Σύμφωνα με το άρθρο 132 του Υ.Κ. που εφαρμόζεται αναλόγως για τη διενέργεια ΕΔΕ, κατά την ΕΔΕ καλείται οπωσδήποτε για εξέταση ο υπάλληλος, στον οποίον αποδίδεται η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος (Παράρτημα – Υπόδειγμα 7). Ο διενεργών την ΕΔΕ έχει υποχρέωση να καλέσει για εξέταση τον υπάλληλο, στον οποίον αποδίδεται η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος, με ποινή ακυρότητας της διαδικασίας, καθώς η κλήση σε εξέταση αποτελεί ουσιώδη τύπο της διαδικασίας, η παράβαση του οποίου μπορεί ενδεχομένως να καλυφθεί στη συνέχεια της διαδικασίας με την εξέταση του διωκόμενου στο πλαίσιο της πειθαρχικής ανάκρισης ή την απολογία του, εφόσον ασκηθεί πειθαρχική δίωξη (ΣΕ 2245/1997, 2160/1971). (Ερμηνεία Υπαλληλικού Κώδικα Α.Ι. Τάχος-Ι.Λ. Συμεωνίδης, Άρθρα 106-τρίτο, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2007, σελ. 1379 επ.).
Ο υπάλληλος εξετάζεται ανωμοτί και μπορεί να παρίσταται μετά δικηγόρου, όχι όμως δια δικηγόρου, δηλαδή χωρίς την παρουσία του υπαλλήλου. Η μη προσέλευση του υπαλλήλου ή η άρνησή του να εξετασθεί, δεν εμποδίζει την πρόοδο της ΕΔΕ (Παράρτημα – Υπόδειγμα 9). Επισημαίνεται ότι ναι μεν η εξέταση του διωκόμενου κατά το άρθρο 132 του Υπαλληλικού Κώδικα είναι κατ’ αρχήν προφορική (σε αντιδιαστολή με την πρόβλεψη για έγγραφη υποβολή της απολογίας κατά το άρθρο 135), αυτό όμως δεν συνιστά απαγόρευση υποβολής έγγραφου υπομνήματος προκειμένου να ικανοποιηθεί το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα για προηγούμενη ακρόαση (άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος) και ως εκ τούτου το υπόμνημα αυτό, παρότι δεν υποκαθιστά την αυτοπρόσωπη παρουσία ενώπιον του διενεργούντος την Ε.Δ.Ε., θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και να μνημονευθεί στο πόρισμα της Ε.Δ.Ε.
Σύμφωνα με το άρθρο 138 του Υ.Κ., όπως έχει αντικατασταθεί και ισχύει, το οποίο αφορά στις κοινοποιήσεις εγγράφων στον διωκόμενο ή εν προκειμένω στον υπάλληλο, στον οποίο αποδίδεται η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος, η κλήση σε απολογία και κάθε πρόσκληση ή ειδοποίηση του εξεταζόμενου επιδίδονται με δικαστικό επιμελητή ή άλλο δημόσιο όργανο στον ίδιο προσωπικά ή στην κατοικία, που έχει δηλώσει στην υπηρεσία του, σε πρόσωπο με το οποίο συνοικεί. Για την επίδοση αυτή συντάσσεται αποδεικτικό. Εάν δεν καταστεί δυνατή η επίδοση για οποιοδήποτε λόγο, συμπεριλαμβανομένης και της περιπτώσεως αγνώστου διαμονής του εξεταζόμενου, το έγγραφο τοιχοκολλάται στο κατάστημα της υπηρεσίας του υπαλλήλου και συντάσσεται πρωτόκολλο που υπογράφεται από έναν μάρτυρα. Σε περίπτωση άρνησης παραλαβής, αυτός που διενεργεί την επίδοση συντάσσει πράξη στην οποία βεβαιώνεται η άρνηση (Παράρτημα – Υπόδειγμα 8).
Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με τη διάταξη του εδ. β’ της παρ. 1 του άρθρου 134 του Υ.Κ., όπως έχει αντικατασταθεί και ισχύει, η εξέταση του υπαλλήλου κατά το στάδιο της ένορκης διοικητικής εξέτασης ή της πειθαρχικής ανάκρισης σε καμία περίπτωση δεν αναπληρώνει την κλήση σε απολογία.