ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ
Hernehult κατά Νορβηγίας της 10.3.2020 (αριθ. προσφ.14652/16) και Pedersen κ.ά. κατά Νορβηγίας της 10.3.2020 (αριθ. προσφ. 39710/15)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή, ελλιπής επικοινωνία, απουσία προσπάθειας επανένωσης των ανηλίκων παιδιών με τους γονείς τους.
Οι προσφεύγοντες και στις δύο υποθέσεις είναι γονείς με 3 παιδιά και 1 παιδί αντίστοιχα. Λόγω διανοητικής στέρησης κρίθηκαν αμφότεροι ακατάλληλοι για την ανατροφή των παιδιών τους και με αμετάκλητες αποφάσεις τα εγχώρια Δικαστήρια αφαίρεσαν τη γονική μέριμνα των 2 παιδιών από τα 3 στην πρώτη υπόθεση και του μοναδικού παιδιού στην δεύτερη υπόθεση. Τα παιδιά δόθηκαν για υιοθεσία, και τα Δικαστήρια καθόρισαν ελάχιστες ώρες επικοινωνίας ετησίως με τους βιολογικούς γονείς, με αποτέλεσμα η δυνατότητα οικογενειακής επανένωσης να εκμηδενιστεί.
Το Στρασβούργο υπενθυμίζει ότι οι οικογενειακοί δεσμοί μπορούν να αποκοπούν μόνο σε «πολύ εξαιρετικές περιστάσεις». Κατά συνέπεια, στην περίπτωση επιβολής μέτρων που περιορίζουν την οικογενειακή ζωή, έγκειται στις αρχές ως θετικό καθήκον να λάβουν μέτρα για τη διευκόλυνση της οικογενειακής επανένωσης το συντομότερο δυνατόν.
Υπόθεση Hernehult
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι στο τελικό στάδιο της απόφασης για υιοθεσία το Ανώτατο Δικαστήριο διεξήγαγε μια σε βάθος εξέταση της κατάστασης εκείνης της περιόδου, λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση του πραγματογνώμονα αλλά και παρέχοντας την δυνατότητα στον προσφεύγοντα να εκθέσει τις απόψεις του. Ωστόσο δεν έγινε το ίδιο στους δύο προηγούμενους βαθμούς δικαιοδοσίας.
Το ίδιο το Ανώτατο δικαστήριο, διαπίστωσε ότι η απόφαση υιοθεσίας είχε ληφθεί πολύ νωρίς στην υπόθεση, οι συναντήσεις για επικοινωνία ήταν ελάχιστες, παραβιάζοντας το θετικό καθήκον των αρχών να λάβουν μέτρα για τη διευκόλυνση της οικογενειακής επανένωσης.
Κατά συνέπεια το ΕΔΔΑ έκρινε ομόφωνα ότι η γενική παρέμβαση των εγχώριων αρχών στο δικαίωμα του προσφεύγοντος για σεβασμό της οικογενειακής του ζωής με τα δύο παιδιά του παραβίασε το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ.
Υπόθεση Pedersen
Και σε αυτήν την υπόθεση το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι κατά την δικαστική διαδικασία δεν έγινε προσπάθεια να βρεθούν μέτρα που θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο της αποξένωσης των γονέων, εγκρίνοντας την υιοθεσία του Χ και θέτοντας μόνο περιορισμένες επισκέψεις επικοινωνίας μετά την υιοθεσία.
Επίσης το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου σχετικά με την υιοθεσία δεν στηριζόταν σε εκτίμηση των δυνατοτήτων φροντίδας των προσφευγόντων, αλλά στην προσκόλληση του Χ στην ανάδοχη οικογένεια και έτσι δεν δόθηκε επαρκής σημασία στο στόχο της οικογενειακής επανένωσης ούτε στη θετική υποχρέωση του κράτους για την λήψη μέτρων για την προώθηση της, όσο το δυνατόν συντομότερα. Παραβίαση του άρθρου 8 της σύμβασης.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 8
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Και οι δύο περιπτώσεις αφορούσαν μέτρα πρόνοιας για το βέλτιστο συμφέρον των παιδιών.
