Ορισμένο της αγωγής
Απαραίτητα στοιχεία για το ορισμένο της αγωγής αποζημίωσης από αδικοπραξίαάρ.914 ΑΚ ή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης από αδικοπραξίαάρ.932 ΑΚ είναι
- η πρόκληση ζημίας ή ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνηςΑΠ 1596/2014 σκέψ.2ΑΠ 1312/2015ΑΠ 997/2012ΑΠ 2143/2007 σκέψ.II, και
- η παράνομη συμπεριφορά του δράστηΑΠ 1596/2014 σκέψ.2ΑΠ 1312/2015ΑΠ 997/2012ΑΠ 2143/2007 σκέψ.II, και
- η υπαιτιότητα του δράστηΑΠ 1596/2014 σκέψ.2ΑΠ 1312/2015ΑΠ 997/2012ΑΠ 2143/2007 σκέψ.II, και
- η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας ή της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνηςΑΠ 1596/2014 σκέψ.2ΑΠ 1312/2015ΑΠ 997/2012ΑΠ 2143/2007 σκέψ.II.
Ζημία
Ζημία είναι κάθε δυσμενής μεταβολή στα έννομα αγαθά (περιουσιακά και μη περιουσιακά) του προσώπου ως συνέπεια της παράνομης πράξηςΑΠ 1248/2017. Η ζημία που προξενείται στα περιουσιακής φύσης αγαθά του προσώπου, δηλαδή στα αποτιμητά σε χρήμα αγαθά, αποτελεί την περιουσιακή ζημίαΑΠ 1248/2017. Η ζημία που προξενείται στα ηθικά αγαθά του ατόμου, δηλαδή σε εκείνα που συνδέονται στενά με την προσωπικότητά του (πχ. προσβολή της τιμής, της ελευθερίας, της σωματικής και ψυχικής υγείας του ατόμου), αποτελεί την ηθική βλάβηΑΠ 1248/2017. Η ηθική βλάβη αποκαθίσταται με τη μορφή της χρηματικής ικανοποίησης στις περιπτώσεις των άρ.57 ΑΚ έως άρ.59 ΑΚ (προσβολή του δικαιώματος επί της προσωπικότητας), και του άρ.932 ΑΚ (αδικοπραξία)ΑΠ 1248/2017άρ.57 ΑΚάρ.58 ΑΚάρ.59 ΑΚάρ.932 ΑΚ.
Αποθετική ζημία
Για να είναι ορισμένη η αγωγή για απαίτηση αποθετικής ζημίας, η αγωγή πρέπει να αναφέρει πραγματικά περιστατικά που να πιθανολογούν τη μελλοντική ζημία του ενάγοντα και θα καταστήσουν δυνατή στον δικαστή την εκτίμηση της πιθανότητας επέλευσης της ζημίαςΑΠ 869/2013.
Παράνομη συμπεριφορά
Παράνομη ανθρώπινη συμπεριφορά είναι η αντίθεση σε προϋπάρχοντα επιτακτικό ή απαγορευτικό κανόνα δικαίου, γραπτό ή άγραφοΑΠ 2143/2007 σκέψ.II. Η παράνομη συμπεριφορά μπορεί να συνίσταται
- σε θετική ενέργειαΑΠ 1596/2014 σκέψ.2ΑΠ 997/2012, ή
- αν υπήρχε νομική υποχρέωση για επιχείρηση της θετικής ενέργειας που παραλείφθηκε, σε παράλειψηΑΠ 1596/2014 σκέψ.2ΑΠ 997/2012.
Νομική υποχρέωση για επιχείρηση θετικής ενέργειας μπορεί να προκύπτει είτε
- από δικαιοπραξίαΑΠ 997/2012, είτε
- από ειδική διάταξη νόμουΑΠ 997/2012, είτε
- από την αρχή της καλής πίστηςΑΠ 997/2012.
Το ζημιογόνο γεγονός μπορεί να προέλθει από οποιονδήποτε τρίτο, ο οποίος με παράνομη πράξη ή παράλειψή του προσβάλλει απόλυτο δικαίωμα του προσώπου που ζημιώθηκεΑΠ 997/2012άρ.914 ΑΚ. Αν το ζημιογόνο γεγονός είναι ανεξάρτητο από προηγούμενη υποχρέωση, μπορεί να γεννηθεί αδικοπρακτική ευθύνηΑΠ 997/2012άρ.914 ΑΚ. Αν η πράξη ή η παράλειψη που προκάλεσε τη ζημία δεν είναι καθ’ εαυτή παράνομη, αλλά συνιστά αθέτηση υποχρέωσης, που έχει ήδη αναληφθεί, δεν υπάρχει αδικοπρακτική, αλλά ενδοσυμβατική ευθύνηΑΠ 997/2012. Στην περίπτωση αυτή, η ενδοσυμβατική ευθύνη συνίσταται στο διαφέρον, το οποίο συνδέεται αιτιωδώς με την αθέτηση (υπερημερία, αδυναμία, θετική προσβολή κλπ.)ΑΠ 997/2012.
