Παροχή οδηγιών για τη διενέργεια Ένορκης Διοικητικής Εξέτασης (Ε.Δ.Ε.) σύμφωνα με το άρθρο 126 του Υπαλληλικού Κώδικα (ν.3528/2007), όπως έχει αντικατασταθεί και ισχύει, δίνει με εγκύκλιο του, το Υπουργείο Εσωτερικών.
Συγκεκριμένα στην εγκύκλιο αποσαφηνίζεται πότε διενεργείται Ε.Δ.Ε. και ποιος είναι ο σκοπός της.
Συγκεκριμένα σημειώνεται:
Ένορκη διοικητική εξέταση (Ε.Δ.Ε.) ενεργείται κάθε φορά που η υπηρεσία έχει α) σοβαρές υπόνοιες, δηλ. πληροφορίες αξιόλογες και σημαντικές ή β) σαφείς ενδείξεις, δηλ. σοβαρές ενδείξεις που είναι καταρχήν πειστικές, για τη διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος (Ερμηνεία Υπαλληλικού Κώδικα Α.Ι. Τάχος-Ι.Λ. Συμεωνίδης, Άρθρα 106-τρίτο, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2007, σελ. 1349 επ.).
Σκοπός της ΕΔΕ είναι η συλλογή στοιχείων (όχι άτυπη όπως στην προκαταρκτική εξέταση) για τη διαπίστωση:
i) της τέλεσης πειθαρχικού παραπτώματος,
ii) τον προσδιορισμό των προσώπων που τυχόν ευθύνονται και
iii) τη διερεύνηση των συνθηκών κάτω από τις οποίες αυτό έχει τελεστεί, μεταξύ των οποίων και τη διερεύνηση των στοιχείων της υπαιτιότητας και του καταλογισμού (άρθρο 106 Υ.Κ.).
Η ΕΔΕ αποτελεί ανακριτική μέθοδο μεταξύ της προκαταρκτικής εξέτασης (άρθρο 125) και της πειθαρχικής ανάκρισης (άρθρο 127), με την οποία διευκολύνεται η διοίκηση για τυχόν εντοπισμό παραπτωμάτων και υπευθύνων, ώστε στη συνέχεια να κινηθεί, αν χρειασθεί, η πειθαρχική διαδικασία.
Με αυτή διασφαλίζεται και το υπηρεσιακό κύρος αλλά και η προσωπικότητα του υπαλλήλου από αβάσιμες και αναπόδεικτες κατηγορίες και φήμες (ΝΣΚ 271/2001). Ένορκη διοικητική εξέταση (ΕΔΕ) δύναται να διαταχθεί και κατόπιν διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης σε περίπτωση που αυτός που ενεργεί την προκαταρκτική εξέταση κρίνει ότι το υπό εξέταση πειθαρχικό παράπτωμα χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση.
Η ένορκη διοικητική εξέταση δεν συνιστά έναρξη πειθαρχικής δίωξης και δεν διακόπτει την παραγραφή του υπό εξέταση πειθαρχικού παραπτώματος. Με το δεδομένο αυτό δεν είναι δυνατόν στον υπάλληλο, κατά του οποίου συγκεντρώνονται υπόνοιες ή ενδείξεις για τη διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος, να αποδοθεί κατά το στάδιο της διενέργειας ΕΔΕ ο χαρακτηρισμός του κατηγορούμενου ή του πειθαρχικώς διωκόμενου. Επισημαίνεται δε ότι μέχρι την ολοκλήρωση της πειθαρχικής διαδικασίας που ενδεχομένως θα κινηθεί μετά την διενέργεια της ΕΔΕ και την έκδοση πειθαρχικής απόφασης ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας του υπαλλήλου κατ’ ανάλογη εφαρμογή του αντίστοιχου θεμελιώδους κανόνα του ποινικού δικαίου (ΝΣΚ 271/2001).
Ανάθεση ΕΔΕ
Την ένορκη διοικητική εξέταση έχει δικαίωμα να διατάξει οποιοσδήποτε πειθαρχικώς προϊστάμενος, όπως ορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 117 του Υ.Κ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο δεύτερο του ν.4057/2012 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 παρ. 2 του ν.4325/2015 (Παράρτημα – Υπόδειγμα 1).
