Σε μια διορθωτική κίνηση που θεωρούνταν επιβεβλημένη προχώρησαν τα υπουργεία Οικονομικών και Δικαιοσύνης παρατείνοντας έως τις 19 Μαΐου 2020, το μεταβατικό καθεστώς για το «πάγωμα» περιουσιακών στοιχείων όσων ελέγχονται για ξέπλυμα χρήματος.
Νομοθετική διάταξη που είχε ψηφίσει η κυβέρνηση τον Νοέμβριο που μας πέρασε -και η οποία είχε επικριθεί έντονα από την αντιπολίτευση και τον νομικό κόσμο -προέβλεπε τρίμηνη προθεσμία εντός της οποίας η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες έπρεπε να στείλει σε ανακριτές και δικαστικά συμβούλια τις υποθέσεις για τις οποίες είχε δεσμεύσει περιουσιακά στοιχεία, ώστε να επικυρώσουν ή όχι τις σχετικές διατάξεις δεσμεύσεων για ένα πρόσθετο διάστημα 18 μηνών.
Αν η διαδικασία αυτή δεν ολοκληρωνόταν έως τις 18 Φεβρουαρίου -το τέλος της χρονικής προθεσμίας- τότε θα έπαυε να ισχύει το «πάγωμα», με αποτέλεσμα τα χρήματα να επιστρέφουν στους ιδιοκτήτες τους χωρίς να έχει διαλευκανθεί η προέλευσή τους.
Δεδομένου ότι η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και τα αρμόδια δικαστικά όργανα έπρεπε να διευθετήσουν εντός 90 ημερών περισσότερες από 900 υποθέσεις για τις οποίες τα δεσμευμένα περιουσιακά στοιχεία ξεπερνούσαν το 1 δισ. ευρώ, το θέμα έλαβε διαστάσεις, καθώς εξ αρχής ήταν προφανές πως ο χρόνος δεν επαρκούσε.
Ανταποκρινόμενα στα αιτήματα της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, των εισαγγελέων και των δικαστών τα υπουργεία Δικαιοσύνης και Οικονομικών κατέθεσαν χθες στη Βουλή τροπολογία με την οποία η αρχική προθεσμία της 18ης Φεβρουαρίου μετατίθεται έως τις 19 Μάιου 2020.
Η τροπολογία αναφέρει τα εξής:
«Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 15 του ν. 4637/2019 (Α’ 180) αντικαθίσταται ως εξής: Εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, ήτοι έως τις 19 Μαΐου 2020, οι διατάξεις του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 42 του ν. 4557/2018 πριν τη δημοσίευση του παρόντος νόμου και για τις οποίες έχουν παρέλθει τα χρονικά όρια του εδαφίου α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 34 ΚΠΔ, διαβιβάζονται με τα σχετικά με τη δέσμευση στοιχεία και αντίγραφο του φακέλου της υπόθεσης στον ανακριτή, αν η υπόθεση εκκρεμεί στο στάδιο της ανάκρισης, ή στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, σε κάθε άλλη περίπτωση».
Σύμφωνα με την έκθεση επιπτώσεων που συνοδεύει την τροπολογία, το τρίμηνο μεταβατικό καθεστώς του ν. 4637/2019 θεσπίστηκε «προκειμένου να αποτραπεί ο ενδεχόμενος κίνδυνος ματαίωσης της ανάκτησης των προϊόντων εγκλήματος από το Δημόσιο σε περίπτωση καταδίκης που θα μπορούσε να προκληθεί από μία μαζική παύση σε ισχύ διατάξεων του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες που βρίσκονται εκτός των νέων χρονικών ορίων και που έχουν εκδοθεί με τα προγενέστερα νομικά καθεστώτα».
Όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται, «επισημάνθηκαν δυσχέρειες στη διαβίβαση των σχετικών πράξεων στα αρμόδια δικαστικά όργανα με ενδεχόμενο κινδύνου αυτοδίκαιης παύσης ισχύος διατάξεων δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων» και «με την προτεινόμενη ρύθμιση παρατείνεται η μεταβατική περίοδος προκειμένου να δοθεί ο απαιτούμενος συμπληρωματικός χρόνος και να αντιμετωπισθούν οι δυσχέρειες στη διαβίβαση των πράξεων στα αρμόδια δικαστικά όργανα, αποτρέποντας τον ενδεχόμενο κίνδυνο αυτοδίκαιης παύσης ισχύος διατάξεων δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων».