Το φαινόμενο της κίνησης παράλληλων ποινικών διώξεων σε βάρος του κατηγορουμένου, αφενός για κάποιο από τα αδικήματα φοροδιαφυγής που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, αφετέρου για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο (άρθρο 25 Ν. 1882/1990, ως ισχύει) τα οποία χρέη, ωστόσο, προέρχονται από την ταμειακή βεβαίωση προστίμων, πρόσθετων φόρων και επιβαρύνσεων που πηγάζουν από τα ίδια αδικήματα φοροδιαφυγής για τα οποία ήδη είναι ποινικά υπόλογος ο κατηγορούμενος, έχει επί μακρόν ταλαιπωρήσει την καθημερινή δικαστηριακή πράξη. Οι λόγοι είναι παραπάνω από προφανείς: Για την ίδια φορολογική παράβαση, δηλαδή για τα ίδια πραγματικά περιστατικά που κατατείνουν στην παραβίαση της διοικητικής (φορολογικής) νομοθεσίας, κινούνται δύο (ή περισσότερες, αν συμπεριλάβει κανείς και τον κίνδυνο της “νομιμοποιήσεως εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα”) ποινικές διώξεις, με τελικό αποτέλεσμα τη δυσανάλογη και άδικη μεταχείριση του υπαιτίου μίας και μόνης πραγματικής συμπεριφοράς.
Το ζήτημα κινείται πλησίστια στη γενική προβληματική των διατάξεων που προβλέπουν περισσότερες κυρώσεις για την ίδια παράβαση, πλήττοντας την αρχή ne bis in idem, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Υπενθυμίζουμε, σχετικά με τα κρατούντα στην εθνική μας έννομη τάξη, την κομβική απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση “Καπετάνιος κλπ. κατά Ελλάδος” (Βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση της 30.4.2015 (Καπετάνιος και λοιποί κατά Ελλάδας), ΠοινΧρ 2015, 612 επ.).
Τη δικαιοπολιτική αστοχία της ύπαρξης παράλληλων ποινικών διώξεων για την ίδια, κατά βάση, φορολογική παράβαση, αποπειράται να αποκαταστήσει ο ποινικός νομοθέτης, με την εισαγωγή ειδικής μεταβατικής διάταξης στο σώμα του (νέου) Ποινικού Κώδικα. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το περιεχόμενο της διάταξης του άρθρου 469 του Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/2019) ορίζεται ότι:
Μετά το εδάφιο β’ της παρ. 1 του άρθρου 25 του Ν.1882/1990 προστίθεται εδάφιο γ’ ως εξής: «Στην αίτηση και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου, […] τα χρέη από τα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις».
Προς διερεύνηση του σκοπού του νομοθέτη, στο πλαίσιο της τελολογικής ερμηνείας του νέου νόμου, ανατρέχει κανείς στο σχετικό περιεχόμενο της Αιτιολογικής Έκθεση του νέου Ποινικού Κώδικα. Σύμφωνα με την τελευταία:
«Με τη μεταβατική αυτή διάταξη … θεραπεύεται επίσης το άτοπο της διπλής αξιολόγησης αξιοποίνων φορολογικών παραβάσεων και τα ποσά που αποτελούν το αποκομισθέν ή επιδιωχθέν προϊόν αυτών αποκλείονται από την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, αφού η μη καταβολή αυτών τυποποιείται ήδη ποινικά από το άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας. Το γεγονός δε ότι το Δημόσιο χρησιμοποιεί τη διαδικασία της ταμειακής βεβαιώσεως για να επιδιώξει την είσπραξη των ποσών που στερήθηκε ως συνέπεια του φορολογικού αδικήματος δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί για τον εκ νέου κολασμό του αδικήματος αυτού, καθώς τόσο η πράξη που προκάλεσε την οφειλή όσο και η ζημία του Δημοσίου παραμένουν οι αυτές …».
Υπό το φως των παραπάνω, προκύπτει ότι αποκλείεται πλέον το διπλό αξιόποινο, αφού καθίσταται σαφές, μετά την εισαγωγή του νέου άρθρου 469 ΠΚ, ότι η γέννηση της οφειλής προς το Δημόσιο (φοροδιαφυγή) και η μη καταβολή του οικείου χρέους (αρ. 25 Ν. 1882/90), έχοντας την αυτή γενεσιουργό αιτία, δεν επιτρέπεται να αποτελούν δύο διαφορετικά αδικήματα. Η νέα ρύθμιση είναι ευπρόσδεκτη, καθώς αίρεται και θεραπεύεται η αξιολογική αντινομία που ίσχυε επί χρόνια και αποτελούσε μια δικαιοπολιτικά ανεπίτρεπτη επιβάρυνση του κατηγορουμένου, παραβιάζοντας την αρχή ne bis in idem.
Η νομοθετική παρέμβαση δεν εξουδετερώνει, ωστόσο, αφ’εαυτής το προβληματικό φαινόμενο, εάν η νομολογία δεν υιοθετήσει αποφασιστικά, χωρίς φορμαλιστικές αγκυλώσεις, το πνεύμα της νέας διάταξης. Στα πρώτα βήματα της ζωής του νέου νομοθετικού πλαισίου, έχει ήδη παρατηρηθεί, στην πράξη, η έκδοση αναβλητικών αποφάσεων των δικαστηρίων της ουσίας, προκειμένου να διερευνηθεί εάν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για τα οικεία αδικήματα φοροδιαφυγής. Είναι, εντούτοις, προφανές ότι ο νομοθέτης ουδόλως απαιτεί είτε τη διαπίστωση της κίνησης παράλληλης ποινικής δίωξης, για κάποιο από τα αδικήματα του άρθρου 66 ΚΦΔ. Ο νομοθέτης ρητώς εξαιρεί τα χρέη που προέρχονται από αδίκημα φοροδιαφυγής, από το ρυθμιστικό πεδίο του Ν. 1882/90, θέτοντας αυτά εκτός της αντικειμενικής υπόστασης του άρθρου 25 του εν λόγω νόμου. Στο πνεύμα αυτό, η μόλις εκδοθείσα (και αδημοσίευτη) υπ’ αριθ. 1616/2019 απόφαση του ΑΠ, σύμφωνα με την οποία: “**αφού μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης καταδικαστικής απόφασης ίσχυσε, κατά τα προαναφερθέντα, ο νέος Ποινικός Κώδικας (Ν. 4619/2019), στο άρθρο 469 του οποίου περιέχεται η παραπάνω επιεικέστερη διάταξη, κατά την οποία τα χρέη από αδικήματα, που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, όπως όλα τα παραπάνω, ανεξάρτητα από το ποσό τους, δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του κατηγορουμένου – αναιρεσείοντος, καθίσταται πλέον ανέγκλητη η ως άνω πράξη”.
Συνεπώς, κάθε άλλη πρόσθετη διαδικαστική ή ουσιαστική προϋπόθεση που τυχόν αναζητεί η δικαστηριακή πρακτική, κείται εκτός του πνεύματος του νομοθέτη.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο 2ου τεύχους το magazinο Με Το Δικηγόρο, το οποίο είναι διαθέσιμο ηλεκτρονικά εδώ.