε αρχικώς αγοράσει ως ανάδοχος, σε τιμή μεγαλύτερη από την τιμή αναδοχής. Η ως άνω πρόσκληση/δημόσια προσφορά από την τράπεζα στο κοινό για μεταπώληση των εκ της αναδοχής ομολογιών της «ASPIS FINANCE PLC» έγινε σε μη ειδικούς επενδυτές και – κατά την άποψη των μελών της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς – πραγματοποιήθηκε με δική της πρωτοβουλία, μέσω του δικτύου των καταστημάτων της και της διεύθυνσης PRIVATE BANK, καθώς απευθυνόταν μέσω των υπαλλήλων της, προφορικώς και γραπτώς, διαρκώς και αδιακρίτως και όχι με τρόπο προσωποπαγή και θέτοντας ορισμένα εκ των προτέρων καθορισμένα κριτήρια που θα απέκλειαν την διεύρυνση των προσώπων που λαμβάνουν γνώση, σε πελάτες της σε όλη την Ελλάδα. Μάλιστα εκ του αποτελέσματος της διαρκούς αυτής πρόσκλησης, δηλαδή από τον αριθμό των πελατών της που επένδυσαν στις επίμαχες ομολογίες, προκύπτει ότι η τράπεζα κατά τη διάρκεια των ετών 2005 – 2008 απευθύνθηκε σε τουλάχιστον 1.417 πρόσωπα, δικαιούχους και συνδικαιούχους, μη ειδικούς επενδυτές που επένδυσαν σε ομολογίες της εκδότριας. Σε κάθε περίπτωση, κατά την άποψη των μελών της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, δεν αποδεικνύεται πως άτομα από όλη την Ελλάδα, τα οποία δεν συνιστούν ειδικούς επενδυτές και δεν φαίνεται να συνδέονται με κάποιο κοινό χαρακτηριστικό ή ιδιότητα, απευθύνθηκαν με δική τους πρωτοβουλία στην τράπεζα για την αγορά των ομολόγων της «ASPIS FINANCE PLC», πόσο μάλλον μετά την από 11/2/2005 ανακοίνωση της ASPIS BANK ότι το εν λόγω ομολογιακό δάνειο διατέθηκε και καλύφθηκε με ιδιωτική τοποθέτηση από εγχώριους και αλλοδαπούς θεσμικούς. Καταλήγοντας, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, συνοψίζει τα πορίσματα της ως ακολούθως : Η εταιρεία με την επωνυμία «ASPIS FINANCE PLC» εξέδωσε στις 10/2/2005 ομολογίες ονομαστικής αξίας εκάστης 1.000 ευρώ και συνολικής ονομαστικής αξίας 50.000.000 ευρώ, κυμαινόμενου επιτοκίου, μειωμένης εξασφάλισης, με την εγγύηση της τράπεζας «ASPIS BANK ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», διετούς διάρκειας, με τιμή έκδοσης στο 100% της ονομαστικής τους αξίας. Η «ASPIS FINANCE PLC» ήταν θυγατρική της «ASPIS ΒΑΝΚ». Οι εν λόγω ομολογίες εισήχθησαν με κωδικό αριθμό ISIS . στις 10/2/2005 στο Χρηματιστήριο του Λουξεμβούργου, όπου και διαπραγματεύονταν μέχρι τις 15/2/2012, ημερομηνία κατά την οποία ανεστάλη η διαπραγμάτευση τους. Η τελευταία αναφορά τιμής για τις συγκεκριμένες ομολογίες φέρει ημερομηνία 8/2/2007. Το 2011 και συγκεκριμένα, με την με αριθμό 25/17-12-2011 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, ανακλήθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος η άδεια για την ίδρυση και λειτουργία της εγγυήτριας της έκδοσης τράπεζας «ASPIS ΒΑΝΚ», η οποία τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση σύμφωνα με το άρθρο 68 του ν. 3601/2007. Με την με αριθμό 26/17-12-2011 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος ορίστηκε ότι οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα της εγγυήτριας από το ανωτέρω ομολογιακό δάνειο δεν θα περιλαμβάνονταν στα περιουσιακά στοιχεία που μεταβιβάστηκαν στο πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία «ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ» και θα παρέμεναν στην υπό ειδική εκκαθάριση εγγυήτρια. Κατόπιν αυτών των εξελίξεων η εκδότρια εταιρεία «ASPIS FINANCE PLC» δεν προέβη στην πληρωμή των τόκων της 10/2/2012, στις 15/2/2012 ανεστάλη η διαπραγμάτευση των τίτλων της στο Χρηματιστήριο του Λουξεμβούργου και κατά το ίδιο έτος τέθηκε σε εκούσια εκκαθάριση υπό το αγγλικό