Δικαιοπραξία
Αν η νομική υποχρέωση προς θετική ενέργεια προκύπτει από δικαιοπραξία, μπορεί να συρρέουν δικαιοπρακτική και αδικοπρακτική ευθύνηΑΠ 997/2012.
Αθέτηση σύμβασης
Μόνη η αθέτηση από τον ένα των συμβαλλομένων κάποιας από τη σύμβαση υποχρέωσης, την οποία ανέλαβε έναντι του άλλου, δεν αποτελεί πράξη αντίθετη προς τα χρηστά ήθη, ώστε να θεμελιώνει και αξίωση αποζημίωσης κατά το άρ.919 ΑΚΑΠ 997/2012. Η ζημιογόνος συμπεριφορά από πρόθεση, με την οποία παραβιάζεται σύμβαση, μπορεί να θεμελιώσει και αξίωση αποζημίωσης, βάσει του άρ.919 ΑΚ, μόνο αν θα ήταν αντίθετη στα χρηστά ήθη ακόμη και αν διαπράττονταν και χωρίς τη συμβατική σχέσηΑΠ 997/2012. Η αθέτηση σύμβασης δεν αποτελεί αδικοπραξία980/2014 Εφ.ΑΘηνών. Η αθέτηση σύμβασης αποτελεί παράνομη πράξη, η οποία ρυθμίζεται από τις διατάξεις περί παροχής (αδυναμία παροχής, υπερημερία οφειλέτη, πλημμελή εκπλήρωση της σύμβασης)980/2014 Εφ.Αθηνών. Αν η αθέτηση της σύμβασης αποτελεί ταυτόχρονα και παράβαση των συναλλακτικών ηθών (πχ. προσβολή της αρχής της εμπιστοσύνης του κοινού στους προμηθευτές), γεννάται δικαίωμα αποζημίωσης από αδικοπραξία980/2014 Εφ.ΑΘηνών. Η υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται σύμβαση, μπορεί, πέρα από την αξίωση για παραβίαση της σύμβασης, να επιστηρίξει και αξίωση αποζημίωσης από αδικοπραξία, αν, και χωρίς τη συμβατική σχέση τελούμενη, θα ήταν παράνομη ως αντικείμενη στο από το δίκαιο επιβαλλόμενο γενικό καθήκον του να μη ζημιώνει κάποιος άλλον υπαιτίως, χωρίς προς τούτο να απαιτείται και η συνδρομή κάποιου άλλου στοιχείουΑΠ 504/2016. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει συρροή νομίμων βάσεων, μεταξύ συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, ο δε δανειστής έχει δικαίωμα να στηρίξει την αξίωσή του για αποζημίωση είτε στη σύμβαση, είτε στην αδικοπραξία, είτε επιβοηθητικά και στις δύοΑΠ 504/2016ΑΠ 1801/2014ΑΠ 878/2011ΑΠ 1901/2008ΑΠ 555/1999.
Αδικοπραξία από παροχή υπηρεσιών
Αποζημίωση οφείλει και ο πάροχος υπηρεσιών αν παράνομα και υπαίτια προκάλεσε ζημία ή ηθική βλάβη στον αποδοχέα των υπηρεσιώνν.2251/1994 άρ.8. Αν ο αποδοχέας των υπηρεσιών σύναψε τη σύμβαση ως μέρος της επαγγελματικής του δραστηριότητας, δεν προστατεύεται με τις συγκεκριμένες διατάξεις3884/2006 Εφ.Αθηνών414/2013 Μον.Πρ.Λαμίας.
Ειδική διάταξη νομου
Για να γεννηθεί δικαίωμα αποζημίωσης από αδικοπραξία, δεν απαιτείται η άδικη πράξη να αποτελεί και ποινικό αδίκημαΑΠ 838/2008.
Αδικοπραξία που αποτελεί και ποινικό αδίκημα
Ειδικότερες μορφές αδικοπραξίας που αποτελούν και ποινικό αδίκημα είναι και η συκοφαντική δυσφήμηση, η ψευδής καταμήνυση, η ψευδορκία, η απάτη, και η πλαστογραφία.