Ο προσφεύγων στην πρώτη υπόθεση, ο Dan Mikael Hernehult, είναι Σουηδός υπήκοος, που γεννήθηκε το 1961. Η υπόθεση του, αφορούσε την απόφαση των αρχών να αναλάβουν τη φροντίδα δύο υιών του.
Ο προσφεύγων μετακόμισε στη Νορβηγία το 2013 με τη σύζυγό του, υπήκοο της Ρουμανίας, και τους τρεις γιους τους, Α, Β και C, που γεννήθηκαν το 2000, το 2005 και 2007 αντίστοιχα. Τα παιδιά τοποθετήθηκαν εκτάκτως σε ανάδοχες οικογένειες το ίδιο έτος λόγω των ανησυχιών των υπηρεσιών πρόνοιας σχετικά με την ικανότητα των γονέων τους να τα φροντίσουν, και το γεγονός ότι τα μεγάλωναν στην απομόνωση, εξαιτίας ασυνήθιστης ροπής τους προς διάφορες ασθένειες.
Το 2014, το Επαρχιακό Συμβούλιο κοινωνικής πρόνοιας δέχθηκε την αίτηση των υπηρεσιών για την τοποθέτηση των παιδιών υπό τη φροντίδα της κοινωνικής πρόνοιας, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι υπήρξε σοβαρή παραμέληση. Οι Β και C τοποθετήθηκαν σε ανάδοχες οικογένειες ενώ ο Α τοποθετήθηκε σε ίδρυμα, καθώς οι ανάδοχοι είχαν κρίνει τις ιδιαίτερες ανάγκες του πολύ απαιτητικές.
Ο προσφεύγων και η σύζυγός του προσέφυγαν ενώπιον των δικαστηρίων, ενώ το Ανώτατο Δικαστήριο τελικά εξέτασε το θέμα το 2015. Σημειώνοντας ότι ο Α ήταν πολύ δυσαρεστημένος στο ίδρυμα, διαπίστωσε ότι θα ήταν προς το συμφέρον του να επιστρέψει στους γονείς του, παρέχοντας στη μητέρα και τον πατέρα εκτεταμένη βοήθεια. Όσον αφορά τους Β και C, αποφάσισε ότι θα πρέπει να παραμείνουν στην ανάδοχη οικογένεια λόγω της προσκόλλησής τους στο ανάδοχο σπίτι τους. Τα δικαιώματα επικοινωνίας ορίστηκαν σε έξι εξαμηνιαίες συνεδρίες ετησίως.
Οι προσφεύγοντες στη δεύτερη υπόθεση, M.R. και T. Pedersen, ένα παντρεμένο ζευγάρι, και το παιδί τους, Χ, είναι Νορβηγοί υπήκοοι, οι οποίοι γεννήθηκαν το 1969, το 1962 και το 2008, αντίστοιχα. Η κα Pedersen κατάγεται από τις Φιλιππίνες. Η υπόθεσή τους αφορούσε την απόφαση των αρχών να τους αφαιρέσουν την γονική μέριμνα όσον αφορά τον Χ και να εγκρίνουν την υιοθεσία του.
Το παιδί τους τοποθετήθηκε επειγόντως σε ανάδοχη οικογένεια όταν ήταν ηλικίας λίγων μηνών επειδή οι γονείς του είχαν διανοητική υστέρηση και κρίθηκαν ανίκανοι να τον φροντίσουν.
Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, συμπεριλαμβανομένης μιας περιόδου κατά την οποία η κ. Pedersen έμεινε μαζί του σε ίδρυμα ειδικά διαμορφωμένο για γονείς και παιδιά, οι υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας για τα τέκνα υπέβαλαν αίτηση στο Επαρχιακό Συμβούλιο κοινωνικής πρόνοιας για την έκδοση απόφασης αναδοχής.
Το Επαρχιακό Συμβούλιο έκανε αποδεκτή την αίτηση και ο X τοποθετήθηκε σε αναδοχή. Θεώρησε ότι η τοποθέτηση θα είναι μακροπρόθεσμη και θα ορίζει τα δικαιώματα επικοινωνίας σε δύο ωριαίες επισκέψεις ετησίως.