δίκαιο. Στο πλαίσιο έκδοσης του ομολογιακού δανείου καταρτίστηκε «Offering Circulars (Έντυπο Προσφοράς) στην αγγλική γλώσσα, το οποίο φέρει ημερομηνία 8/2/2005 και την ευθύνη έκδοσης του οποίου φέρουν η εκδότρια και εγγυήτρια τράπεζα. Το έντυπο αυτό αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα του Χρηματιστηρίου του Λουξεμβούργου και περιείχε τα προαναφερόμενα στοιχεία αναφορικά με την έκδοση, εγγύηση και αναδοχή των ομολογιών. Ωστόσο, η πρώτη εναγομένη – εφεσίβλητη τράπεζα, κατά το χρονικό διάστημα από 17/10/2005 έως 21/7/2008 προέβη σε δημόσια προσφορά 18.500 ομολογιών, ονομαστικής αξίας 18.500.000 ευρώ εκδόσεως της εταιρείας «ASPIS FINANCE PLC», υπό την μειωμένης εξασφάλισης εγγύηση της τράπεζας «ASPIS ΒΑΝΚ», η οποία ήταν μητρική της εκδότριας, που κατείχε στον λογαριασμό ιδιοκτησίας της, τις οποίες είχε αρχικώς αγοράσει στις 10/2/2005 ως ανάδοχος από την εταιρεία «ΑΒΝ AMRO BANK N.V», χωρίς να δημοσιεύσει σχετικό ενημερωτικό δελτίο παρότι είχε προς τούτο υποχρέωση σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων του νόμου 3401/2005 σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 3 έως 26 του Κανονισμού της Επιτροπής (ΕΚ) με αριθμό 809/2004. Για την εν λόγω παράβαση η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επέβαλε στην πρώτη εναγομένη – εφεσίβλητη τράπεζα πρόστιμο 50.000 ευρώ. Περαιτέρω, όσον αφορά ειδικότερα την αγορά τίτλων του επίμαχου ομολόγου από τους ενάγοντες – εκκαλούντες, εκ του συνόλου των αποδείξεων, αποδείχθηκε ότι αυτοί προέβησαν στην αγορά τους αυτοβούλως, δίνοντας σχετική εντολή στους προστηθέντες υπαλλήλους της διεύθυνσης PRIVATE BANK των εναγομένων – εφεσίβλητων, οι οποίοι, ωστόσο, είχαν προηγουμένως παρουσιάσει, υποδείξει και προτείνει σε αυτούς το εν λόγω προϊόν ως τραπεζικό ομόλογο, έκδοσης της «ASPIS FINANCE PLC», που είχε αξιολογηθεί από τους οίκους αξιολόγησης, ως μηδενικού επενδυτικού ρίσκου, με εξασφαλισμένο και σταθερό επιτόκιο και εγγυημένο κεφάλαιο (σχ. η κατάθεση του μάρτυρα των εναγομένων – εφεσίβλητων στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στην 2η σελίδα του 4ου φύλλου των απομαγνητοφωνημένων πρακτικών), χωρίς, όμως, να τους γνωστοποιήσουν, πριν από την αγορά του, τα πιο πάνω ειδικότερα στοιχεία του ομολόγου. Μετά την αγορά του, το ανωτέρω ομόλογο άρχισε να υποβαθμίζεται βαθμιαία από τον προαναφερθέντα Διεθνή Οίκο Αξιολόγησης, από ΒΒ κατά την έκδοση του σε Β- . (ομόλογο πιο κερδοσκοπικό από την κατηγορία ΒΒ), στις 3-11-2008, σε CCC+ (ομόλογο με έντονο κερδοσκοπικό χαρακτήρα, με κίνδυνο απώλειας τόκων και αρχικού κεφαλαίου), στις 29-7-2009, σε CCC, στις 3-11- 2009 και σε C (κίνδυνος χρεωκοπίας) στις 23-5-2011, οπότε και αποσύρθηκε από τις διαβαθμίσεις. Οι ενάγοντες – εκκαλούντες, καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης, λάμβαναν από τις εναγόμενες-εφεσίβλητες, υπό την κοινή επωνυμία, «ALPHA PRIVATE ΒΑΝΚ», τη μηνιαία αποτίμηση του χαρτοφυλακίου τους, στην οποία αναγραφόταν η κατηγορία της επένδυσης, η εκάστοτε αποτίμηση του, η αριθμητική και ποσοστιαία μεταβολή της τιμής του ομολόγου, η αναλυτική κίνηση του λογαριασμού και οι τόκοι. Περί τα τέλη του έτους 2009 με αρχές του έτους 2010, οι ενάγοντες – εκκαλούντες εξέφρασαν την επιθυμία να ρευστοποιήσουν μέρος των τίτλων του ομολόγου, πλην όμως οι προστηθέντες των εναγομένων -εφεσίβλητων τους απέτρεψαν, αναφέροντας ότι έπρεπε να αναμείνουν την λήξη του ομολόγου προκειμένου να μην απωλέσουν χρήματα. Ακολούθως, με την υπ’ αριθ. 25/1/17-12-2011 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τραπέζης της Ελλάδος (ΦΕΚ 2856 Τ.