Συρροή ή κατ’ εξακολούθηση έγκλημα
Το αν περισσότερες πράξεις του ίδιου ατόμου θεωρούνται ως ένα κατ’ εξακολούθηση έγκλημα ή αν πρόκειται για πραγματική συρροή καταλείπεται στην κρίση του δικαστηρίου της ουσίαςΑΠ Ποιν. 308/2016.
Ηθική αυτουργία
Περισσότερα για την ηθική αυτουργία.
Αντίθεση στα χρηστά ήθη
Ειδική διάταξη νόμου που προβλέπει νομική υποχρέωση για επιχείρηση θετικής ενέργειας δύναται να αποτελεί και το άρ.919 ΑΚ, αν συντρέχει αντίθεση στα χρηστά ήθη και πρόθεση βλάβηςΑΠ 997/2012. Αν κάποιος ζημιώσει άλλον με πρόθεση, και κατά τρόπο αντίθετο στα χρηστά ήθη, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσειάρ.919 ΑΚ. Η από πρόθεση πρόκληση ζημίας σε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη είναι πράξη παράνομη και δημιουργεί υποχρέωση προς αποζημίωση, καθώς και προς καταβολή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβηςΑΠ 997/2012άρ.919 ΑΚάρ.932 ΑΚ. Η αδικοπραξία κατ’ άρ.919 ΑΚ μπορεί να συνιστά και αδικοπραξία κατ’ άρ.914 ΑΚΠλ.Ολομ. ΑΠ 2/2008. Κύριο γνώρισμα της κατ’ άρ.919 ΑΚ αδικοπραξίας είναι η προσβολή των χρηστών ηθών από την πράξη του υπαιτίου, που επιχειρείται από πρόθεση, ή και από την παράλειψη του υπαιτίουΠλ.Ολομ. ΑΠ 2/2008. Η αντίθεση προς τα χρηστά ήθη εξετάζεται αντικειμενικά και σύμφωνα με την αντίληψη του υγιούς κατά το δίκαιο σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπουΠλ.Ολομ. ΑΠ 2/2008. Ως κριτήριο των χρηστών ηθών, κατά την έννοια του άρ.919 ΑΚ, χρησιμεύουν οι ιδέες του εκάστοτε κατά τη γενική αντίληψη χρηστώς και με φρόνηση σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπουΑΠ 997/2012. Η έννοια των χρηστών ηθών, ως προς το επιτρεπτό του επιδιωχθέντος σκοπού και των χρησιμοποιηθέντων μέσων, είναι νομικήΠλ.Ολομ. ΑΠ 2/2008. Όσον αφορά την πρόθεση, δεν απαιτείται το πρόσωπο να ενήργησε τη ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη προς τον αποκλειστικό σκοπό της βλάβης τρίτου, αλλά αρκεί και η περί της επελθούσας ζημίας θέλησή του, δηλαδή είναι επαρκές ότι τελούσε σε γνώση περί του ότι η εκδηλωθείσα συμπεριφορά του ήταν δυνατόν να προκαλέσει ζημία και παρόλα αυτά δεν απέσχε της πράξης ή παράλειψης από την οποία επήλθε η ζημίαΠλ.Ολομ. ΑΠ 2/2008.
Αρχή της καλής πίστης
Καλή πίστη, υπό την αντικειμενική έννοια όπως απαντάται στα άρ.200 ΑΚ, άρ.281 ΑΚ και άρ.288 ΑΚ, είναι η συναλλακτική ευθύτητα, την οποία επιδεικνύει ο χρηστός και εχέφρων συναλλασσόμενοςΑΠ 997/2012.
