ΕΦΚΑ: Τους χρόνους υπολογισμού της ανταποδοτικής σύνταξης για τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα προβλέπει σχετική εγκυκλιος του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων. Ειδικότερα πέρα από την αλλαγή των ποσοστών αναπλήρωσης διευκρινίζεται η διαδικασία με την οποία θα μπαίνουν στην εξίσωση υπολογισμού τα τεκμαρτά εισοδήματα των ελεύθερων επαγγελματιών.
Δηλαδή τα ποσά σταθερών εισφορών που θα καταβάλλουν οι επαγγελματίες θα λαμβάνονται υπόψη σαν να επρόκειτο για εισφορά 20% επί του εισοδήματός τους.
Επίσης περιλαμβάνει και τις ρυθμίσεις για τις συντάξιμες αποδοχές των αγροτών και των αιρετών, δηλαδή δημάρχων, προέδρων κοινότητας ή νομαρχών πριν το 2002.
Παράλληλα δίνεται η δυνατότητα να λάβει σύνταξη από δικό του δικαίωµα (π.χ. σύνταξη γήρατος) ο γονέας, σύζυγος ή αδελφός αναπήρου που είχε λάβει σύνταξη προστάτη-υποστηρικτή, αλλά αυτή έχει ανασταλεί επειδή ο ανάπηρος έπιασε δουλειά ως µισθωτός ή αυτοαπασχολείται. Μέχρι τώρα για την σύνταξη του προστάτη υπήρχε αναστολή για όσο χρονικό διάστηµα διαρκεί η εργασία του ΑµεΑ και ταυτόχρονα ο προστάτης δεν µπορούσε να λάβει σύνταξη από δικό του δικαίωµα, αν π.χ. θεµελίωνε σύνταξη γήρατος.
Με τις νέες ρυθμίσεις παρέχεται η δυνατότητα να υποβάλει αίτηση συνταξιοδότησης από δικό του δικαίωµα, εφόσον έχει ανασταλεί η καταβολή της σύνταξης του προστάτη.
Οι βασικές μεταβολές που έχουν επέλθει με το άρθρο 28 του ν.4670/2020 επικεντρώνονται κατά κύριο λόγο στον προσδιορισμό των συντάξιμων αποδοχών:
Α) των αυτοαπασχολούμενων, των ελευθέρων επαγγελματιών και των ασφαλισμένων του πρώην ΟΓΑ, προκειμένου να υφίσταται εναρμόνιση προς τις καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές
Β) κατηγοριών ασφαλισμένων του ΕΦΚΑ και συγκεκριμένα:
-των ασφαλισμένων του ΟΓΑ με χρόνο ασφάλισης διανυθέντα κατ’ αποκλειστικότητα μέχρι την 31.12.1997 δηλαδή πριν την έναρξη λειτουργίας του Κλάδου Κύριας Ασφάλισης Αγροτών του ν. 2458/1997 και
– αιρετών ασφαλισμένων του δημοσίου που είχαν διατελέσει Δήμαρχοι, Πρόεδροι Κοινοτήτων ή Νομάρχες πριν το 2002 για τους οποίους υπήρχε δυσχέρεια στην εξεύρεση των αποδοχών.
Α. Προσδιορισμός συντάξιμων αποδοχών αυτοαπασχολουμένων, ελευθέρων επαγγελματιών και ασφαλισμένων του πρώην ΟΓΑ.
Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της κύριας σύνταξης λόγω γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου των ανωτέρω κατηγοριών ασφαλισμένων εξακολουθεί να λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος του μηνιαίου ασφαλιστέου εισοδήματος που υπόκειται σε εισφορές καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού βίου του ασφαλισμένου.