Το ζεύγος Pedersen άσκησε έφεση και η υπόθεση εκδικάστηκε σε τρεις βαθμούς δικαιοδοσίας με το Ανώτατο Δικαστήριο τελικά να αποφασίζει το 2015 για την υιοθεσία του Χ. Το Ανώτατο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι θα ήταν προς το συμφέρον του Χ να παραμείνει στο ασφαλές περιβάλλον της ανάδοχης οικογένειας, όπου είχε ζήσει σχεδόν όλη του τη ζωή. Επίσης, έλαβε υπόψη τη μεγάλη προσκόλλησή του στους θετούς γονείς του, σε σύγκριση με την έλλειψη δεσμών με τους βιολογικούς γονείς του. Εντούτοις, θεώρησε σημαντικό το γεγονός ο Χ να διατηρήσει δεσμούς του με τους βιολογικούς γονείς του και να διατηρήσει τα δικαιώματα επικοινωνίας που έχουν καθοριστεί από τα κατώτερα δικαστήρια.
Στηριζόμενοι στο άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, οι προσφεύγοντες διαμαρτυρήθηκαν για τις αποφάσεις των εγχώριων αρχών σχετικά με τα παιδιά τους. Ο προσφεύγων στην πρώτη υπόθεση διαμαρτυρήθηκε ιδιαίτερα για τις αποφάσεις που ελήφθησαν σχετικά με την τοποθέτηση των Β και C σε ανάδοχη οικογένεια και την επακόλουθη άρνηση επιστροφής τους, ενώ οι προσφεύγοντες στη δεύτερη υπόθεση διαμαρτυρήθηκαν για τις αποφάσεις που τους αφαίρεσαν τη γονική μέριμνα του γιού τους, επιτρέποντας την υιοθεσία του και τον περιορισμό της επακόλουθης επικοινωνίας του.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
1.Υπόθεση Hernehult
Για τους σκοπούς της παρούσας ανάλυσης, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η σχέση της οικογενειακής ενότητας και της οικογενειακής επανένωσης σε περίπτωση χωρισμού είναι εγγενείς έννοιες σχετικά με το δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής σύμφωνα με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση επιβολής μέτρων που περιορίζουν την οικογενειακή ζωή, έγκειται στις αρχές ως θετικό καθήκον να λάβουν μέτρα για τη διευκόλυνση της οικογενειακής επανένωσης το συντομότερο δυνατόν.
Επιπλέον, οι οικογενειακοί δεσμοί μπορούν να αποκοπούν μόνο σε «πολύ εξαιρετικές περιστάσεις».
Εν προκειμένω, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι οι διαδικασίες και οι λόγοι που προβάλλονται για την απόφαση να διατηρηθούν οι Β και Γ στην αναδοχή και να χορηγηθεί στον προσφεύγοντα το δικαίωμα σε 4 συνεδριάσεις επικοινωνίας μαζί τους κάθε χρόνο πρέπει να εξεταστούν από κοινού, διότι θεωρεί ότι οι τελευταίοι λόγοι του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την απόφασή του, συνδέονταν εγγενώς με τον τρόπο με τον οποίο διεξήχθη μέχρι τότε η υπόθεση περί γονικής μέριμνας.
Το Ανώτατο Δικαστήριο όρισε πραγματογνώμονα για να εξετάσει την υπόθεση, ο οποίος παρέδωσε γραπτή έκθεση και κατέθεσε κατά τη διάρκεια της ακρόασης. Το Δικαστήριο είναι ικανοποιημένο από το γεγονός ότι ο προσφεύγων συμμετείχε επαρκώς στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και ήταν σε θέση να παρουσιάσει με επάρκεια την υπόθεσή του σε αυτό το στάδιο και ότι το Ανώτατο Δικαστήριο διεξήγαγε μια σε βάθος εξέταση της κατάστασης εκείνης της περιόδου.
Ωστόσο, το Στρασβούργο δεν είναι πεπεισμένο ότι το ίδιο ισχύει και για τα αρχικά στάδια της διαδικασίας για τους λόγους που εκτίθενται κατωτέρω.
Επιπροσθέτως, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά τις διαπραγματεύσεις τους με την οικογένεια συνολικά, η υπηρεσία πρόνοιας ανηλίκων προχώρησε τουλάχιστον εν μέρει στην αιτιολογία ότι ο Α δεν υποφέρει από το EDS και ότι η μητέρα του υπέστη το σύνδρομο Munchausen .