Η ένορκη διοικητική εξέταση ανατίθεται και ενεργείται από μόνιμο υπάλληλο, ήτοι αποκλειστικά από υπάλληλο με σχέση εργασίας δημοσίου δικαίου, με βαθμό Α` του ίδιου Υπουργείου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (άρθρο 126 παρ. 2 του Υπαλληλικού Κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 41 του ν.4590/2019) και απαγορεύεται απόλυτα η ανάθεση διενέργειας ΕΔΕ σε υπάλληλο κατώτερου βαθμού εκείνου στον οποίο αποδίδεται η πράξη. Από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 126 του Υ.Κ., σύμφωνα με το οποίο η ΕΔΕ ενεργείται από ισόβαθμο υπάλληλο του εξεταζόμενου και του άρθρου 97 περ. γ’ του Υ.Κ., σύμφωνα με το οποίο μεταξύ υπαλλήλων του ίδιου κλάδου και βαθμού δεν υπάρχει προβάδισμα, προκύπτει ότι δεν απαιτείται ο ενεργών την ΕΔΕ υπάλληλος να είναι και αρχαιότερος του υπαλλήλου, στον οποίο αποδίδεται η πράξη (ΔΕφΑθ 62/2015, 1588/2008).
Κατά την κρίση του διατάσσοντος την διενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης και βάσει των συνθηκών τέλεσης του υπό διερεύνηση πειθαρχικού παραπτώματος μπορεί, για λόγους διασφάλισης της αντικειμενικότητας, η ΕΔΕ να ανατίθεται και σε μόνιμο δημόσιο υπάλληλο με βαθμό Α’ άλλου Υπουργείου ή, προκειμένου για νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, του Υπουργείου που το εποπτεύει (άρθρο 126 παρ. 2 του Υπαλληλικού Κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 41 του ν.4590/2019). Επισημαίνεται ότι, δεδομένου ότι οι διατάξεις παρέχουν αυτή τη δυνατότητα, θα πρέπει οι πειθαρχικώς προϊστάμενοι σταθμίζοντας τα πραγματικά περιστατικά κάθε περίπτωσης και την ανάγκη διασφάλισης της αντικειμενικότητας να εξετάζουν εάν συντρέχει λόγος ανάθεσης διενέργειας της Ε.Δ.Ε. σε μόνιμο δημόσιο υπάλληλο άλλου Υπουργείου ή, προκειμένου για νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, του Υπουργείου που το εποπτεύει.
Αν ο υπάλληλος, στον οποίο αποδίδεται η διάπραξη του πειθαρχικού παραπτώματος, είναι προϊστάμενος οργανικής μονάδας οποιουδήποτε επιπέδου, η εντολή για διενέργεια ένορκηςδιοικητικής εξέτασης ανατίθεται σε προϊστάμενο τουλάχιστον ίδιου επιπέδου οργανικής μονάδας.
Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 13 του άρθρου 100 του ν.4622/2019, ο Διοικητής της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας (Ε.Α.Δ.) μπορεί να προκαλέσει τη διενέργεια Ε.Δ.Ε., το πόρισμα της οποίας, πλήρως τεκμηριωμένο, του γνωστοποιείται χωρίς καθυστέρηση. Στην περίπτωση αυτή, εάν προκύψουν πειθαρχικές ευθύνες, η άσκηση πειθαρχικής δίωξης αποτελεί δέσμια διοικητική ενέργεια για τα αρμόδια όργανα, η οποία εκδηλώνεται εντός αποκλειστικής προθεσμίας δέκα ημερών από την περιέλευση του πορίσματος. Η ανωτέρω Ε.Δ.Ε. ενεργείται, κατόπιν εντολής του Διοικητή της Αρχής, κατά παρέκκλιση των οριζομένων στις οικείες διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα, από Επιθεωρητές- Ελεγκτές της Αρχής, που ορίζονται από τον Διοικητή της Αρχής και έναν μόνιμο υπάλληλο με βαθμό τουλάχιστον Α΄ του ελεγχόμενου φορέα, αρχής ή υπηρεσίας, που προτείνεται αντίστοιχα από τον φορέα προέλευσής του, μέσα σε προθεσμία, η οποία ορίζεται στην οικεία πρόσκληση του Διοικητή της Αρχής. Αν παρέλθει άπρακτη η ταχθείσα ως άνω προθεσμία, ο Διοικητής της Αρχής αναθέτει τη διενέργεια της Ε.Δ.Ε. μόνο σε Επιθεωρητές-Ελεγκτές της Αρχής.