Υπαιτιότητα
Οι όροι πταίσμα και υπαιτιότητα είναι ταυτόσημοι όσον αφορά τη θεμελίωση της ευθύνης κατά τον ΑΚΑΠ 1248/2017άρ.300 ΑΚ. Με τον όρο πταίσμα ή υπαιτιότητα, ως αναγκαία προϋπόθεση της ευθύνης κατά τον ΑΚ, εννοείται ο ψυχικός δεσμός του προσώπου προς μια ενέργειά του ή προς το αποτέλεσμά της, ο οποίος δεσμός δικαιολογεί τη μομφή σε βάρος του προσώπου από την έννομη τάξη με τη γένεση στο πρόσωπο της ευθύνης προς αποζημίωσηΑΠ 1248/2017άρ.300 ΑΚ. Ο ψυχικός δεσμός του πταίσματος ή υπαιτιότητας προς μια ενέργεια του προσώπου συνίσταται είτε στο ότι επιδίωξε την ενέργεια αυτή (δόλος), είτε στο ότι δεν έλαβε τα επιβαλλόμενα μέτρα έτσι ώστε να την αποφύγειΑΠ 1248/2017. Η αδικοπρακτική ευθύνη βασίζεται στην υπαιτιότηταΑΠ 2143/2007 σκέψ.II. Η προϋπόθεση της υπαιτιότητας για τη θεμελίωση ευθύνης πληρούται, αν στο πρόσωπο του ζημιώσαντος υπάρχει οποιαδήποτε μορφή δόλου ή αμέλειας (βαριά ή ελαφρά)ΑΠ 1248/2017. Η υπαιτιότητα περιλαμβάνει τον δόλο και την αμέλειαΑΠ 2143/2007 σκέψ.II. Η υπαιτιότητα έχει ως προϋπόθεση την ικανότητα προς καταλογισμό (ή ικανότητα προς αδικοπραξία ή ικανότητα προς πταίσμα)ΑΠ 1248/2017. Για την κατάφαση της υπαιτιότητας, και περαιτέρω της κατάφασης αδικοπρακτικής ευθύνης, είναι απαραίτητη η ικανότητα προς καταλογισμόΑΠ 1248/2017. Δηλαδή απαιτείται η παράνομη συμπεριφορά να μπορεί να καταλογιστεί προσωπικά στον δράστηΑΠ 1248/2017. Γνήσια αντικειμενική ευθύνη είναι η ευθύνη απο διακινδύνευση, ανεξάρτητη από την υπαιτιότηταΑΠ 52/2016. Μη γνήσια ή νόθος αντικειμενική ευθύνη είναι η ευθύνη αν η υπαιτιότητα τεκμαίρεταιΑΠ 1248/2017ΑΠ 1239/2014. Στη μη γνήσια ή νόθο αντικειμενική ευθύνη η ύπαρξη της υπαιτιότητας μπορεί να ανατραπείΑΠ 549/2008. Δηλαδή στη μη γνήσια ή νόθο αντικειμενική ευθύνη γίνεται αντιστροφή του βάρους απόδειξης της υπαιτιότηταςΑΠ 549/2008. Αν η αγωγή αποζημίωσης στηρίζεται στην αδικοπραξία του εναγομένου, και ο εναγόμενος προβάλει ισχυρισμό ότι αποκλειστικός υπαίτιος της ζημίας του παθόντος είναι ο παθών, ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου συνιστά άρνηση της βάσης της αγωγήςΑΠ 315/2008άρ.914 ΑΚ. Αν η αγωγή αποζημίωσης στηρίζεται στην αδικοπραξία του εναγομένου, και ο εναγόμενος προβάλει ισχυρισμό ότι στην επέλευση της ζημίας συνετέλεσε και πταίσμα του παθόντος, ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό, και συγκεκριμένα ένσταση από το άρ.300 ΑΚ καταλυτική εν όλω ή εν μέρει της αγωγήςΑΠ 315/2008άρ.914 ΑΚ. Η ένσταση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι περιέχεται στον ισχυρισμό του εναγομένου περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του παθόντος, δηλαδή στην άρνηση της αγωγής από τον εναγόμενοΑΠ 315/2008. Για τον λόγο αυτό, για τη θεμελίωση της ένστασης συνυπαιτιότητας δεν αρκεί η απλή παράθεση πραγματικών περιστατικών, ικανών να θεμελιώσουν πταίσμα το παθόντος, αλλά απαιτείται και σαφής μνεία ότι τα πραγματικά αυτά περιστατικά προτείνονται προς θεμελίωση της ένστασης συνυπαιτιότηταςΑΠ 315/2008άρ.262 ΚΠολΔ. Η έννοια της υπαιτιότητας είναι νομική, και επομένως η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς τη συνδρομή ή όχι της υπαιτιότητας υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου για ευθεία και εκ πλαγίου παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίουΑΠ 1465/2013άρ.559 αριθ.1 ΚΠολΔάρ.559 αριθ.19 ΚΠολΔ.
