Ποινική δίωξη ιδιοκτητών εστιατορίου για παράνομη χρήση συστήματος CCTV, με βάση το υλικό του οποίου άτομο κατηγορήθηκε για κλοπή
Ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που έχουν τεθεί μετά την έναρξη ισχύος του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων είναι το νομικό πλαίσιο που διέπει την εγκατάσταση και λειτουργία συστημάτων βιντεοεπιτήρησης για το σκοπό της προστασίας προσώπων και αγαθών.
Υπενθυμίζεται ότι υπό το προϊσχύσαν καθεστώς της Οδηγίας 95/46/ΕΚ και του Ν.2472/1997, η εγκατάσταση καμερών γινόταν υπό τους όρους και προϋποθέσεις της Οδηγίας 1/2011 της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, όπως η Οδηγία αυτή είχε εκδοθεί βάσει της εξουσιοδότησης της παρ.5 του άρθρου 14 Ν.3917/2011. Βασικότερη από τις προϋποθέσεις αυτές (και εκείνη που συχνά διαπιστωνόταν η μη τήρησή της) ήταν η υποχρέωση όσων προτίθενται να εγκαταστήσουν κάμερες να ενημερώνουν προς τούτο την Αρχή και δη πριν την έναρξη λειτουργίας του συστήματος.
Σημαντική καινοτομία του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων υπήρξε η εισαγωγή της περίφημης αρχής της λογοδοσίας των υπευθύνων επεξεργασίας, στο πλαίσιο της οποίας καταργήθηκαν όλες οι προβλεπόμενες μέχρι τότε υποχρεώσεις ενημέρωσης της Αρχής, μεταξύ των οποίων και εκείνη που αφορούσε στα συστήματα βιντεοεπιτήρησης.
Προς αποφυγή παρερμηνειών ως προς την τύχη των υπολοίπων διατάξεων που ρύθμιζαν την εγκατάσταση και λειτουργία των συστημάτων αυτών, η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων έγκαιρα διευκρίνισε ότι η έναρξη ισχύος του ΓΚΠΔ δεν επηρεάζει την Οδηγία 1/2011 (στο βαθμό φυσικά που οι διατάξεις της δεν έρχονται σε αντίθεση με τις ρυθμίσεις του Γενικού Κανονισμού), ενώ αντιθέτως «η εν λόγω οδηγία (και οι σχετικές αποφάσεις και γνωμοδοτήσεις της Αρχής) αποτελούν τη βασική νομολογία που πρέπει να αξιοποιούν οι υπεύθυνοι επεξεργασίας για την αξιολόγηση της νόμιμης χρήσης ενός συστήματος βιντεοεπιτήρησης».
Διάταξη Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών: Ποινικό αδίκημα η παράνομη εγκατάσταση καμερών
Με την από 20-5-2019 έγκλησή του, πρόσωπο, το οποίο κατηγορήθηκε για το αδίκημα της κλοπής που τελέστηκε στο χώρο καταστήματος εστίασης, ζήτησε την ποινική δίωξη των νομίμων εκπροσώπων του καταστήματος αυτού για παράβαση του νόμου περί προσωπικών δεδομένων.
Σύμφωνα με τον εγκαλούντα, η παράβαση αυτή συνίσταται στο ότι στο κατάστημα λειτουργούσε παρανόμως κύκλωμα βιντεοεπιτήρησης, του οποίου οι κάμερες λάμβαναν εικόνα από τα τραπεζοκαθίσματα. Με ευθύνη των υπευθύνων του καταστήματος, το υλικό αυτό χρησιμοποιήθηκε, με αποτέλεσμα ο εγκαλών να παραπεμφθεί στο Αυτόφωρο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών.
Μετά την αρχική απόρριψη της έγκλησής του και την άσκηση προσφυγής, το ζήτημα ετέθη ενώπιον της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών προκειμένου να κριθεί εκ νέου.
Με την από 21-1-2020 Διάταξη του Αντιεισαγγελέα Εφετών διαπιστώθηκε ότι:
● «Η τοποθέτηση καμερών που να καταγράφουν ευκρινώς μάλιστα τα πρόσωπα στα τραπεζοκαθίσματα που υπήρχαν εντός του καταστήματος» δεν ήταν επιτρεπτή, αφού είναι αντίθετη με το άρ. 19 παρ. 4 της υπ’ αριθμ. 1/2011 Οδηγίας της Αρχής Προστασίας Δεδομένων. Το ζήτημα αυτό είναι ανεξάρτητο της υποχρέωσης ή μη γνωστοποίησης χρήσης καμερών, καθώς σε κάθε περίπτωση η τυχόν γνωστοποίηση αυτή και πάλι «δεν θα νομιμοποιούσε την χρήση τους».
● Η τοποθέτηση καμερών, με τον τρόπο αυτό, στοιχειοθετεί τη διάπραξη του ποινικού αδικήματος του άρθρου 22 παρ.4 του Ν.2472/1997 και ήδη άρθρου 38 παρ.1 Ν.4624/2019 (επέμβαση σε αρχείο), συνεπώς αποτελεί ποινική παράβαση, για την οποία πρέπει να ασκηθεί ποινική δίωξη κατά των υπευθύνων της επιχείρησης.
Είναι αξιοσημείωτο ότι ως ποινικά κολάσιμη συμπεριφορά – και δη για την αντικειμενική θεμελίωση του αδικήματος του άρθρου 22 παρ.4 του Ν. 2472/1997 – αξιολογείται όχι η τυχόν πρόσβαση και περαιτέρω επεξεργασία του υλικού από τις παρανόμως εγκατασταθείσες κάμερες, αλλά η ίδια η αρχική μη νόμιμη εγκατάστασή τους, εφόσον αυτή δεν ήταν σύμφωνη με τις προβλέψεις του άρθρου 19 της Οδηγίας.
Σύμφωνα με την Εισαγγελία, εν προκειμένω εφαρμοστέα είναι η διάταξη του άρθρου 38 παρ. 1 Ν. 4624/2019, κατ’ άρθρον 2 ΠΚ, διότι είναι επιεικέστερη, αφού προβλέπει ποινή φυλάκισης μέχρι ενός έτους ενώ στην διάταξη του άρθρου 22 παρ. 4 Ν. 2472/1997 προβλεπόταν ποινή φυλάκισης και χρηματική ποινή.
Ζήτημα που θα κριθεί στο μέλλον είναι το κατά πόσον η ερμηνεία αυτή θα μπορούσε να ανοίξει το δρόμο για την υπαγωγή κάθε συμπεριφοράς που συνιστά παράνομη επεξεργασία στο ειδικό ποινικό αδίκημα του άρθρου 38 του νέου νόμου.
Η Διάταξη έχει δημοσιευτεί στο nomotelia.gr