ΑΠΟΦΑΣΗ
Grobelny κατά Πολωνίας της 05.03.2020 (αριθ. προσφ. 60477/12)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Διακοπή σύνταξης αναπηρίας από λάθη γιατρών του ασφαλιστικού Ταμείου. Μη χορήγηση αποζημίωσης στον ασφαλισμένο. Παραβίαση του δικαιώματος στην περιουσία.
Ο προσφεύγων είχε κριθεί ανίκανος για εργασία ήδη από το 1994 και του είχε απονεμηθεί σύνταξη αναπηρίας. Σε μία επανεξέταση της κατάστασης της υγείας του, επαναπροσδιορίστηκε το ποσοστό αναπηρίας και διεκόπη η καταβολή της σύνταξης για δύο χρόνια. Τα εγχώρια Δικαστήρια έκριναν ότι ο προσφεύγων δικαιούται σύνταξη όμως απέρριψαν αμετάκλητα το αίτημα του για αποζημίωση για όλο το χρονικό διάστημα που δεν λάμβανε οποιοδήποτε επίδομα.
Το Στρασβούργο υπενθυμίζει ότι η σημαντικότερη απαίτηση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ είναι ότι κάθε επέμβαση δημόσιας αρχής στην ειρηνική απόλαυση των περιουσιακών στοιχείων πρέπει να είναι νόμιμη. Ως εκ τούτου απαιτεί μια δίκαιη ισορροπία, ώστε να μην επιβάλλεται δυσανάλογο βάρος σε έναν πολίτη.
Στην υπό κρίση περίπτωση το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων υπέστη υπερβολική επιβάρυνση λόγω του γεγονότος ότι, εξαιτίας εσφαλμένης εκτίμησης της κατάστασης της υγείας του, διεκόπη η καταβολή της σύνταξης και κατέληξε ότι το κράτος στο πλαίσιο της χρηστής διακυβέρνησης όφειλε να αποκαταστήσει το λάθος του.
Κατά συνέπεια το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν διαφυλάχτηκε η κοινωνική ισότητα και η παρέμβαση στα δικαιώματα της περιουσίας του προσφεύγοντος ήταν δυσανάλογη και διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος στην περιουσία (άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου).
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Mieczysław Grobelny, είναι Πολωνός υπήκοος, γεννήθηκε το 1953 και ζει στο Lubniewice (Πολωνία).
Η υπόθεση αφορούσε την άρνηση των εθνικών δικαστηρίων να του καταβάλουν
αποζημίωση για τη διακοπή της αναπηρικής σύνταξής του για 21 μήνες μετά από ένα λάθος
που είχε γίνει στην αξιολόγηση της υγείας και της ικανότητάς του για εργασία.
Ο προσφεύγων ήταν γεωργός και λάμβανε αναπηρική σύνταξη από το 1994 επειδή κρίθηκε ανίκανος για εργασία. Ωστόσο, μετά από ιατρικές εξετάσεις το 2008, το ταμείο κοινωνικής ασφάλισης έκρινε ότι δεν ήταν πλήρως ανίκανος και αποφάσισε την διακοπή της καταβολής της σύνταξης αναπηρίας, με έναρξη ισχύος της απόφασης από Απρίλιο του 2008.
Ο ίδιος προσέφυγε κατά της απόφασης ενώπιον του δικαστηρίου, υποστηρίζοντας ότι η
υγεία του δεν είχε βελτιωθεί. Τα δικαστήρια τελικά αποφάσισαν να του χορηγήσουν εκ
νέου τη σύνταξή του τον Ιανουάριο του 2010, διαπιστώνοντας ότι οι πραγματογνώμονες του
Ταμείου είχαν εκτιμήσει εσφαλμένα την κατάσταση της υγείας του και ότι στην
πραγματικότητα ήταν ανίκανος να εργαστεί.
