ΑΠΟΦΑΣΗ
Filkin κατά Πορτογαλίας της 03.03.2020 (αριθ. προσφ. 69729/12)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Δικαίωμα στην περιουσία και δημόσιο συμφέρον. Δέσμευση τραπεζικών λογαριασμών επί 3,5 χρόνια του προσφεύγοντα χωρίς να έχει την ιδιότητα του κατηγορουμένου.
Στον προσφεύγοντα επιβλήθηκε δέσμευση των τραπεζικών του λογαριασμών γιατί θεωρήθηκε ότι τα χρήματα προέρχονται από παράνομη οικονομική δραστηριότητα και συγκεκριμένα από εμπόριο ναρκωτικών. Η έρευνα από τα εγχώρια Δικαστήρια διήρκησε αρκετά χρόνια λόγω της περιπλοκότητας της, αφού έπρεπε να ολοκληρωθεί σε συνεργασία με τις αρχές άλλων χωρών. Λόγω έλλειψης στοιχείων οι λογαριασμοί αποδεσμεύτηκαν χωρίς όμως ο προσφεύγων να λάβει σχετική ενημέρωση.
Το Στρασβούργο υπενθύμισε ότι ένας προσωρινός περιορισμός της χρήσης της περιουσίας των πολιτών εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών αλλά πρέπει να γίνεται σύμφωνα με το γενικό συμφέρον ή για να εξασφαλίζουν την καταβολή φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων.
Στην προκείμενη περίπτωση το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι το μέτρο διατάχθηκε για να διερευνηθεί ένα σοβαρό αδίκημα και η έρευνα ήταν περίπλοκη γιατί εμπλέκονταν αρχές άλλων κρατών. Δεδομένου όμως ότι ο προσφεύγων δεν επωφελήθηκε από τις διαδικαστικές εγγυήσεις προκειμένου να αμφισβητήσει τη μακρά διάρκεια της διαδικασίας, η επιβολή του μέτρου κρίθηκε υπερβολική.
Το ΕΔΔΑ κατέληξε ότι ανατράπηκε η δίκαιη ισορροπία μεταξύ του νόμιμου γενικού συμφέροντος που επιδιώκουν οι αρχές και του δικαιώματος του κάθε πολίτη να απολαμβάνει ειρηνικά τα περιουσιακά του στοιχεία. Παραβίαση του δικαιώματος στην περιουσία (άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου).
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Evgeny Filkin είναι Ρώσος υπήκοος που γεννήθηκε το 1955 και ζει στη Βιέννη.
Η υπόθεση αφορούσε τη δέσμευση του τραπεζικού λογαριασμού του σε ποινική δίκη που αφορούσε νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Τον Φεβρουάριο του 2011, το Κεντρικό Τμήμα Εγκληματολογικών Ερευνών και Δράσης ξεκίνησε ποινική έρευνα σχετικά με ύποπτες τραπεζικές συναλλαγές πιθανώς συνδεόμενες με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, η οποία συνδέονταν με λογαριασμούς που διαχειρίζεται η τράπεζα BANIF στη Valença. Ο δικαστής στο Κεντρικό Δικαστήριο Ποινικών Ερευνών διέταξε τη δέσμευση των λογαριασμών μέχρι τις 02.05.2011. Η τράπεζα ενημέρωσε τον προσφεύγοντα ότι δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει το λογαριασμό του σύμφωνα με την απόφαση του δικαστή. Το μέτρο παρατάθηκε αρκετές φορές. Τα μέτρα που έλαβε ο προσφεύγων και τα ένδικα μέσα που άσκησε για άρση της εντολής δέσμευσης ήταν ανεπιτυχή.
Με απόφαση της 23.07.2014, η ανακριτική αρχή αρχειοθέτησε την υπόθεση με την αιτιολογία ότι ήταν αδύνατο να εξακριβωθεί η προέλευση των ύποπτων κεφαλαίων ή να αποφασισθεί εάν αποτελούσαν έσοδα από παράνομες δραστηριότητες. Στις 24 Ιουλίου 2014, ο ανακριτής ανακάλεσε το μέτρο δέσμευσης του τραπεζικού λογαριασμό του προσφεύγοντος χωρίς να τον ενημερώσει.
Βασιζόμενος ιδίως στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου (προστασία της ιδιοκτησίας) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι η δέσμευση του τραπεζικού λογαριασμού του παραβίασε το δικαίωμά του στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας του.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΤΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Γενικές αρχές
Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι ένας προσωρινός περιορισμός της χρήσης περιουσίας εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών να την ρυθμίζουν σύμφωνα με το γενικό συμφέρον ή να εξασφαλίζουν την καταβολή φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων.
Για να είναι συμβατή με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου, μια παρέμβαση στο δικαίωμα περιουσίας πρέπει να γίνεται «προς το δημόσιο συμφέρον» και «υπό τους όρους που προβλέπονται από το νόμο και τις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου».
Συνεπώς, η παρέμβαση στα δικαιώματα που προβλέπονται στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου δεν μπορεί να έχει νομιμότητα, ελλείψει αντιπαραβολής που να σέβεται την αρχή της ισότητας των όπλων, η οποία καθιστά δυνατή τη συζήτηση των πτυχών που παρουσιάζουν σημασία για την έκβαση της υπόθεσης. Για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με αυτή την προϋπόθεση, οι εφαρμοστέες διαδικασίες θα πρέπει να εξετάζονται από γενική άποψη.