Αιτιώδης συνάφεια
Προϋπόθεση για τη γένεση της ευθύνης κατ’ άρ.914 ΑΚ είναι και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίαςΑΠ 1248/2017. Η αναγκαιότητα της ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας για τη θεμελίωση της ευθύνης προς αποζημίωση δεν ορίζεται ρητά στον νόμο, προκύπτει όμως από τη γενική θεώρηση των διατάξεων που καθιερώνουν αυτή την ευθύνηΑΠ 1248/2017. Ως αιτιώδης συνάφεια εννοείται η σχέση μεταξύ του νομίμου λόγου ευθύνης παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του δράστη και του αποτελέσματος (ζημίας)ΑΠ 1248/2017. Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει αν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων το επιζήμιο αποτέλεσμαΑΠ 1248/2017ΑΠ 1312/2015. Αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξης ή παράλειψης του υπαιτίου και της προξενηθείσας ζημίας υπάρχει αν η πράξη ή παράλειψη του υπαιτίου, εν όψει των ειδικών περιστάσεων και των διδαγμάτων της κοινής πείρας ήταν πρόσφορη αιτία του επιζημίου αποτελέσματος, δηλαδή ήταν ικανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να έχει ως συνέπεια την αξιούμενη ζημίαΑΠ 315/2008άρ.298 εδ.2 ΑΚάρ.914 ΑΚ. Το αν η παράνομη πράξη υπήρξε αναγκαίος όρος για την παραγωγή του ζημιογόνου αποτελέσματος, ως μέρος της κρίσης περί ύπαρξης αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της ζημίας και του νόμιμου λόγου ευθύνης, στον οποίο συγκαταλέγεται και η παράνομη πράξη, αποτελεί για το δικαστήριο της ουσίας κρίση πραγματική, η οποία είναι αναιρετικά ανέλεγκτηΑΠ 315/2008. Το αν η συγκεκριμένη αιτία είναι κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων πρόσφορη για την πρόκληση του ζημιογόνου αποτελέσματος, αποτελεί για το δικαστήριο της ουσίας κρίση νομική, η οποία ελέγχεται αναιρετικά, ειδικότερα από την άποψη της παραβίασης των διδαγμάτων της κοινής πείρας κατά την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, και από την άποψη της έλλειψης νόμιμης βάσηςΑΠ 315/2008. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δέχθηκε ως αποδειχθέντα, επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειαςΑΠ 1312/2015. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί του ότι στη συγκεκριμένη ένδικη περίπτωση η πράξη ή η παράλειψη την οποία δέχθηκε ως αποδεδειγμένη αποτέλεσε ή δεν αποτέλεσε την αιτία του επιζήμιου αποτελέσματος, περί του ότι δηλαδή το ζημιογόνο γεγονός σε σχέση με τη ζημία βρίσκεται ή δεν βρίσκεται σε σχέση αιτίου και αποτελέσματος, ανάγεται σε εκτίμηση πραγματικών περιστατικών, και δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχοΑΠ 1554/2014 σκέψ.IIIάρ.561 παρ.1 ΚΠολΔ. Η έννοια του αιτιώδους συνδέσμου είναι νομική, και επομένως η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς τη συνδρομή ή όχι του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του ζημιώσαντος και του ζημιογόνου αποτελέσματος υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου για ευθεία και εκ πλαγίου παράβαση κανόνων ουσιαστικού δικαίουΑΠ 1465/2013άρ.559 αριθ.1 ΚΠολΔάρ.559 αριθ.19 ΚΠολΔ.
Στοιχεία που δεν απαιτούνται για το ορισμένο της αγωγής
Στο δικόγραφο της αγωγής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης δεν απαιτείται να εκτίθενται τα προσδιοριστικά στοιχεία βάσει των οποίων θα καθορισθεί το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης, καθώς αυτά δύνανται να προκύψουν από τις αποδείξειςΑΠ 265/2015 σκέψ.X. Προσδιοριστικά στοιχεία βάσει των οποίων θα καθορισθεί το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης αποτελούν, μεταξύ άλλων, ο βαθμός του πταίσματος του αδικοπρακτήσαντος, και η κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διάδικων μερώνΑΠ 265/2015 σκέψ.X. Αν κατατεθεί αγωγή με αίτημα την καταδίκη των εναγομένων σε αποζημίωση εις ολόκληρον, και στην αγωγή δεν υπάρχει επίκληση ως “κοινής” της πράξης των εναγομένων, η αγωγή δεν είναι αόριστη από μόνο τον λόγο αυτόΑΠ 194/2012άρ.914 ΑΚ. Η έλλειψη επίκλησης ως “κοινής” της πράξης των εναγομένων οδηγεί σε καταδίκη σε διαιρετή παροχήΑΠ 194/2012άρ.480 ΑΚ.