Ο προσδιορισμός των συνταξίμων αποδοχών βάσει του ασφαλιστέου εισοδήματος γίνεται ανά χρονική περίοδο ασφάλισης ως εξής:
i. Για το χρονικό διάστημα έως 31-12-2016:
Μηνιαίο ασφαλιστέο εισόδημα αποτελεί το ποσό που προκύπτει ως ο λόγος της πράγματι καταβληθείσας κατά μήνα ασφαλιστικής εισφοράς προς τον συντελεστή 0,2. Στο ως άνω ποσό, συνυπολογίζονται επίσης με αναγωγή κατά κεφαλήν, τυχόν υφιστάμενοι κοινωνικοί πόροι υπέρ των αντίστοιχων ταμείων και η ασφαλιστική εισφορά που έχει δυνητικά καταβληθεί από τον εργοδότη.
Κατ’ ουσία με τις κοινοποιούμενες διατάξεις δεν έχει επέλθει ουδεμία μεταβολή στο προϊσχύον καθεστώς του άρθρου 28 του ν. 4387/2016.
ii. Για το χρονικό διάστημα από 1-1-2017 έως 31-12-2018:
Μηνιαίο ασφαλιστέο εισόδημα αποτελεί το εισόδημα που υπόκειται σε εισφορές σύμφωνα με τις προβλέψεις των άρθρων 39 & 40 του ν.4387/2016.
iii. Για το χρονικό διάστημα από 1-1-2019 και εφεξής Αυτοαπασχολούμενοι και ελεύθεροι επαγγελματίες:
Ως μηνιαίο ασφαλιστέο εισόδημα ορίζεται το ποσό που προκύπτει ως ο λόγος της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς που ήταν καταβλητέα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 39 προς τον συντελεστή 0,2.
Επισημαίνεται ότι λαμβάνεται υπόψη η μηνιαία εισφορά που ήταν καταβλητέα χωρίς να υπολογίζεται το μειωμένο ποσό που πιθανόν να έχει εισπραχθεί λόγω των μειώσεων που προβλέπονταν από τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 98 του ν.4387/2016 για τους ασφαλισμένους του ΕΤΑΑ καθώς και της μείωσης – σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 141 του ν. 3655/2008 – των εισφορών κλάδου κύριας σύνταξης των γυναικά/ν ασφαλισμένων κατά το δωδεκάμηνο απασχόλησης που ακολουθεί το μήνα τοκετού.
Ασφαλισμένοι του πρώην ΟΓΑ:
Προκειμένου για όσους καταβάλλουν εισφορές βάσει του άρθρου 40 του ν.4387/2016:
– έως 31-12-2019: ως μηνιαίο ασφαλιστέο εισόδημα ορίζεται το ποσό που προκύπτει από το λόγο της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς που έχει καταβληθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 40 προς τον συντελεστή 0,18.
– από 1-1-2020 έως 31-12-2020: ως μηνιαίο ασφαλιστέο εισόδημα ορίζεται το ποσό που προκύπτει ως ο λόγος της πράγματι καταβληθείσας μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς, προς τον συντελεστή 0,19.
– από 1-1-2021 έως 31-12-2021: ως μηνιαίο ασφαλιστέο εισόδημα ορίζεται το ποσό που προκύπτει ως ο λόγος της πράγματι καταβληθείσας μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς, προς τον συντελεστή 0,195.
– από 1-1-2022 και εφεξής: ως μηνιαίο ασφαλιστέο εισόδημα ορίζεται το ποσό που προκύπτει ως ο λόγος της πράγματι καταβληθείσας μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς, προς τον συντελεστή 0,2.
Σε περίπτωση καταβολής μειωμένης ασφαλιστικής εισφοράς βάσει των διατάξεων της παρ.2 του άρθρου 141 του ν.3655/2008 από γυναίκες ασφαλισμένες του ΟΓΑ κατά το 12μηνο που ακολουθεί τον τοκετό ανάγονται σε συντάξιμες αποδοχές οι εισφορές που έπρεπε κατά το νόμο να καταβληθούν και όχι το μειωμένο ποσό που πράγματι έχει εισπραχθεί.
Η διαφοροποίηση στο ύψος των συντελεστών βάσει των οποίων ανάγονται ανά χρονική περίοδο σε συντάξιμες αποδοχές οι εισφορές γίνεται για λόγους εναρμόνισης με το ύψος των καταβαλλόμενων ασφαλιστικών εισφορών.
