ΑΠΟΦΑΣΗ
Elif Kızıl κατά Τουρκίας της 24.03.2020 (αρ.προσφ. 4601/06)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η προσφεύγουσα αγόρασε ένα ακίνητο το οποίο ενέγραψε στο κτηματολόγιο. Ένα χρόνο μετά την εγγραφή, η ιδιοκτησία της περιήλθε στην κυριότητα του δημοσίου με την αιτιολογία ότι ήταν καταχωρημένη ως αγνώστου ιδιοκτήτη. Η προσφεύγουσα ενημερώθηκε για την σχετική εγγραφή όταν πλέον είχε παρέλθει η προθεσμία για την διεκδίκηση του ακινήτου της. Τα εγχώρια Δικαστήρια απέρριψαν αμετάκλητα την αγωγή της ως παραγεγραμμένη.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι παρόλο που η έναρξη του κτηματολογικού έργου είχε ανακοινωθεί, δεν ήταν εγγυημένο ότι η προσφεύγουσα ενημερώθηκε. Ούτε η Κυβέρνηση μπόρεσε να προσκομίσει κάποιο αποδεικτικό στοιχείο το οποίο θα μπορούσε ευλόγως να χρησιμοποιηθεί για να βεβαιωθεί ότι η προσφεύγουσα γνώριζε τα κτηματολογικά έργα και το περιεχόμενό τους.
Συνεπώς το Δικαστήριο κατέληξε ότι οι αρχές δεν έλαβαν όλα τα νόμιμα μέτρα για να ενημερώσουν την προσφεύγουσα για την απώλεια της ιδιοκτησίας της και έκρινε ότι η δίκαιη ισορροπία που επιδιώκεται από τη Σύμβαση διαταράχθηκε σε βάρος της. Παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα Elif Kızıl, ήταν υπήκοος της Τουρκίας που γεννήθηκε το 1934. Ζούσε στο Kırşehir (Τουρκία) μέχρι το θάνατό της. Οι τέσσερις κληρονόμοι της δήλωσαν ότι επιθυμούν να συνεχίσουν την προσφυγή ενώπιον του ΕΔΔΑ.
Η υπόθεση αφορούσε την απώλεια κυριότητας επί ακινήτου το οποίο η Kızıl αγόρασε το 1973 κατόπιν αναθεώρησης του Κτηματολογίου το 1974.
Το 1973 η Kızıl αγόρασε ένα ακίνητο. Της δόθηκε πιστοποιητικό καταχώρησης του ακινήτου στο Κτηματολόγιο. Το επόμενο έτος, κατά την αναθεώρηση του κτηματολογίου, το ακίνητο μεταβιβάστηκε προς όφελος του Δημοσίου με την αιτιολογία ότι φέρονταν ως αγνώστου ιδιοκτήτη. Την εποχή εκείνη η Kızıl ζούσε στη Γερμανία με τον σύζυγό της. Φέρεται ότι δεν ενημερώθηκε για την κατάσταση μέχρι το 2002, όταν οι αρχές της ζήτησαν να καταβάλει αποζημίωση για την κυριότητα. Μέχρι και την ημερομηνία αυτή, σύμφωνα με την ίδια την προσφεύγουσα και επίσης σύμφωνα με το Πρωτοδικείο (CFI) είχε διατηρήσει το δικαίωμα στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας της.
Το 2003 η Kızıl προσέφυγε για την ακύρωση της μεταβίβασης της περιουσίας της προς όφελος του Δημοσίου, και ζήτησε την εκ νέου εγγραφή του ακινήτου στο Κτηματολόγιο επισημαίνοντας ότι δεν είχε ποτέ ενημερωθεί για την αναθεώρηση του Κτηματολογίου και είχε ενημερωθεί μόνο για την έκβαση της αναθεώρησης το 2002. Το Πρωτοδικείο έκανε δεκτή την αγωγή της.
Το 2004, το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την πρωτόδικη απόφαση με το σκεπτικό ότι η αγωγή της είχε ως στόχο να μεταβάλει το αποτέλεσμα της εγγραφής του Κτηματολογίου το 1974 και είχε κατατεθεί μετά την πάροδο της δεκαετούς προθεσμίας που είχε καθοριστεί στο νόμο περί κτηματολογίου που είχε τεθεί σε ισχύ από το 1987. Το Πρωτοδικείο συμμορφώθηκε με την απόφαση αυτή και απέρριψε την αγωγή της. Η απόφαση κατέστη αμετάκλητη το 2005.