Ευθύνη νομικού προσώπου
Το νομικό πρόσωπο ευθύνεται από τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημίωσηςΑΠ 1312/2015άρ.71 εδ.1 ΑΚ. Αν η πράξη ή η παράλειψη του αρμοδίου οργάνου είναι υπαίτια και παράγει υποχρέωση αποζημίωσης, ευθύνεται και το αρμόδιο όργανο εις ολόκληρον με το νομικό πρόσωποΑΠ 1312/2015άρ.71 εδ.2 ΑΚ. Δηλαδή, το καταστατικό όργανο έχει πρόσθετη μετά του νομικού προσώπου υποχρέωση, ανεξάρτητη, ωστόσο, αυτής του νομικού προσώπουΑΠ 1312/2015. Επί ανώνυμης εταιρείας, οι διοικούντες αυτήν δεν έχουν μεν προσωπική υποχρέωση για χρέη της εταιρείας, είναι όμως δυνατή η ευθύνη των διοικούντων την εταιρεία προσωπικώς από αδικοπραξία κατά το άρ.914 ΑΚ, καθώς η αρχή της μη ευθύνης των διοικούντων ανώνυμη εταιρεία κάμπτεται και δεν ισχύει αν υπάρχει πταίσμα αυτών από αδικοπραξία, βάσει των γενικών αρχών (άρ.914 ΑΚ), οπότε υφίσταται ευθύνη τουςΑΠ 1312/2015.
Απαλλαγή από την ευθύνη
Δεν ευθύνεται σε αποζημίωση όποιος ζημίωσε άλλον
- αν δεν είχε συμπληρώσει το δέκατο έτος της ηλικίας τουάρ.916 ΑΚ, ή
- αν είχε συμπληρώσει το δέκατο έτος της ηλικίας του, αλλά όχι το δέκατο τέταρτο έτος, και ενήργησε χωρίς διάκρισηάρ.917 εδ.1 ΑΚ, ή
- αν είναι κωφάλαλος και ενήργησε χωρίς διάκρισηάρ.917 εδ.2 ΑΚ, ή
- αν δεν είχε συνείδηση των πράξεών τουάρ.915 ΑΚ, ή
- αν βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά την κρίση και τη βούλησή τουάρ.915 εδ.1 ΑΚ. Αν η κατάσταση αυτή οφείλονταν σε χρήση οινοπνευματωδών ποτών ή παραπλήσιων μέσων, η κατάσταση πρέπει να είναι ανυπαίτιαάρ.915 εδ.2 ΑΚ.
Αν η ζημία δεν μπορεί να καλυφθεί από αλλού, ο ως άνω μη ευθυνόμενος ζημιών μπορεί να καταδικασθεί από το δικαστήριο, μετά από εκτίμηση της κατάστασης των μερών, σε εύλογη αποζημίωσηάρ.918 ΑΚ.
Επιδίκαση αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης
Αν στην αγωγή δεν εκτίθεται με ακρίβεια η τέλεση της αδικοπραξίας από τον υπόχρεο στην καταβολή χρηματικής ικανοποίησης ή οι προϋποθέσεις θεμελίωσης αντικειμενικής ευθύνης από τον νόμο, και η πρόκληση της ηθικής βλάβης στον αιτούμενο, και δεν προσδιορίζεται το αιτούμενο χρηματικό ποσό, η αγωγή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης είναι αόριστηΑΠ 265/2015. Το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθορίζει εν συνεχεία το ύψος της οφειλόμενης γι’ αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη, ως κριτήρια, το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου, και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερώνΑΠ 2099/2017. Ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης κατ’ άρ.932 ΑΚ αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται, κατ’ αρχήν, σε αναιρετικό έλεγχο, καθώς σχηματίζεται από την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων, χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να κριθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, είτε ευθέως, είτε εκ πλαγίου, για έλλειψη νόμιμης βάσηςΑΠ 2099/2017άρ.561 παρ.1 ΚΠολΔ. Κατά τον καθορισμό του ποσού που επιδικάζεται, επιβάλλεται να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική νομική αρχή και μάλιστα αυξημένης τυπικής ισχύος, υπό την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, πράγμα που, αν συμβαίνει, ελέγχεται ως παραβίαση της εν λόγω γενικής νομικής αρχής, δηλαδή ως πλημμέλειες του άρ.559 αριθ.1 ΚΠολΔ και άρ.559 αριθ.19 ΚΠολΔΑΠ 2099/2017.