Εξυπακούεται ότι οι συντάξιμες αποδοχές οι οποίες προκύπτουν με βάση τον ανωτέρω περιγραφέντα τρόπο για τους αυτοαπασχολούμενους, ελεύθερους επαγγελματίες, τους ασφαλισμένους του ΟΓΑ, αλλά και για τους μισθωτούς για τους οποίους δεν έχει επέλθει οποιαδήποτε μεταβολή ως προς τον προσδιορισμό των συντάξιμων αποδοχών τους αναπροσαρμόζονται σύμφωνα με τις διατάξεις της περ.α της παρ.4 του άρθρου 8 του ν. 4387/2016 όπως ισχύει με το άρθρο 24 του ν. 4670/2020.
Η αναπροσαρμογή για το διάστημα έως και το 2024 γίνεται κατά τη μεταβολή του μέσου ετήσιου γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή της ΕΛ.ΣΤΑΤ.
Η προσαύξηση των συντάξιμων αποδοχών για το διάστημα από 2025 και εφεξής διενεργείται με βάση τον δείκτη μεταβολής μισθών που υπολογίζεται από την ΕΛΣΤΑΤ.
Α1. Συντάξιμες αποδοχές αυτοαπασχολούμενων, ελεύθερων επαγγελματιών και ασφαλισμένων του ΟΓΑ επί αναγνωρίσεων με εξαγορά πλασματικών χρόνων ασφάλισης
Στην περίπτωση αναγνώρισης πλασματικού χρόνου ασφάλισης μετά από καταβολή του προβλεπόμενου ποσού με εξαγορά από αυτοαπασχολούμενους, ελεύθερους επαγγελματίες και ασφαλισμένους του πρώην ΟΓΑ ως συντάξιμες αποδοχές ορίζεται το ποσό που προκύπτει από το λόγο της πράγματι καταβληθείσας μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς προς τον συντελεστή 0,2.
Για τους μισθωτούς δεν υφίσταται οποιαδήποτε διαφοροποίηση σε σχέση με το προϊσχύον καθεστώς.
Και στις κοινοποιούμενες διατάξεις διατηρείται η πρόβλεψη ότι δεν λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό του ποσού της ανταποδοτικής σύνταξης πλασματικοί χρόνοι που αναγνωρίζονται χωρίς εξαγορά.
Β. Προσδιορισμός συντάξιμων αποδοχών ασφαλισμένων πρώην ΟΓΑ πριν την 1.1.1998
Για τους ασφαλισμένους του πρώην ΟΓΑ οι οποίοι έχουν πραγματοποιήσει χρόνο ασφάλισης στον φορέα αυτό πριν τη σύσταση του Κλάδου Κύριας Ασφάλισης Αγροτών, δηλαδή προ της 1-1-1998, για τον οποίο χρόνο δεν προβλέπονταν από τη νομοθεσία καταβολή ασφαλιστικών εισφορών υφίσταται θέμα στον προσδιορισμό των συντάξιμων αποδοχών.
Προκειμένου να καταστεί εφικτός ο υπολογισμός της ανταποδοτικής σύνταξης για χρόνο που διανύθηκε μέχρι και την 31.12.1997 ορίζονται ως μηνιαίες συντάξιμες αποδοχές το ποσό που αντιστοιχεί στο 70% του προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού.
Γ. Προσδιορισμός συντάξιμων αποδοχών αιρετών που έχουν διατελέσει δήμαρχοι, πρόεδροι κοινότητας ή νομάρχες πριν το 2002
i. Για τις ανωτέρω κατηγορίες ασφαλισμένων του δημοσίου που έχουν χρόνο ασφάλισης υπό την ιδιότητα του δημάρχου, του προέδρου κοινότητας ή του νομάρχη πριν το 2002, υφίσταντο ουσιαστικές δυσκολίες στον υπολογισμό του ανταποδοτικού τμήματος της σύνταξης λόγω αδυναμίας προσδιορισμού των μηνιαίων συντάξιμων αποδοχών τους. Με την κοινοποιούμενη διάταξη ορίζονται ως μηνιαίες συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης/χορηγίας το ποσό που αντιστοιχεί στα έξοδα παράστασης του τελευταίου έτους πριν τη λήξη της θητείας τους.