Εφαρμογή αυτών των αρχών στην υπόθεση
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η προσβαλλόμενη πράξη είχε διαταχθεί διότι οι εγχώριες αρχές είχαν την υπόνοια ότι τα χρήματα που είχαν μεταφερθεί στον τραπεζικό λογαριασμό του προσφεύγοντος προερχόταν από εγκληματικές δραστηριότητες, και συγκεκριμένα από εμπόριο ναρκωτικών.
Κατά συνέπεια, το επίμαχο μέτρο διατάχθηκε για να αποτρέψει το έγκλημα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και επομένως αποσκοπούσε στην επιδίωξη του δημοσίου συμφέροντος, η σημασία του οποίου έχει ήδη τονιστεί σε διάφορες αποφάσεις του Δικαστηρίου. Επομένως, τίθεται το ερώτημα αν, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, το μέτρο ήταν ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, με άλλα λόγια, κατά πόσο πέτυχε μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και της διασφάλισης του δικαιώματος του προσφεύγοντος στην ειρηνική απόλαυση των περιουσιακών του στοιχείων, ιδίως μέσω μιας αποτελεσματικής δικαστικής εγγύησης.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι, δεδομένου ότι ο προσφεύγων δεν είχε την ιδιότητα του κατηγορουμένου ή υποστηρικτή της κατηγορίας, δεν μπόρεσε να ζητήσει την επιτάχυνση της διαδικασίας βάσει του άρθρου 108 του ΚΚΚ, προληπτική δράση που σχεδιάζεται σε εθνικό επίπεδο για να ανταποκριθεί σε υποτιθέμενες περιόδους αδράνειας στην ποινική διαδικασία. Ωστόσο, το μέτρο εφαρμόστηκε στις 03.02. 2011 και δεν ανακλήθηκε μέχρι τις 24.07.2014, περίπου τρία χρόνια και πέντε μήνες αργότερα, οπότε ο προσφεύγων δεν γνώριζε πότε θα μπορούσε να διαθέσει και πάλι τα κεφάλαιά του. Η αβεβαιότητα επιδεινώνεται περαιτέρω από την απουσία στη νομοθεσία μιας προθεσμίας για ένα τέτοιο προληπτικό μέτρο.
Λαμβάνοντας υπόψη τη νομολογία του για τη διάρκεια των διαδικασιών, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η ποινική έρευνα που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλομένης πράξης ήταν αρκετά περίπλοκη, λαμβανομένων υπόψη των εν λόγω αδικημάτων, αλλά και της διεθνούς της διάστασης. Σημειώνει ειδικότερα ότι, προκειμένου να προσδιοριστεί η προέλευση των επίδικων κεφαλαίων, οι εσωτερικές αρχές αναγκάστηκαν να συνεργαστούν, μέσω αιτήσεων, με τις γερμανικές, ρωσικές και ισπανικές αρχές στις 26.01.2012, 29.02.2012, 19.06 2012 και 11.09.2013. Το γεγονός παραμένει ότι ο εισαγγελέας δεν είχε ενημέρωση από τις ρωσικές αρχές μέχρι ένα χρόνο μετά την έναρξη της έρευνας. Το Δικαστήριο επισήμανε επίσης ότι στις 26.12.2013 οι πορτογαλικές αρχές δεν είχαν ακόμη τη μετάφραση της απάντησης που έλαβαν από αυτούς στις 16.04.2013. Γίνεται παραδεκτό ότι είναι δύσκολο να επιβληθεί ένα μέτρο λόγω των ξένων αρχών στο πλαίσιο της διεθνούς δικαστικής συνεργασίας, θεωρεί όμως ότι οι πορτογαλικές αρχές είχαν τη δυνατότητα να στείλουν απαντήσεις. Επίσης δεν υπήρχαν απαντήσεις από τις γερμανικές αρχές μέχρι τις 19.06.2013 και οι αρχές εξακολουθούν να αναμένουν την απάντησή τους στο αίτημα που υπέβαλαν σε αυτές στις 26.01.2012.
Όσον αφορά τη συμπεριφορά του προσφεύγοντος, το Δικαστήριο έκρινε ότι, εφόσον η ποινική διαδικασία έλαβε χώρα χωρίς να ενημερωθεί, δεν ήταν λογικό να αναμένεται οποιαδήποτε συνεργασία από αυτόν. Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Κυβέρνηση, ο προσφεύγων δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος για την παράταση της διάρκειας της διαδικασίας.
Συνεπώς, μολονότι αναγνωρίζει ότι η έρευνα είναι αρκετά περίπλοκη, το Δικαστήριο θεωρεί ότι οι πορτογαλικές αρχές είναι υπεύθυνες για την επιμήκυνση της διάρκειας της ποινικής διαδικασίας, η οποία είχε ως συνέπεια την υπερβολική παράταση της διάρκειας της και την παράταση του μέτρου.
Δεδομένου ότι ο προσφεύγων δεν επωφελήθηκε από τις διαδικαστικές εγγυήσεις που θα του επέτρεπαν να αμφισβητήσει αποτελεσματικά το επίμαχο μέτρο και λαμβάνοντας υπόψη την μακρά περίοδο εφαρμογής του, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων είχε υποβληθεί σε «ειδική και εξωφρενική χρέωση», που ανατρέπει τη δίκαιη ισορροπία που πρέπει να υπάρχει μεταξύ του νόμιμου γενικού συμφέροντος που επιδιώκουν οι αρχές και του δικαιώματος του προσφεύγοντος να απολαμβάνει ειρηνικά τα περιουσιακά του στοιχεία.
Παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
Δίκαιη ικανοποίηση: ο κ. Filkin δεν υπέβαλε αξίωση για ηθική βλάβη. Το δικαστήριο του χορήγησε 5.490 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).