Το Δικαστήριο προσθέτει ότι οι αποφάσεις του Συμβουλίου και του Επαρχιακού Δικαστηρίου σχετικά με το δικαίωμα των γονέων να έρχονται σε επαφή τέσσερις φορές το χρόνο για μιάμιση ώρα κάθε φορά, δεν αποσκοπούσαν στη διευκόλυνση της επιστροφής των παιδιών στους γονείς τους. Επιπλέον, η απόφαση ότι τα παιδιά δεν μπόρεσαν να επικοινωνήσουν και με τους δύο γονείς τους κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων επικοινωνίας φαίνεται ότι έχει κάνει αυτές τις ελάχιστες συνεδρίες λιγότερο πιθανό να διευκολύνουν την επιστροφή των παιδιών.
Το Δικαστήριο σημειώνει ειδικότερα ότι το Συμβούλιο δήλωσε ότι η τοποθέτηση αναμένεται να παραταθεί και ότι επίσης το Ανώτατο Δικαστήριο φαίνεται να έχει προχωρήσει σε αυτούς τους λόγους. Η εκτίμηση του Ανώτατου Δικαστηρίου είναι ότι η υιοθεσία φαίνεται να έχει ληφθεί από πολύ νωρίς στην υπόθεση, ενώ το συμπέρασμα ότι η κατάσταση αυτή πρέπει να θεωρηθεί μακροπρόθεσμη, αφού όλα τα μεταγενέστερα μέτρα, συμπεριλαμβανομένου του καθεστώτος επικοινωνίας, έρχονται ως επακόλουθο αυτού, θα πρέπει να γίνει μόνο μετά από προσεκτική εξέταση και λαμβάνοντας επίσης υπόψη το θετικό καθήκον των αρχών να λάβουν μέτρα για τη διευκόλυνση της οικογενειακής επανένωσης. Εξάλλου, ενώ το εθνικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι αποφάσεις περί επιμέλειας δεν μπορούσαν να ανατραπούν λόγω της προσκόλλησης του B και του C στην ανάδοχη οικογένεια – παρόλο που οι εντολές περί φροντίδας ίσως δεν είχαν αρχικά αιτιολογηθεί – αποφάσισε ουσιαστικά να ενισχύσει αυτή την προσκόλληση.
Όσον αφορά τις διαδικασίες που οδήγησαν στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το Δικαστήριο έχει κατά νου ότι οι αρχές κοινωνικής πρόνοιας και τα εθνικά δικαστήρια αντιμετώπιζαν δύσκολες πραγματικές εκτιμήσεις, ακόμη και στις πρώτες φάσεις της υπόθεσης, και δεν αμφισβητούν ότι ζήτησαν να επιτύχουν αυτό που θεωρούν ότι θα ήταν μια ισορροπημένη και εύλογη απόφαση υπό το πρίσμα των βέλτιστων συμφερόντων του Β και του Γ, όταν τα παιδιά είχαν αρχικά τεθεί υπό αναδοχή.
Υπό το πρίσμα των συνθηκών της υπόθεσης στο σύνολό της, το Δικαστήριο θεωρεί ότι το σωρευτικό αποτέλεσμα των ανωτέρω χαρακτηριστικών των εθνικών αρχών που ασχολούνται με την υπόθεση πρέπει να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι αρχές δεν απέδειξαν ότι πληρούσαν τις υποχρεώσεις τους βάσει του άρθρου 8 της Σύμβασης και ότι η γενική παρέμβαση των εγχώριων αρχών στο δικαίωμα του προσφεύγοντος για σεβασμό στην οικογενειακή του ζωή με τα παιδιά του Β και Γ δεν παρέμεινε εντός του «αναγκαίου ορίου σε μια δημοκρατική κοινωνία» σύμφωνα με το άρθρο 8, δεύτερο εδάφιο της ΕΣΔΑ.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος στην οικογενειακή ζωή του προσφεύγοντος (άρθρο 8).
Δίκαιη ικανοποίηση: Επιδίκαση 25.000 ευρώ στον προσφεύγοντα για ηθική του βλάβη.
