Με ομόφωνη απόφαση που εξέδωσε χθες το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Δωδεκανήσου κηρύχθηκε απαράδεκτη η έφεση που ασκήθηκε από τον Εισαγγελέα Εφετών Δωδεκανήσου, σε αθωωτική απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Ρόδου, με κατηγορούμενο για αποπλάνηση των κορών του, έναν κάτοικο της Θεσσαλονίκης.
Ο κατηγορούμενος είχε κριθεί συγκεκριμένα αθώος αποπλάνησης κατά συρροή και ασέλγειας μεταξύ συγγενών από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Ρόδου, με απόφαση που ελήφθη κατά πλειοψηφία (4-3), τον Απρίλιο του 2018 και ο Εισαγγελέας Εφετών Δωδεκανήσου προσέβαλε την απόφαση με έφεση.
Ο Εισαγγελέας της έδρας χθες επεσήμανε με την έναρξη της διαδικασίας ότι η Εφεση που ασκήθηκε δεν είναι εμπεριστατωμένη και αιτιολογημένη αφού αναφέρει μόλις 4 αράδες και εισηγήθηκε στο δικαστήριο να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
Το Δικαστήριο έκανε δεκτή την πρόταση και τερμάτισε την ταλαιπωρία του πατέρα.
To ιστορικό της υπόθεσης φέρεται να έχει ως εξής:
Ο κατηγορούμενος παντρεύτηκε το έτος 2007 και με την πρώην σύζυγό του απέκτησαν δύο κορίτσια. Η οικογένεια αρχικά διέμενε στην Κω, ωστόσο ο κατηγορούμενος φέρεται να εκδήλωσε την επιθυμία να μετοικήσουν στην Βόρεια Ελλάδα.
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών της Κω είχε κρίνει ότι προκειμένου να το πετύχει αυτό, προγραμμάτισε την απόκτηση τρίτου παιδιού ώστε να καταφέρει την μετάθεσή του από δημόσια υπηρεσία όπου εργαζόταν, ως ηλεκτρολόγος, σε αντίστοιχη θέση στη Βόρεια Ελλάδα.
Η σύζυγός του δεν στάθηκε αρωγός στα σχέδιά του, καθώς δεν επιθυμούσε να αποκτήσει άλλο παιδί, με αποτέλεσμα, όταν τελικά έμεινε έγκυος, να οξυνθούν οι μεταξύ τους σχέσεις από την επίμονη άρνησή της, να μην κρατήσει το παιδί, ενώ μετά την υποβολή της σε άμβλωση, επήλθε κλωνισμός του γάμου και μετοίκησε με τα παιδιά στην Κω, σε άλλη κατοικία.
Το Οκτώβριο του 2010 έγινε μια αποτυχημένη προσπάθεια επανασύνδεσής τους και στη συνέχεια η μητέρα εγκαταστάθηκε στην οικία της μητέρας της στη Βόρεια Ελλάδα.
Τον Ιούνιο του 2012, όπως είχε καταγγελθεί, τα δύο παιδιά λογομάχησαν και το ένα επιχείρησε να ασελγήσει στην αδελφή της με το δάκτυλό της. Το γεγονός αυτό θορύβησε την μητέρα, που φέρεται να ενημερώθηκε από την κόρη της ότι κάτι ανάλογο είχε γίνει με τον πατέρα τους στην Κω.
Αφού κατήγγειλε το περιστατικό στην Εισαγγελία Ανηλίκων, παραγγέλθηκε και διενεργήθηκε από το παιδοψυχιατρικό τμήμα του νοσοκομείου πραγματογνωμοσύνη.
Στο πλαίσιο της πραγματογνωμοσύνης φέρεται να περιγράφηκε η αξιόποινη συμπεριφορά του πατέρα προς τα παιδιά και συγκεκριμένα τα παιδιά περιέγραψαν τις ασελγείς πράξεις σε βάρος τους.