Β/17-12-2011) ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της εγγυήτριας του επίδικου ομολόγου τράπεζας «Τ BANK ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», όπως εν τω μεταξύ είχε μετονομασθεί η τράπεζα «ASPIS ΒΑΝΚ» και αυτή τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση, ενώ με την με αριθμό 26/2/17-12-2011 απόφαση της ίδιας Επιτροπής, οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα της υπό εκκαθάριση εγγυήτριας από την άνω ομολογιακή έκδοση παρέμειναν στην ίδια, γεγονότα που γνωστοποιήθηκαν στους ενάγοντες -εκκαλούντες, με την από υπ’ αριθ. ./28-12-2011 επιστολή της διεύθυνσης «ALPHA PRIVATE ΒΑΝΚ» των εναγομένων – εφεσίβλητων. Επίσης, με την επιστολή αυτή επισημάνθηκε στους ενάγοντες – εκκαλούντες, το γεγονός ότι, τυχόν ικανοποίηση των αξιώσεων τους από το παραπάνω ομόλογο, θα εξαρτηθεί από την πορεία και τα αποτελέσματα της ειδικής εκκαθάρισης της εν λόγω εταιρίας και ότι ο ειδικός εκκαθαριστής καλούσε τους πιστωτές να αναγγείλουν εγγράφως τις απαιτήσεις τους, μέχρι 10-2-2012. Εν συνεχεία, η εκδότρια των επίδικων ομολογιών εταιρεία «ASPIS FINANCE PLC» τέθηκε σε εκούσια εκκαθάριση μετά από απόφαση των μετόχων της στη Γενική Συνέλευση που έλαβε χώρα στις 20/9/2012 και οι ορισθέντες κατά την ίδια συνεδρίαση εκκαθαριστές κάλεσαν τους πιστωτές της να υποβάλλουν τις απαιτήσεις τους κατ’ αυτής έως την 16/11/2012. Τα ανωτέρω πληροφορήθηκαν οι ενάγοντες -εκκαλούντες διά της αποστολής από την πρώτη εναγομένη – εφεσίβλητη τράπεζα της υπ’ αριθ. ./2-11-2012 επιστολής της. Σύμφωνα δε με την από 11/10/2012 δημόσια ανακοίνωση της εταιρείας «ERNST & YOUNG», που ορίστηκε εκκαθαρίστρια της εκδότριας των επίδικων ομολογιών, α) οι ομολογίες ύψους 50.000.000 ευρώ που εξέδωσε η τελευταία είναι μειωμένης εξασφάλισης και επομένως κατατάσσονται μετά από όλους τους μη μειωμένης εξασφάλισης πιστωτές για τον σκοπό της ικανοποίησης από την εκκαθάριση και
β) δεν αναμένεται καμία καταβολή οιουδήποτε μερίσματος στους κατόχους των ομολογιών πριν από το 2013 με εκτίμηση ότι το μέρισμα που θα καταβληθεί θα είναι λιγότερο από 0,1 πένες ανά αγγλική λίρα.. Έτσι, λόγω της εκμηδένισης της αξίας του παραπάνω ομολόγου, το οποίο όπως αναφέρθηκε, ήταν μειωμένης διασφάλισης, οι ενάγοντες – εκκαλούντες έχουν υποστεί περιουσιακή ζημία αντίστοιχη με το ποσό που διέθεσαν για την αγορά του ομολόγου (αξία κτήσης) ποσού (354.025+202.300 =) 556.325 ευρώ (σχ. η ισόποση χρέωση του υπ’ αριθ. . λογαριασμού τους), η ονομαστική αξία του οποίου ανερχόταν στο ποσό των 550.000 ευρώ. Η ζημία δε αυτή των εναγόντων – εκκαλούντων προκλήθηκε αίτιωδώς από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των προστηθέντων των εναγομένων – εφεσίβλητων, οι οποίοι τους παρουσίασαν, υπέδειξαν και πρότειναν την αγορά του ομολόγου, παραλείποντας να τους ενημερώσουν για τα στοιχεία αυτού και ειδικότερα για το ότι: 10ν) η εκδότρια εταιρεία συστήθηκε ως εταιρεία ειδικού σκοπού με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο (Αγγλία και Ουαλία), και η κύρια δραστηριότητα της ήταν να αυξήσει τα εκ του νόμου απαιτούμενα κεφάλαια της Τ BANK ΑΕ (πρώην Aspis Bank ΑΕ), η οποία ήταν μητρική της εταιρεία και συμμετείχε κατά συντριπτική πλειοψηφία στο μετοχικό της κεφάλαιο, 20ν) τα κεφάλαια που προήλθαν από την έκδοση του ομολογιακού δανείου μειωμένης εξασφάλισης χορηγήθηκαν αμέσως στην ανωτέρω τράπεζα ως ανέγγυα δάνεια μειωμένης εξασφάλισης αποπληρωτέα το 2015, 30ν) η πιστοληπτική αξιολόγηση των ομολόγων και της εγγυήτριας τράπεζας κατά τον χρόνο έκδοσης του ομολογιακού δανείου ήταν βαθμού Β και ΒΒ+, αντίστοιχα, που