Συμψηφισμός έναντι απαίτησης από αδικοπραξία
Δεν επιτρέπεται συμψηφισμός έναντι απαίτησης αποζημίωσης από αδικοπραξία, αν η ενέργεια του υπόχρεου σε αποζημίωση είναι δόλιαάρ.450 ΑΚΑΠ 838/2008, χωρίς να είναι απαραίτητο η αδικοπραξία του υπόχρεου να συνιστά ποινικό αδίκημαάρ.450 ΑΚΑΠ 838/2008. Ο συμψηφισμός ανταπαίτησης του δράστη κατά του θύματος, η οποία προέρχεται από αδίκημα, απαγορεύεται, είτε η ανταπαίτηση είναι προγενέστερη είτε είναι μεταγενέστερη της κύριας απαίτησηςΑΠ 194/2012. Αν η παραβίαση συμβατικής υποχρέωσης θεμελιώνει παράλληλα και αξίωση αδικήματος από δόλο, οπότε υπάρχει συρροή δύο αξιώσεων, η επίκληση συμψηφισμού κατά της αξίωσης από σύμβαση επιφέρει απόσβεση και της παράλληλης αξίωσης από αδικοπραξίαΑΠ 194/2012.
Επίσχεση έναντι απαίτησης από αδικοπραξία
Δεν επιτρέπεται επίσχεση έναντι απαίτησης αποζημίωσης από αδικοπραξία, αν η ενέργεια του υπόχρεου σε αποζημίωση είναι δόλιαάρ.327 AKάρ.450 ΑΚΑΠ 838/2008, χωρίς να είναι απαραίτητο η αδικοπραξία του υπόχρεου να συνιστά ποινικό αδίκημαάρ.327 AKάρ.450 ΑΚΑΠ 838/2008.
Υποστήριξη ή διάδοση αναληθών ειδήσεων
Αν κάποιος υποστηρίζει ή διαδίδει αναληθείς ειδήσεις που εκθέτουν σε κίνδυνο την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον του άλλου, ενώ γνωρίζει ή αγνοεί υπαίτια το αναληθές τους, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσειάρ.920 ΑΚ. Προϋποθέσεις εφαρμογής του άρ.920 ΑΚ είναι
- η υποστήριξη ή διάδοση αναληθών ειδήσεων,Πλ.Ολομ. ΑΠ 2/2008, και
- η γνώση ή υπαίτια άγνοια της αναλήθειας,Πλ.Ολομ. ΑΠ 2/2008, και
- οι διαδόμενες ή υποστηριζόμενες αναληθείς ειδήσεις εκθέτουν ουσιωδώς και πραγματικά σε κίνδυνο το επάγγελμα ή την πίστη φυσικού ή νομικού προσώπου, ή το μέλλον του,Πλ.Ολομ. ΑΠ 2/2008, και
- η ύπαρξη περιουσιακής ζημίας, αιτιωδώς προκαλούμενης από την έκθεση σε κίνδυνο ενός από τα παραπάνω αγαθάΠλ.Ολομ. ΑΠ 2/2008.
Γνώση ή υπαίτια άγνοια της αναλήθειας υπάρχει όταν αυτός που υποστηρίζει ή διαδίδει αναληθείς ειδήσεις γνωρίζει ή υπαίτια, δηλαδή από αμέλεια, αγνοεί την αναλήθειαΠλ.Ολομ. ΑΠ 2/2008. Κίνδυνος κατά του επαγγέλματος ή της πίστης φυσικού ή νομικού προσώπου είναι ο κίνδυνος κατά της καλής γνώμης και υπόληψης που έχουν οι τρίτοι γι’ αυτό σχετικά με την οικονομική και επαγγελματική του κατάστασηΠλ.Ολομ. ΑΠ 2/2008. Το μέλλον του φυσικού ή νομικού προσώπου, κατ’ άρ.920 ΑΚ, συνίσταται στην οικονομική και επαγγελματική του βελτίωσηΠλ.Ολομ. ΑΠ 2/2008.