2.Υπόθεση Pedersen
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι σε περιπτώσεις όπου τα συμφέροντα ενός παιδιού και εκείνων των γονέων έρχονται σε σύγκρουση, το άρθρο 8 απαιτεί από τις εγχώριες αρχές να επιτύχουν δίκαιη ισορροπία μεταξύ αυτών των συμφερόντων και ότι, κατά τη διαδικασία εξισορρόπησης, να είναι προσαρμοσμένα στα συμφέροντα του παιδιού τα οποία, ανάλογα με τη φύση και τη σοβαρότητά τους, μπορούν να υπερισχύσουν αυτών των γονέων. Επιπλέον, οι οικογενειακοί δεσμοί μπορούν να αποκοπούν μόνο σε «πολύ εξαιρετικές περιστάσεις».
Η θετική υποχρέωση λήψης μέτρων για τη διευκόλυνση της οικογενειακής επανένωσης, όσο το δυνατόν συντομότερα, θα αρχίσει να επιβαρύνει τις αρμόδιες αρχές με προοδευτικά αυξανόμενη ισχύ, υπό την προϋπόθεση πάντοτε να είναι ισορροπημένη με το καθήκον να εξετάζει το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού. Οι δεσμοί μεταξύ των μελών μιας οικογένειας και η προοπτική της επιτυχημένης επανένωσης τους θα επιδεινωθούν εάν τα κωλύματα τεθούν με τέτοιο τρόπο ώστε να μην υπάρχει εύκολη και τακτική πρόσβαση ο ένας στον άλλο.
Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η καταγγελλόμενη διαδικασία άρχισε το 2012. Προκειμένου να εξετάσει ορθά τη διαδικασία αυτή, το Δικαστήριο πρέπει να τα τοποθετήσει στο πλαίσιο τους, πράγμα που αναπόφευκτα σημαίνει σε κάποιο βαθμό λαμβάνοντας υπόψη τις σχετικές διαδικασίες που αφορούν τη δημόσια φροντίδα των παιδιών και τους περιορισμούς επικοινωνίας. Με τον τρόπο αυτό, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η αρχική τοποθέτηση του Χ σε αναδοχή αφορούσε σε μεγάλο βαθμό τα προβλήματα των προσφευγόντων με την ψυχική υγεία την εποχή εκείνη. Ανεξάρτητα από την επιτακτική αιτιολόγηση της απόφασης για αναδοχή, το Συμβούλιο και το περιφερειακό δικαστήριο προέβαλαν την υπόθεση ότι η κατάσταση θα ήταν μακροπρόθεσμη. Όταν το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση περί παροχής φροντίδας στις 23 Οκτωβρίου 2009, αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στον πιθανό μακροπρόθεσμο χαρακτήρα της αναδοχής και καθόρισε τα δικαιώματα επικοινωνίας των προσφευγόντων σε 2 επισκέψεις κάθε χρόνο, κάθε φορά για δύο ώρες. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε δικαστικά. Εν τω μεταξύ πραγματοποιήθηκε μόνο μία επίσκεψη.
Το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι, στο μέτρο που οι αποφάσεις αυτές υπονοούσαν ότι οι αρχές είχαν παραιτηθεί από την επανένωση του παιδιού και των φυσικών γονέων ως τελικό στόχο, το συμπέρασμα ότι η αναδοχή πρέπει να θεωρείται μακροπρόθεσμη θα έπρεπε μόνο να έχει ληφθεί μετά από προσεκτική εξέταση και λαμβάνοντας επίσης υπόψη το θετικό καθήκον των αρχών να λάβουν μέτρα για τη διευκόλυνση της οικογενειακής επανένωσης. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση η απόφαση να επιβληθεί ένα πολύ αυστηρό καθεστώς επικοινωνίας καθόριζε την κατάσταση από την αρχή, καθιστώντας δεδομένο ότι το παιδί θα προσκολληθεί στους αναδόχους και θα αποξενωθεί από τους φυσικούς γονείς, αποκλείοντας έτσι οποιαδήποτε ρεαλιστική πιθανότητα οικογενειακής επανένωσης.