υποδηλώνει ομόλογα που ενέχουν στοιχεία κερδοσκοπίας και 40ν) η πρώτη εναγομένη -εφεσίβλητη τράπεζα είχε αναλάβει ως ανάδοχος τμήμα των ομολόγων της έκδοσης, μέρος του οποίου διακράτησε στον ιδιωτικό λογαριασμό της προκειμένου να το μεταπωλήσει σε επενδυτές, όπως και πράγματι έπραξε. Τα παραπάνω μάλιστα υπ’ αριθ. 1 έως 3 στοιχεία αναφέρονταν στο ενημερωτικό δελτίο για την έκδοση του ομολόγου στην πρωτογενή αγορά, το οποίο, όμως, ουδέποτε παραδόθηκε στους ενάγοντες – εκκαλούντες κατά την μεταπώληση μέρους των τίτλων που η πρώτη εναγομένη – εφεσίβλητη διακράτησε στον ιδιωτικό λογαριασμό της. Έτσι, οι εναγόμενες – εφεσίβλητες δεν εκπλήρωσαν την απορρέουσα από τη σιωπηρά καταρτισθείσα με τους ενάγοντες -εκκαλούντες σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών, υποχρέωση τους να προβούν σε σαφή, ακριβή, πλήρη και κατάλληλη ενημέρωση αυτών για τη φύση και λειτουργία του υποδειχθέντος επενδυτικού προϊόντος, την εγγυήτρια και την εκδότρια αυτού, καθώς και για τον κίνδυνο απώλειας του κεφαλαίου τους, το οποίο γνώριζαν ότι οι τελευταίοι ήθελαν να εξασφαλίσουν, δεδομένης και της έλλειψης σχετικής εξειδικευμένης εμπειρίας και γνώσης τους για τις επενδύσεις. Η υποχρέωση τους αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός ότι, όπως ισχυρίζονται οι εναγόμενες – εφεσίβλητες, η εγγράφως καταρτισθείσα μεταξύ αυτών και των εναγόντων – εκκαλούντων σύμβαση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, που προαναφέρθηκε, αποτελεί σύμβαση εντολής προς εκτέλεση εντολών χρηματοπιστωτικών μέσων και περιέχει απαλλακτικές της ευθύνης τους ρήτρες, καθόσον, ανεξάρτητα από την εγκυρότητα ή μη των απαλλακτικών ρητρών, στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε ότι οι εναγόμενες – εφεσίβλητες δεν περιορίστηκαν στην εκτέλεση της εντολής για την αγορά του ένδικου ομολόγου, αλλά προηγουμένως, όπως προεκτέθηκε, δια των προστηθέντων τους, παρουσίασαν, υπέδειξαν και πρότειναν στους ενάγοντες – εκκαλούντες, ως ασφαλή, επωφελή και μηδενικού ρίσκου, την εν λόγω επένδυση, πείθοντας τους να την επιλέξουν. Ειδικότερα, ναι μεν οι εναγόμενες – εφεσίβλητες ανέλαβαν την πώληση στους ενάγοντες – εκκαλούντες των επιδίκων ομολόγων, πλην όμως στην πραγματικότητα καταρτίσθηκε μεταξύ αυτών προφορικώς σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών, καθώς οι μεν ενάγοντες – εκκαλούντες προσέβλεπαν στις ειδικές γνώσεις των υπαλλήλων των εναγομένων – εφεσίβλητων, λαμβανομένων υπόψη του σημαντικού για αυτούς χρηματικού ποσού, που επρόκειτο να επενδύσουν, της έλλειψης εξειδικευμένων γνώσεων και της εκδηλωθείσας βούλησης τους να διασφαλίσουν το κεφάλαιο της επένδυσης τους, η δε πρώτη εναγομένη – εφεσίβλητη πώλησε τους επίδικους τίτλους όχι ως ανάδοχος της σχετικής έκδοσης, μεσολαβώντας δηλαδή μεταξύ της εκδότριας και του επενδυτικού κοινού, αλλά από τον ιδιωτικό λογαριασμό της. Ο ισχυρισμός των εναγομένων – εφεσίβλητων περί έλλειψης αμοιβής, πέραν του ότι δεν αποδείχθηκε ως βάσιμος κατ’ ουσίαν, καθόσον στην επίμαχη σύμβαση περιλήφθηκε όρος περί λήψεως αμοιβής εκ μέρους των εναγομένων – εφεσίβλητων (10ος όρος], ακόμη και εάν ήθελε υποτεθεί ως αληθής, ουδεμία έννομη επιρροή ασκεί εν προκειμένω, και δεν συνεπάγεται ανυπαρξία συνεργασίας μεταξύ τους, διότι οικονομικό όφελος των τελευταίων δεν αποτελεί μόνον η αμοιβή, αλλά και η δια της παροχής των υπηρεσιών τους, ενίσχυση της συνεργασίας τους με τους ενάγοντες – εκκαλούντες (ΑΠ 335/2010 δημοσιευμένη στην Η.Τ.Ν.