ii. Στις περιπτώσεις των αιρετών για τους οποίους είχε ήδη εκδοθεί συνταξιοδοτική απόφαση σύμφωνα με τις διατάξεις που ίσχυαν μέχρι 31.12.2014, με αναστολή καταβολής της σύνταξης λόγω μη συμπλήρωσης του κατά περίπτωση απαιτούμενου ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, οι συντάξεις με βάση την παρ.1β του άρθρου 6 του ν.4387/2016 υπολογίζονται εκ νέου σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4387/2016, εφόσον η καταβολή της ανασταλείσας σύνταξης αρχίζει μετά την 13.5.2016.
Κατά τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης, λαμβάνονται ως συντάξιμες αποδοχές τα έξοδα παράστασης που ορίζονται στην ήδη εκδοθείσα συνταξιοδοτική Απόφαση.
Σε κάθε περίπτωση κατά την οποία προσκομίζονται στοιχεία βάσει των οποίων διαμορφώνονται αποδεδειγμένα υψηλότερες συντάξιμες αποδοχές, λαμβάνονται υπόψη οι τελευταίες ως συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης.
Οι κατά τα ανωτέρω προσδιοριζόμενες συντάξιμες αποδοχές για τους αυτοαπασχολούμενους, τους ελεύθερους επαγγελματίες, τους ασφαλισμένους του ΟΓΑ, τις ειδικές κατηγορίες που προαναφέρονται καθώς και για τους μισθωτούς για τους οποίους ισχύουν οι ήδη εκδοθείσες εγκύκλιοι για τον υπολογισμό της ανταποδοτικής τους σύνταξης εξυπακούεται ότι υπολογίζονται μέχρι 30.9.2019 επί των ποσοστών αναπλήρωσης του πίνακα 1 και από 1.10.2019 και εφεξής επί του πίνακα 2 του άρθρου 8 του ν. 4387/2016 όπως ισχύει με το άρθρο 24 του ν.4670/2020, για την εφαρμογή του οποίου θα δοθούν αναλυτικές οδηγίες με σχετική εγκύκλιο.
Δ. Παροχή δυνατότητας συνταξιοδότησης με άλλες διατάξεις σε περιπτώσεις αναστολής της σύνταξης
Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 4 ε του άρθρου 37 του ν.3996/2011 προϋπόθεση για την καταβολή της σύνταξης στους γονείς , συζύγους ή αδελφούς αναπήρων που πληρούν τους όρους που έθεταν οι ανωτέρω διατάξεις είναι η μη ανάληψη εργασίας ή αυτοαπασχόλησης εκ μέρους του αναπήρου τέκνου, συζύγου ή αδελφού.
Ορίζεται δε ρητά ότι σε περίπτωση ανάληψης εργασίας από τον ανάπηρο η χορηγούμενη σύνταξη στον σύζυγο, γονέα ή αδελφό αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η εργασία ή η αυτοαπασχόληση του αναπήρου.
Η ανωτέρω ρύθμιση οδηγεί στην αποστέρηση της συνταξιοδοτικής παροχής στα άτομα που έχουν διακόψει την εργασία τους με σκοπό την παροχή φροντίδας στον/ην ανάπηρο σύζυγο ή αδελφό/ή και τα οποία μέχρι σήμερα δεν είχαν δυνατότητα να υποβάλλουν άλλο αίτημα συνταξιοδότησης, εφόσον η σύνταξη τους δεν διακόπτονταν, αλλά τελούσε σε αναστολή για όσο χρόνο διαρκούσε η εργασία.
Με την κοινοποιούμενη διάταξη παρέχεται δυνατότητα στον γονέα, σύζυγο ή τον αδελφό του αναπήρου, που πληροί τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης λόγω γήρατος, να υποβάλλει νέα αίτηση συνταξιοδότησης. Το δικαίωμα συνταξιοδότησης κρίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν κατά το χρόνο υποβολής της νέας αίτησης.