Στη συνέχεια άσκησε αγωγή αποζημίωσης για τους 21 μήνες που είχε στερηθεί
την σύνταξη. Ο ισχυρισμός του εξετάστηκε και απορρίφθηκε και στους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας το 2012. Τα δικαστήρια κατέληξαν ειδικότερα στο συμπέρασμα ότι δεν θα μπορούσε να χορηγηθεί αποζημίωση επειδή το Ταμείο δεν είχε πράξει κάτι παράνομο.
Επικαλούμενος το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου (προστασία της περιουσίας) της
Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, ο προσφεύγων διαμαρτυρήθηκε για
την άρνηση χορήγησης αποζημίωσης για την περίοδο αυτή κατά την οποία δεν είχε καμία
οικονομική υποστήριξη από το κράτος, παρά την αναγνωρισμένη ανικανότητά του για εργασία.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο του Στρασβούργου υπενθυμίζει ότι οι αρχές που εφαρμόζονται γενικά στις υποθέσεις που έχουν ασκηθεί βάσει του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης είναι αντίστοιχα σημαντικές όταν πρόκειται για κοινωνικές παροχές και παροχές κοινωνικής πρόνοιας. Συγκεκριμένα, το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου δεν δημιουργεί δικαίωμα απόκτησης περιουσίας. Η διάταξη αυτή δεν περιορίζει την ελευθερία του συμβαλλόμενου κράτους να αποφασίζει εάν θα θεσπίσει ή όχι οποιαδήποτε μορφή συστήματος κοινωνικής ασφάλισης ή να επιλέξει τον τύπο ή το ποσό των παροχών που πρέπει να παρέχει στο πλαίσιο αυτού του συστήματος. Αν, ωστόσο, ένα συμβαλλόμενο κράτος έχει στη διάθεσή του νομοθεσία, η οποία προβλέπει την καταβολή του ευεργετήματος της παροχής κοινωνικής πρόνοιας, είτε εξαρτάται είτε όχι από την προκαταβολή των εισφορών, η νομοθεσία αυτή πρέπει να θεωρείται ότι παράγει περιουσιακά δικαιώματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης για πρόσωπα που πληρούν τις απαιτήσεις της.
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει επίσης ότι η πρώτη και η σημαντικότερη απαίτηση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου είναι ότι κάθε επέμβαση δημόσιας αρχής στην ειρηνική απόλαυση των περιουσιακών στοιχείων πρέπει να είναι νόμιμη. Το δεύτερο εδάφιο της πρώτης παραγράφου επιτρέπει τη στέρηση των περιουσιακών στοιχείων μόνο «υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από το νόμο», και το δεύτερο εδάφιο αναγνωρίζει ότι τα κράτη έχουν το δικαίωμα να ελέγχουν τη χρήση της ιδιοκτησίας και της περιουσίας με την επιβολή «νόμων».
Το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου προβλέπει επίσης ότι η στέρηση της περιουσίας για τους σκοπούς του δεύτερου εδαφίου πρέπει να γίνει προς το δημόσιο συμφέρον και να επιδιώκει θεμιτό σκοπό με μέσα εύλογα ανάλογα προς τον επιδιωκόμενο στόχο. Τέλος απαιτεί μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και των απαιτήσεων της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου, ώστε να μην επιβάλλεται δυσανάλογο βάρος σε έναν πολίτη.
α) Εφαρμογή των ανωτέρω αρχών στην προκειμένη περίπτωση
- i) Ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ
Το Δικαστήριο σημειώνει ότι ο προσφεύγων έλαβε σύνταξη αναπηρίας το 1994 και την ελάμβανε μέχρι τις 31.03.2008. Δεν αμφισβητείται ότι ο προσφεύγων ήταν ανίκανος προς εργασία από την 01.04.2008 έως τις 19.01.2010 και ότι πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη λήψη σύνταξης αναπηρίας για την περίοδο αυτή. Αυτό που αμφισβητήθηκε ήταν το αν θα έπρεπε να είχε αποζημιωθεί για τη διακοπή της καταβολής της σύνταξης κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Έτσι, δεδομένου ότι ο προσφεύγων είχε δικαίωμα βάσει της εθνικής νομοθεσίας να λάβει σύνταξη αναπηρίας, το δικαίωμα αυτό εμπίπτει στο ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου.