Π «ΝΟΜΟΣ»). Εξάλλου, το γεγονός ότι οι ενάγοντες -εκκαλούντες είχαν ενημερωθεί κατά την υπογραφή της σύμβασης περί των κινδύνων που ενέχουν οι επενδύσεις σε ομόλογα, με έγγραφο ενημερωτικό έντυπο που υπέγραψαν, δεν αναιρεί την ως άνω ευθύνη των εναγομένων -εφεσίβλητων, καθόσον η ενημέρωση αυτή ήταν γενική και αναφερόταν σε όλα εν γένει τα ομόλογα. Έτσι, με την παραπάνω συμπεριφορά των προστηθέντων των εναγομένων – εφεσίβλτων, που συνίσταται στην αθέτηση του καθήκοντος διαφώτισης των εναγόντων – εκκαλούντων, καθώς και της παροχής σ’ αυτούς σαφούς, ορθής, πλήρους και κατάλληλης συμβουλευτικής καθοδήγησης σχετικά με την επένδυση και την ασφάλεια του κεφαλαίου τους, παρέβησαν υπαιτίως τις συναλλακτικές υποχρεώσεις τους, όπως το περιεχόμενο τους προσδιορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 281 και 288 ΑΚ, καθώς και τις διατάξεις του Κώδικα Δεοντολογίας ΕΠΕΥ. Η υπαίτια δε παράβαση των άνω διατάξεων συνιστά παράνομη κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ συμπεριφορά, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη που παρατίθεται παραπάνω στο υπό στοιχείο ΙΙΙ.Α κεφάλαιο της παρούσας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η υπαίτια και παράνομη αυτή συμπεριφορά των εναγομένων – εφεσίβλητων, προκάλεσε τη ζημία που υπέστησαν οι ενάγοντες – εκκαλούντες, καθόσον προέβησαν στην επένδυση αγνοώντας τα παραπάνω χαρακτηριστικά του ομολόγου, για τα οποία δεν ενημερώθηκαν, με την πεποίθηση που τους δημιούργησαν, ότι δεν υπήρχε κίνδυνος απώλειας του κεφαλαίου τους. Αν δε είχαν ενημερωθεί και γνώριζαν τούτο, ότι δηλαδή το ομόλογο ήταν μειωμένης εξασφάλισης και με μέτριες προοπτικές επιβίωσης και ότι υπήρχε κίνδυνος απώλειας του κεφαλαίου τους, δεν θα είχαν αποδεχθεί τη συγκεκριμένη επένδυση. Ακολούθως, έσφαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλουμένη απόφαση του, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, έκρινε αντίθετα και απέρριψε την αγωγή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, ως προς όλες τις βάσεις της, κατά τους βάσιμους περί τούτου λόγους της κρινόμενης έφεσης, οι οποίοι καίτοι αριθμούνται ως διαφορετικοί είναι ταυτόσημοι κατά περιεχόμενο.
Περαιτέρω, οι εναγόμενες – εφεσίβλητες με τις έγγραφες προτάσεις τους στην κατ’ έφεση δίκη επαναφέρουν νομότυπα και παραδεκτά, κατ’ άρθρο 240 του ΚΠολΔικ, τις ακόλουθες, πρωτοδίκως επικουρικά προβληθείσες ενστάσεις τους : Α) περί συνυπολογισμού κέρδους και ζημίας, ισχυριζόμενες ότι, σε περίπτωση που γίνει δεκτή η ένδικη αγωγή, θα πρέπει να αφαιρεθεί από το επιδικαζόμενο ποσό, το οποίο θα αφορά τη ζημία των εναγόντων – εκκαλούντων, το εισπραχθέν από τους τελευταίους ποσό των τοκομεριδίων, ύψους 133.789,21 ευρώ. Αναφορικά με την παραπάνω ένσταση, λεκτέα τα ακόλουθα : Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 914 και 930 παρ. 3 του ΑΚ προκύπτει ότι, η αποζημίωση, την οποία οφείλει ο παρά το νόμο ζημιώσας άλλον υπαιτίως, περιλαμβάνει τη διαφορά μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης του ζημιωθέντος μετά την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος και εκείνης στην οποία θα τελούσε ο ζημιωθείς αν δεν συνέβαινε αυτό το γεγονός. Όταν δε από το ζημιογόνο γεγονός προκύπτει και ωφέλεια, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτό, με την έννοια ότι το γεγονός (αυτό) ήταν πρόσφορο να παραγάγει το όφελος, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων (298 ΑΚ), πραγματική ζημία είναι ό,τι υπολείπεται μετά την αφαίρεση της ωφέλειας. Σε περίπτωση, επομένως, ωφέλειας από το ζημιογόνο γεγονός επιβάλλεται, (εφόσον υποβληθεί σχετική ένσταση), για τον προσδιορισμό της ζημίας, ο συνυπολογισμός του οφέλους που προέκυψε, εκτός αν τέτοιος συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή πίστη. Ειδικότερα, όταν ο υπόχρεος να αποζημιώσει το ζημιωθέντα είναι και ο ίδιος υπόχρεος να χορηγήσει στο ζημιωθέντα και την ωφέλεια, είναι δυνατόν από τις γενικές διατάξεις του δικαίου να μην δικαιολογείται στη συγκεκριμένη περίπτωση ο συνυπολογισμός της ωφέλειας στη ζημία, είναι δε επίσης δυνατόν η καλή πίστη να μην ανέχεται το κέρδος από το ζημιογόνο γεγονός να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος (ΑΠ 1350/2018, ΑΠ 244/2016, δημοσιευμένες στην Η.