Επιπλέον, οι ανωτέρω αποφάσεις που ελήφθησαν το 2009 και το 2010 περιείχαν τις ρυθμίσεις που ίσχυαν όταν οι προσφεύγοντες υπέβαλαν το αίτημά τους για άρση του μέτρου αυτού. Ως αποτέλεσμα των ρυθμίσεων αυτών, όταν οι εθνικές αρχές κλήθηκαν να αποφανθούν επί του αιτήματος των προσφευγόντων κατά τη διάρκεια της διαφοράς, δεν διέθεταν επαρκή στοιχεία για να εξαγάγουν συμπεράσματα όσον αφορά τις δεξιότητες φροντίδας τους. Το ζήτημα αυτό δεν προβλήθηκε ρητώς από το περιφερειακό δικαστήριο, το οποίο δεν περιείχε καμία αξιολόγηση των δεξιοτήτων φροντίδας των προσφευγόντων στην εντολή που δόθηκε στον πραγματογνώμονα που όρισε. Εντούτοις, επεσήμανε εύστοχα η έκθεση του πραγματογνώμονα που όρισε το Ανώτατο Δικαστήριο: ο πραγματογνώμονα αυτός δήλωσε ρητώς στην έκθεσή του ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν τη δυνατότητα να αποδείξουν πλήρως ούτε να αναπτύξουν τις ικανότητές τους σε κάποιο βαθμό. Κατά τον χρόνο της κατ’ αντιμωλία διαδικασίας, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, υπήρχε ήδη κίνδυνος η οικογένεια να μην επανασυνδεθεί, μολονότι υπήρξαν βελτιώσεις στην κατάσταση των προσφευγόντων και ο πραγματογνώμονα δεν βρήκε κανένα στοιχείο που να δείχνει ότι στερούνται δεξιοτήτων φροντίδας. Εντούτοις, αντί να γίνει προσπάθεια από τις αρχές να βρεθούν μέτρα που θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν αυτόν τον κίνδυνο, αποφάσισαν τελικά να τον αυξήσουν, εγκρίνοντας υιοθεσία του Χ και θέτοντας μόνο περιορισμένη επικοινωνίας. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο δεν θεωρεί αποφασιστικό το γεγονός ότι η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου δεν στηριζόταν σε εκτίμηση των δεξιοτήτων φροντίδας των προσφευγόντων, αλλά στην προσκόλληση του Χ στην νέα του οικογένεια.
Το Δικαστήριο επισημαίνει επίσης ότι στην προκειμένη περίπτωση η υιοθεσία ήταν «ανοιχτή» υπό την έννοια ότι οι επισκέψεις επαφής διατηρήθηκαν ακόμη και μετά την έγκρισή τους.
Με βάση τα ανωτέρω, το Δικαστήριο θεωρεί ότι στο πλαίσιο της διαδικασίας κατά την οποία η απόφαση υιοθεσίας του Χ έγινε αμετάκλητη, δεν δόθηκε επαρκής σημασία στο στόχο της προσωρινής τοποθέτησης και στην οικογενειακή επανένωση και ότι δεν δόθηκε επαρκής προσοχή στη θετική υποχρέωση λήψης μέτρων για την προώθηση της οικογενειακής επανένωσης , όσο το δυνατόν συντομότερα. Υπό τις συνθήκες αυτές, και λαμβάνοντας υπόψη τις πολύ περιορισμένες ρυθμίσεις επικοινωνίας που καθόρισε το Ανώτατο Δικαστήριο, το Δικαστήριο δεν θεωρεί ότι ο «ανοικτός» χαρακτήρας της υιοθεσίας είναι καθοριστικός.
Οι προηγούμενες σκέψεις αρκούν για να καταστήσουν δυνατό στο Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της οικογενειακής ζωής των προσφευγόντων (άρθρο 8).
Δίκαιη ικανοποίηση: Το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαπίστωση παραβίασης αποτελούσε από μόνη της επαρκή δίκαιη ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη το παιδί X. Έκρινε περαιτέρω ότι το εναγόμενο κράτος έπρεπε να καταβάλει από κοινού στους γονείς προσφεύγοντες 35.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 9.500 ευρώ για έξοδα και δαπάνες ( επιμέλεια echrcaselaw).