Βασιζόμενη στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου (προστασία της περιουσίας), η Kızıl κατήγγειλε ότι δεν μπόρεσε να αντιταχθεί στην απώλεια της περιουσίας της, καθώς δεν είχε ενημερωθεί μέχρι το 2002.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του, το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου, το οποίο ουσιαστικά εγγυάται το δικαίωμα ιδιοκτησίας, περιλαμβάνει τρία διαφορετικά πρότυπα: το πρώτο, το οποίο εκφράζεται στην πρώτη πρόταση της πρώτης παραγράφου και έχει χαρακτήρα γενικό, ορίζει την αρχή του σεβασμού της ιδιοκτησίας, το δεύτερο, που περιλαμβάνεται στη δεύτερη πρόταση της ίδιας παραγράφου, αφορά τη στέρηση της περιουσίας και υπόκειται σε ορισμένες προϋποθέσεις. Το τρίτο, που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο, αναγνωρίζει ότι τα συμβαλλόμενα κράτη έχουν την εξουσία, μεταξύ άλλων, να ρυθμίζουν τη χρήση της περιουσίας σύμφωνα με το γενικό συμφέρον.
Το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου επιδιώκει ουσιαστικά να προστατεύσει το άτομο από κάθε παρέμβαση του κράτους με την ειρηνική απόλαυση των περιουσιακών του στοιχείων.
Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η καθιέρωση περιόδου πέραν της οποίας παραγράφονται τα δικαιώματα – και εγγράφονται νέοι τίτλοι ιδιοκτησίας – στοχεύει να εγγυηθεί την ασφάλεια των συναλλαγών επί ακινήτων, η οποία αποτελεί αναμφισβήτητα σημαντικό στόχο γενικού συμφέροντος.
Όσον αφορά τα συμφέροντα της προσφεύγουσας , το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η τελευταία η οποία είχε εγγράψει τον τίτλο ιδιοκτησίας της στο κτηματολόγιο το έτος 1973, ήτοι λιγότερο από ένα χρόνο πριν από την οριστική κτηματογράφηση και τελικά διαπιστώθηκε ότι στερήθηκε την περιουσία της.
Επιπλέον, δεν ήταν σε θέση να διεκδικήσει τα δικαιώματά της αμφισβητώντας το μέτρο αυτό ενώπιον των δικαστηρίων λόγω της παραγραφής. Στο σημείο αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι η προσφεύγουσα δεν ειδοποιήθηκε ούτε για την έναρξη του κτηματολογικού έργου ούτε για την τελική κτηματογράφηση. Ισχυρίζεται ότι πληροφορήθηκε την εγγραφή της περιουσίας της ως περιουσία του Υπουργείου Οικονομικών μόλις το 2002, ημερομηνία κατά την οποία, κατά την ίδια και σύμφωνα με την TGI, εξακολουθούσε να απολαμβάνει την περιουσία της ειρηνικά.
Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι οι εφαρμοστέες διαδικασίες πρέπει επίσης να προσφέρουν στον ενδιαφερόμενο επαρκή ευκαιρία να παρουσιάσει την υπόθεσή του στις αρμόδιες αρχές προκειμένου να αμφισβητήσει αποτελεσματικά τα μέτρα που παραβιάζουν το δικαίωμά της ιδιοκτησίας.
Επομένως, εν προκειμένω, πρέπει να εξεταστεί αν η προσφεύγουσα γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την κτηματολογική ανάρτηση και ότι η κτηματογράφηση αγνόησε τον τίτλο της ιδιοκτησίας που είχε ως αποτέλεσμα να καταστήσουν την ιδιοκτησία της ως ιδιοκτησία αγνώστου.
Παρόλο που ήταν αλήθεια ότι έχει ανακοινωθεί η έναρξη του κτηματολογικού έργου, ότι οι εν λόγω εργασίες αποτελούν αντικείμενο δημοσιότητας και ότι τα μέτρα αυτά καθιστούν δυνατή την ευρεία ενημέρωση του κοινού, δεν υπάρχει εγγύηση ότι η προσφεύγουσα στην πραγματικότητα ενημερώθηκε. Το ίδιο ισχύει για την ανάρτηση της τελικής κτηματογράφησης.