Τ.Ν.Π «ΝΟΜΟΣ»). Σύμφωνα με τις νομικές αυτές παραδοχές, η προαναφερθείσα ένσταση των εναγομένων – εφεσίβλητων είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις αμέσως παραπάνω διατάξεις των άρθρων 298, 914 και 930 παρ. 3 ΑΚ Η ένσταση, όμως, αυτή, πρέπει, να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, καθόσον, υπό τα πω πάνω δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά, δεν συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση συνυπολογισμού ζημίας και κέρδους. Τούτο δε διότι, ναι μεν το παραπάνω ποσό των 133.789,21 ευρώ, το οποίο πράγματι εισέπραξαν οι ενάγοντες – εκκαλούντες, όπως δεν αμφισβητείται από αυτούς, αποτελεί κέρδος των τελευταίων από την κυριότητα του ομολόγου, πλην, όμως, το εν λόγω κέρδος, δεν προέρχεται από τη ζημία που αυτοί υπέστησαν εξαιτίας της απώλειας του κεφαλαίου τους, αλλά από την παραχώρηση αυτού (κεφαλαίου) στην εκδότρια των τίτλων τράπεζα, η οποία το εκμεταλλεύθηκε, αποδίδοντας σε αυτούς τους συμφωνημένους καρπούς του και κατά συνέπεια δεν μπορεί να συνυπολογιστεί στη ζημία των τελευταίων, καθόσον δεν υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας και της ωφέλειας, αφού η καθεμία στηρίζεται σε διαφορετική αιτία. ʼλλωστε, ο προτεινόμενος από τις εναγόμενες – εφεσίβλητες συνυπολογισμός αντίκειται, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, στην καλή (εναγόμενες – εφεσίβλητες) δόλια και παραπλανητική συμπεριφορά, επικαλούμενοι ψευδώς ότι τους βεβαίωσαν ότι το κεφάλαιο τους είναι εξασφαλισμένο και εγγυημένο, θίγουν την αξιοπιστία τους και δεν αναγνωρίζουν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις και ευθύνες αποκρύπτοντας κρίσιμα συμβατικά κείμενα, και επιπλέον ότι, β) το γεγονός ότι οι ενάγοντες-εκκαλούντες, μετά την ραγδαία πτώση των τιμών του επίδικου ομολόγου το έτος 2009 και την απώλεια του όποιου ήθελε αποδειχθεί κεφαλαίου τους, συνέχισαν να διατηρούν στο χαρτοφυλάκιο τους τους τίτλους του επίδικου ομολόγου, καθώς και άλλους τίτλους που αργότερα επίσης δημιούργησαν ζημίες, όπως το ομόλογο της CYPRUS POPULAR BANK, τους δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση, ότι ουδεμία απολύτως κατηγορία έχουν να τους προσάψουν ως προς τον τρόπο με τον οποίο ενημερώθηκαν για την επίμαχη συμμετοχή τους στο επίδικο ομόλογο, καθώς και ότι εμπιστεύονται απολύτως τις παρεχόμενες υπηρεσίες τους, με συνέπεια η μετέπειτα συμπεριφορά τους να αντιβαίνει στα όρια που τίθενται με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ Η ένσταση αυτή, κατά αμφότερα τα σκέλη της, πρέπει να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμη, καθόσον, τα μεν υπό στοιχείο α’ παραπάνω περιστατικά, που επικαλούνται οι εναγόμενες -εφεσίβλητες για τη θεμελίωση της, συνιστούν άρνηση της αγωγής, η αλήθεια πίστη, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, δεν ανέχεται το κέρδος από το ζημιογόνο γεγονός, να αποβεί σε ωφέλεια του ζημιώσαντος. Τούτο διότι, οι ενάγοντες – εκκαλούντες έχουν ήδη εισπράξει τους τόκους και με τον συνυπολογισμό τους θα μειωνόταν κατά πολύ η