Απαίτηση από προσβολή της προσωπικότητας
Αν κάποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του, έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλονάρ.57 εδ.1 ΑΚ. Αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεταιάρ.57 εδ.3 ΑΚ. Στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθείάρ.59 εδ.1 ΑΚάρ.57 ΑΚ. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα, ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσειςάρ.59 εδ.2 ΑΚ. Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβηςάρ.932 εδ.1 ΑΚ. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία τουάρ.932 εδ.2 ΑΚ. Για να γεννηθεί αξίωση προστασίας από προσβολή της προσωπικότητας, κατ’ άρ.57 ΑΚ, άρ.59 ΑΚ, άρ.914 ΑΚ και άρ.932 ΑΚ, πρέπει η προσβολή να είναι παράνομη, να αντίκειται δηλαδή σε διάταξη που απαγορεύει συγκεκριμένη πράξη, με την οποία προσβάλλεται έκφανση αυτής, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την προσβολήΑΠ 1750/2014. Έτσι, η προσβολή μπορεί να προέλθει και από ποινικώς κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή δυσφήμηση ή συκοφαντική δυσφήμηση, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρ.361 ΠΚ, άρ.362 ΠΚ και άρ.363 ΠΚΑΠ 1750/2014. Ο άδικος χαρακτήρας των πράξεων της εξύβρισης και της απλής δυσφήμησης αίρεται και στην περίπτωση που οι σχετικές εκδηλώσεις γίνονται για διαφύλαξη δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρονΑΠ 1750/2014άρ.367 παρ.1 ΠΚάρ.367 παρ.2 ΠΚ. Τέτοιο ενδιαφέρον έχει και κάθε πρόσωπο κατά την υπεράσπιση των έννομων συμφερόντων του επί δικαστηρίουΑΠ 1750/2014. Και στην περίπτωση, όμως, αυτή, ο άδικος χαρακτήρας της εξυβριστικής ή δυσφημιστικής εκδήλωσης δεν αίρεται και, συνεπώς, παραμένει η παρανομία ως συστατικό στοιχείο της αδικοπραξίας, όταν η άνω εκδήλωση αποτελεί συκοφαντική δυσφήμηση ή όταν προκύπτει σκοπός εξύβρισης, δηλαδή σκοπός που κατευθύνεται ειδικώς σε προσβολή της τιμής άλλου, με αμφισβήτηση της ηθικής ή κοινωνικής αξίας του προσώπου του ή με περιφρόνηση αυτούΑΠ 1750/2014. Ειδικός σκοπός εξύβρισης υπάρχει στον τρόπο εκδήλωσης της προσβλητικής συμπεριφοράς, όταν αυτός δεν ήταν αντικειμενικά αναγκαίος για τη δέουσα απόδοση του περιεχομένου της σκέψης εκείνου που φέρεται ότι ενεργεί από δικαιολογημένο ενδιαφέρον, και ο οποίος μολονότι γνώριζε τούτο, χρησιμοποίησε τον τρόπο αυτό για να προσβάλλει την τιμή άλλουΑΠ 1750/2014. Ο ειδικός σκοπός εξύβρισης, ως νομική έννοια, ελέγχεται από τον Άρειο ΠάγοΑΠ 1750/2014. Η διάταξη του άρ.367 ΠΚ, για την ενότητα της έννομης τάξης, εφαρμόζεται αναλογικά και στον χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις διατάξεις των άρ.57-59 ΑΚ και άρ.914 επ. ΑΚΑΠ 1750/2014. Όταν αίρεται ο άδικος χαρακτήρας των αξιόποινων πράξεων της απλής δυσφήμησης και της εξύβρισης (με την επιφύλαξη του άρ.367 παρ.2 ΠΚ), αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιου συμπεριφοράς, ως όρου της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίουΑΠ 1750/2014. Έτσι, η προβολή περίπτωσης του άρ.367 παρ.1 ΠΚ αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος προσώπου (ένσταση), λόγω άρσης του παρανόμου της προσβολήςΑΠ 1750/2014. Η προβολή, από τον προσβληθέντα, ισχυρισμού από τη διάταξη του άρ.367 παρ.2 ΠΚ αποτελεί αντένσταση κατά της, από τη διάταξη της πρώτης παραγράφου του αυτού άρθρου, ένστασηςΑΠ 1750/2014. Αν προσβληθεί η προσωπικότητα φυσικού προσώπου ή η φήμη νομικού προσώπου από παράνομη και υπαίτια πράξη του προσβάλλοντος, και εξαιτίας της προσβολής αυτής επήλθε οποιαδήποτε προσβολή της προσωπικότητας ή βλάβη της φήμης, μπορεί να επιδικασθεί χρηματική ικανοποίησηΠλ.Ολομ. ΑΠ 2/2008άρ.57 ΑΚάρ.59 ΑΚάρ.299 ΑΚάρ.914 ΑΚάρ.932 ΑΚ. Για την επιδίκαση της χρηματικής αυτής ικανοποίησης αρκεί κάθε είδος υπαιτιότητας, από δόλο ή από αμέλειαΠλ.Ολομ. ΑΠ 2/2008.