Ακολούθησε τον Φεβρουάριο του 2013 η έκδοση εισαγγελικής διάταξης με την οποία του αφαιρέθηκε προσωρινά η επιμέλεια των ανηλίκων και απαγορεύτηκε η μεταξύ τους επικοινωνία.
Διεξήχθη ακολούθως και κοινωνική έρευνα για τις συνθήκες διαβίωσης των παιδιών από κοινωνική υπηρεσία και όπως φέρεται να προέκυψε, η συμπεριφορά του πατέρα ήταν επιτηδευμένη, εφέρετο να ασχολείται με θρησκευτικά θέματα, ενώ σε ό,τι αφορά τις σχέσεις του με τα παιδιά δεν τον πλησίαζαν σε επισκέψεις του σε παιδικό σταθμό. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών της Κω, που εξέτασε την υπόθεση θεώρησε ότι τα ανήλικα έπεσαν θύματα ασελγών πράξεων του πατέρα στο χρονικό διάστημα από τον Οκτώβριο του 2010 έως τον Δεκέμβριο του 2011, κατά την ενάσκηση του δικαιώματός επικοινωνίας του με αυτά.
Του αποδόθηκε συγκεκριμένα ότι θώπευε τα παιδιά στα ιδιαίτερα σημεία του σώματός τους.
Ο κατηγορούμενος, αρνήθηκε απολογούμενος τις κατηγορίες και διατείνεται ότι όσα αναφέρει η μητέρα των παιδιών δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα κι ότι επιχειρεί να τον αποκόψει από αυτά και να αποκλείσει κάθε επικοινωνία τους.
Ουσιαστικά κατήγγειλε ότι πρόκειται για μια πλεκτάνη που στήθηκε εις βάρος του από την πρώην σύζυγό του, η οποία μάλιστα τον κατήγγειλε για τις ως άνω αξιόποινες πράξεις σε χρόνο, που είχαν αμφότεροι υποβάλει αιτήσεις με την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων για την ρύθμιση της επικοινωνίας τους με τα παιδιά. Η συζήτηση της δικής του αίτησης είχε αναβληθεί και αμέσως μετά και πριν συζητηθεί υποβλήθηκε η αναφορά εις βάρος του.
Ο κατηγορούμενος επικαλέστηκε ιατρική γνωμάτευση καθηγητή νευρολογίας από την οποία προκύπτει ότι δεν παρουσιάζει κάτι άτυπο από νευρολογική και ψυχιατρική άποψη, παιδοψυχιατρική γνωμοδότηση καθηγητή παιδοψυχιατρικής στην οποία αναφέρεται ότι η παιδοψυχιατρική εκτίμηση, που έγινε δεν επέχει θέση πραγματογνωμοσύνης διότι δεν τηρεί τους βασικούς μεθοδολογικούς και δεοντολογικούς κανόνες της εξέτασης και των δύο γονιών, ιατρική βεβαίωση του ψυχιάτρου από την οποία προκύπτει ότι δεν παρουσιάζει εμφανή στοιχεία ψυχοπαθολογίας, παιδοψυχιατρική γνωμάτευση παιδοψυχιάτρου, που έκρινε ότι δεν προκύπτουν ενδείξεις ψυχοπαθολογίας, ιατροδικαστική γνωμοδότηση δύο καθηγητών ιατροδικαστικής που σχολιάζουν την αξιοπιστία της παιδοψυχιατρικής εκτίμησης των παιδιών σημειώνοντας ότι δεν έχει τηρηθεί η προβλεπόμενη διαδικασία περί διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης και ως εκ τούτου έχει επέλθει απόλυτη ακυρότητα.
Τέλος, ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι ουδέν προέκυψε από την ιατροδικαστική εξέταση των ανηλίκων.
Ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Ρόδου κατέθεσαν κάτοικοι της Κω για την προσωπικότητά του, εξαίροντας τον χαρακτήρα του και εκφράζοντας την άποψη ότι οι καταγγελίες εις βάρος του δεν ευσταθούν.
Ως συνήγορος υπεράσπισής του παρέστη ο δικηγόρος Θεσσαλονίκης κ. Μ. Κυριακού.