Θεωρεί επίσης ότι η Κυβέρνηση δεν μπόρεσε να προσκομίσει κανένα αποδεικτικό στοιχείο το οποίο θα μπορούσε ευλόγως να χρησιμοποιηθεί για να βεβαιωθεί ότι η προσφεύγουσα γνώριζε τα κτηματολογικά έργα και το περιεχόμενό τους ή ότι δεν μπορούσε να αγνοήσει την ύπαρξή τους. Επιπλέον, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι οι αρχές δεν φαίνεται να έχουν λάβει μέτρα για να εντοπίσουν και να ενημερώσουν την προσφεύγουσα, έστω και αν η επιγραφή του ακινήτου στο όνομα του Treasury το 1974 είχε προληπτικό σκοπό.
Η κυβέρνηση παραδέχθηκε βεβαίως ότι ένας τρίτος, στη συγκεκριμένη περίπτωση ένας γείτονας, είχε κάνει χρήση της περιουσίας και ότι είχε προσπαθήσει να την αποκτήσει από το Δημόσιο Ταμείο, και έτσι συνήγαγαν από αυτό ότι η προσφεύγουσα είχε εγκαταλείψει το ακίνητο επειδή θα ήξερε ότι δεν ήταν πια η ιδιοκτήτριας στο κτηματολόγιο.
Το Δικαστήριο επισημαίνει καταρχάς ότι τα αποδεικτικά στοιχεία δεν επιτρέπουν να διαπιστωθεί κατά πόσον ο γείτονας είχε χρησιμοποιήσει τη γη με ή χωρίς τη συναίνεση της προσφεύγουσας. Επιπλέον, επισημαίνει ότι το εθνικό δικαστήριο διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα ασκούσε ειρηνική και απρόσκοπτη κατοχή της περιουσίας από το 1973 και ότι αυτό το στοιχείο δεν αμφισβητήθηκε από το Ακυρωτικό Δικαστήριο. Δεν βλέπει σοβαρούς λόγους που να του επιτρέπουν να παρεκκλίνει από τα πραγματικά περιστατικά των εθνικών δικαστηρίων επί του σημείου αυτού.
Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι η γη χρησιμοποιήθηκε για κάποιο χρονικό διάστημα από έναν από τους γείτονες, με ή χωρίς τη συγκατάθεση της προσφεύγουσας, και ότι ο ενδιαφερόμενος επιδίωξε να διεκδικήσει το ακίνητο, δεν είναι αρκετό να αποδείξει ότι η προσφεύγουσα είχε λάβει γνώση της ανάρτησης του 1974 σχετικά με το Κτηματολόγιο και των συνεπειών της.
Το ίδιο ισχύει και για το γεγονός ότι η προσφεύγουσα υπέγραψε την επομένη της ημερομηνίας κατά την οποία ισχυρίστηκε ότι είχε ενημερωθεί για την κατάσταση, ζητώντας την επανάκτηση της περιουσίας της από τη διοίκηση. Δεν αποδεικνύει με κανένα τρόπο ότι η προσφεύγουσα γνώριζε τα επίδικα πραγματικά περιστατικά πολύ πριν από την κρατική ενημέρωση.
Επομένως, τίποτα δεν δείχνει ότι η προσφεύγουσα γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την εγγραφή της περιουσίας της ως περιουσία του Υπουργείου Οικονομικών προτού ενημερωθεί από τους διοικητικούς υπαλλήλους το 2002 ή ότι οι αρχές, έλαβαν όλα τα μέτρα για να προσδιορίσουν την ταυτότητα του νόμιμου κατόχου και να τον ενημερώσουν σχετικά.
Υπό το πρίσμα όλων αυτών των στοιχείων, το Δικαστήριο κρίνει ότι η δίκαιη ισορροπία που επιδιώκεται από τη Σύμβαση διαταράχθηκε σε βάρος της προσφεύγουσας και διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματός της στην ιδιοκτησία (άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου).
Δίκαιη ικανοποίηση: η προσφεύγουσα δεν υπέβαλε αίτημα για δίκαιη ικανοποίηση (επιμέλεια echrcaselaw.com).