επιδικασθησομένη αποζημίωση από την απώλεια του κεφαλαίου τους. Β) Περί συνυπαιτιότητας των εναγόντων – εκκαλούντων στην πρόκληση, άλλως στη μη αποτροπή της ζημίας τους, λόγω της μη εκ μέρους τους ρευστοποίησης του ένδικου ομολόγου, παρά το γεγονός ότι από τη μηνιαία έγγραφη ενημέρωση τους προέκυπτε η πτωτική πορεία αυτού. Η ένσταση, όμως, αυτή, αν και νόμιμη (άρθρο 300 ΑΚ), πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Ειδικότερα, όπως αποδείχθηκε και προεκτέθηκε, ακόμη και κατά την πτωτική πορεία της τιμής του ομολόγου οι ενάγοντες – εκκαλούντες δεν γνώριζαν, ούτε μπορούσαν να γνωρίζουν ως εκ της έλλειψης ειδικών γνώσεων και εξειδικευμένης εμπειρίας περί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, ότι ήταν πιθανή η απώλεια του κεφαλαίου τους, περιστατικό για το οποίο δεν τους ενημέρωσαν οι εναγόμενες – εφεσίβλητες. Αντίθετα, όπως προαναφέρθηκε, οι προστηθέντες των τελευταίων, στους οποίους απευθύνθηκε ο πρώτος ενάγων – εκκαλών, αντιπροσωπεύοντας και την δεύτερη ενάγουσα -εκκαλούσα σύζυγο του, περί τα τέλη του έτους 2009 με αρχές του έτους 2010, επιθυμώντας να λάβει μέρος του επενδυμένου κεφαλαίου του, τον απέτρεψαν ισχυριζόμενοι ότι πρέπει να αναμείνει την λήξη του ομολόγου προκειμένου να μην απωλέσει το κεφάλαιο του. Σε κάθε δε περίπτωση, η επικαλούμενη από τις εναγόμενες – εφεσίβλητες επιλογή της ρευστοποίησης του ομολόγου, κατά το χρόνο που η αξία του ήταν μειωμένη, θα αποκαθιστούσε ενδεχομένως μικρό μέρος της ζημίας των εναγόντων – εκκαλούντων, οι οποίοι δεν θα διατηρούσαν καμιά άλλη αξίωση αποζημίωσης από το ομόλογο και Γ) Περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος των εναγόντων (άρθρο 281 ΑΚ), επικαλούμενες για την θεμελίωση της, ότι, α) οι ενάγοντες – εκκαλούντες, με την ένδικη αγωγή τους, προβαίνουν σε σκόπιμη μεταβολή και παραμόρφωση των αληθών περιστατικών, αποκρύπτουν συμβάσεις που υπέγραψαν και χαρτοφυλάκια και επενδύσεις, στις οποίες επί σειρά ετών προέβαιναν, προσποιούνται άγνοια και απειρία και αδυναμία κατανόησης της σύμβασης, αποδίδουν σ’ αυτές των οποίων αποκλείει τη γέννηση του δικαιώματος που ασκείται, όχι δε και γεγονότα που να μπορούν να στοιχειοθετήσουν καταχρηστική, κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, άσκηση δικαιώματος, δηλαδή άσκηση που έρχεται σε προφανή αντίθεση προς την ευθύτητα και εντιμότητα που πρέπει να κρατούν στις συναλλαγές ή προς τα επιβαλλόμενα χρηστά συναλλακτικά ήθη ή προς τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος (ΑΠ 536/2017, ΑΠ 1414/2015, ΑΠ 1884/2013, ΑΠ 249/2012, δημοσιευμένες στην Η.Τ.Ν.Π «ΝΟΜΟΣ»), τα δε υπό στοιχείο β’ παραπάνω περιστατικά συνιστούν επιχειρήματα ενισχυτικά των προαναφερομένων αρνητικών ισχυρισμών τους.
Τέλος, αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες – εκκαλούντες, οι οποίοι είναι συνταξιούχοι, υπέστησαν από την ως άνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων – εφεσίβλητων, που είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια του μεγαλύτερου μέρους των οικογενειακών αποταμιεύσεων τους, ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση. Το ποσό αυτής πρέπει να οριστεί σε 5.000 ευρώ για καθένα τους, το οποίο κρίνεται δίκαιο και εύλογο, λαμβανομένων του βαθμού πταίσματος των εναγομένων – εφεσίβλητων, καθώς και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των μερών, εκ των οποίων οι εναγόμενες – εφεσίβλητες βρίσκονται σαφώς σε υπερέχουσα θέση.