- ii) Αναλογικότητα της προσβολής των περιουσιακών στοιχείων του προσφεύγοντος
Το Δικαστήριο υπογραμμίζει το γεγονός ότι ο προσφεύγων παρά την αναγνωρισμένη ανικανότητά του για αγροτική εργασία, παρέμεινε για περίοδο 21 μηνών χωρίς οικονομική υποστήριξη από το κράτος και δεν του δόθηκε έννομη προστασία. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων στερήθηκε του δικαιώματος να λάβει σύνταξη αναπηρίας χωρίς καμία αποζημίωση. Αυτή η εκδοχή αποτελεί παρέμβαση στα δικαιώματά του δυνάμει του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου.
Το Δικαστήριο πρώτον θεωρεί ότι ο προσφεύγων υπέστη υπερβολική επιβάρυνση λόγω του γεγονότος ότι, λόγω εσφαλμένης εκτίμησης της κατάστασης της υγείας του από τους ιατρούς πραγματογνώμονες του Ταμείου, αντιμετώπισε πλήρη απώλεια της σύνταξης αναπηρίας του, παρά το ότι ήταν εντελώς ανίκανος για αγροτική εργασία.
Έτσι, ανεξαρτήτως του σκοπού που επιδιώκεται προς το γενικό συμφέρον, δύσκολα μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι αρχές μετέφεραν τις συνέπειες ενός σφάλματος που τους αναλογεί στον προσφεύγοντα.
Το ΕΔΔΑ κατά δεύτερον επισήμανε ότι, στο πλαίσιο των δικαιωμάτων της περιουσίας, ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δοθεί στην αρχή της χρηστής διακυβέρνησης. Οι δημόσιες αρχές πρέπει να ενεργούν με τη μέγιστη συνοχή, ιδίως όταν ασχολούνται με ζητήματα ζωτικής σημασίας για τα άτομα, όπως είναι τα κοινωνικά και κοινωνικά επιδόματα και άλλα δικαιώματα ιδιοκτησίας. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι οι εθνικές αρχές, περιλαμβανομένων των εθνικών δικαστηρίων κατά τη διαδικασία αποζημίωσης, δεν εκπλήρωσαν την υποχρέωσή τους να ενεργήσουν εγκαίρως και με τον κατάλληλο τρόπο και με τη μέγιστη συνοχή, καθόσον δεν έκαναν καμία αποκατάσταση ενός σφάλματος που αποδίδεται σαφώς στο Ταμείο.
Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η έννοια της ασφάλειας δικαίου, αν και αναμφισβήτητα είναι σημαντική σε οποιοδήποτε νομικό σύστημα, δεν είναι απόλυτη. Το Δικαστήριο θεωρεί ότι στην προκειμένη περίπτωση υπήρχαν σχετικοί και επαρκείς λόγοι για να μην απομακρυνθεί από την αρχή αυτή προκειμένου να διασφαλιστεί ο σεβασμός της κοινωνικής ισότητας και της δικαιοσύνης.
Θεωρεί, ωστόσο, ότι οι εθνικές αρχές θα έπρεπε να του είχαν παράσχει νομική λύση που να του επέτρεπε να του καταβληθεί αποζημίωση από το Ταμείο. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το Ταμείο θα έπρεπε να επιβαρυνθεί με τις συνέπειες του λάθους των ιατρών πραγματογνωμόνων του.
Οι παραπάνω σκέψεις αρκούν για να συμπεράνει το Δικαστήριο ότι η επέμβαση στα δικαιώματα στην περιουσία του προσφεύγοντος ήταν δυσανάλογη.
Το Στρασβούργο έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου και επιδίκασε ποσό 3.460 ευρώ για αποζημίωση και 2.500 ευρώ για ηθική βλάβη (επιμέλεια echrcaselaw.com).