V. Κατ’ ακολουθία όλων των παραπάνω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει η κρινόμενη έφεση να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και εν συνεχεία, αφού εξαφανισθεί η υπ’ αριθ. 3689/2017 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, πρέπει να κρατηθεί και δικασθεί από το Δικαστήριο τούτο η από 23/11/2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2015 αγωγή, η οποία είναι νόμω βάσιμη ως προς όλες τις βάσεις της, στηριζόμενη στις διατάξεις που διαλαμβάνονται στο υπό στοιχείο III κεφάλαιο της παρούσας και να γίνει αυτή δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν κατά την πρώτη κύρια βάση της εκ της εκ της αδικοπραξίας, παρελκομένης της κατ’ ουσίαν έρευνας των λοιπών παραδεκτά σωρευόμενων επικουρικά βάσεων αυτής. Ακολούθως, πρέπει να υποχρεωθούν οι εναγόμενες (εφεσίβλητες), ευθυνόμενες εις ολόκληρον, να καταβάλλουν στους ενάγοντες (εκκαλούντες) το ποσό των 556.325 ευρώ, για αποζημίωση της θετικής ζημίας τους, κατ’ ισομοιρία σε έκαστο τούτων, κατ’ εφαρμογή της ερμηνευτικής διάταξης του άρθρου 480 ΑΚ, καθόσον ol ενάγοντες (εκκαλούντες) δεν διευκρινίζουν, είτε στην αγωγή, είτε στις πρωτόδικες ή κατ’ έφεση προτάσεις τους, εάν αιτούνται το παραπάνω ποσό εις ολόκληρον ή κατ’ ισομοιρία, καθώς και το ποσό των 5.000 ευρώ σε έκαστο τούτων για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης τους, αμφότερα δε τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση. Τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων -εκκαλούντων που νίκησαν πρέπει να επιβληθούν, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, σε βάρος των εναγομένων – εφεσίβλητων που ηττήθηκαν (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔικ και 63 παρ. 1,..68 παρ. 1 και 69 παρ. 1 του ν. 4194/2013 : Κώδικας Δικηγόρων), όπως το ύψος τους ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Τέλος, λόγω του ότι η έφεση έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν πρέπει να διαταχθεί, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔικ, η επιστροφή στους εκκαλούντες του παράβολου των εκατόν πενήντα (150) ευρώ, που προκαταβλήθηκε από αυτούς, κατά την κατάθεση της, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 30/11/2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ./2017 (αριθμός έκθεσης κατάθεσης δικογράφου και προσδιορισμού δικασίμου ενώπιον του Εφετείου Αθηνών) έφεση.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στους εκκαλούντες του υπ’ αριθ. ./2017 παραβόλου (e-παράβολο) ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ, το οποίο προκαταβλήθηκε από αυτούς, κατά την κατάθεση της έφεσης.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθ. 3689/2017 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την από 23/11/2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2015 αγωγή.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τις εναγόμενες να καταβάλλουν στους ενάγοντες, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, α) το ποσό των πεντακοσίων πενήντα έξι χιλιάδων τριακοσίων είκοσι πέντε (556.325) ευρώ, κατ’ ισομοιρίαν σε έκαστο των εναγόντων και β) το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ σε καθένα ενάγοντα, αμφότερα τα ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση.
ΕΠΙΒΑΛΕΙ σε βάρος των εναγομένων – εφεσίβλητων τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων – εκκαλούντων για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των είκοσι δύο χιλιάδων διακοσίων σαράντα (22.240) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Αθήνα την 30η Μαΐου 2019 και δημοσιεύθηκε στις 20 Ιουνίου 2019 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του εκκαλούντος.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