ΑΠΟΦΑΣΗ
Fabris και Parziale κατά Ιταλίας της 19.03.2020 (αριθ. 41603/13)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Εξαδέλφη αποβιώσαντος και προσφυγή της στο Στρασβούργο ως θύμα για παραβίαση της διαδικαστικής πτυχής του δικαιώματος στη ζωή. Απαράδεκτη η προσφυγή της ως μη θύμα. Θάνατος κρατουμένου κατά τη διάρκεια της κράτησής του και έρευνα.
Ο πρώτος προσφεύγων ήταν ο θείος και η δεύτερη ξαδέλφη του αποβιώσαντος, ο οποίος, σύμφωνα με έναν ιατροδικαστή, είχε αποβιώσει μετά από εθελούσια εισπνοή αερίου από γκαζάκια που παρασχέθηκαν στους κρατουμένους για μαγείρεμα.
Το Στρασβούργο, εν όψει της έλλειψης πληροφοριών που να αποδεικνύουν ότι η δεύτερη προσφεύγουσα ξαδέλφη του αποβιώσαντος είχε έννομο συμφέρον ως συγγενής για να ασκήσει ατομική προσφυγή, το Δικαστήριο έκρινε κατά πλειοψηφία ότι δεν μπορούσε να ισχυριστεί ότι αυτή ήταν θύμα.
Το Δικαστήριο στη συνέχεια, διαπίστωσε ειδικότερα ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι οι αρχές γνώριζαν ή έπρεπε να γνωρίζουν ότι υπήρξε πραγματικός και άμεσος κίνδυνος για τη ζωή του αποβιώσαντος ή ότι δεν κατάφεραν να λάβουν μέτρα που εύλογα θα αναμένονταν από αυτές. Τέλος, έκρινε ότι οι καθυστερήσεις που παρατηρήθηκαν κατά την έρευνα δεν ήταν ικανές να θεμελιώσουν ευθύνη του ιταλικού κράτους για παραβίαση της διαδικαστικής πτυχής του δικαιώματος στη ζωή (άρθρο 2), ενώ ο πρώτος προσφεύγων και θείος του αποβιώσαντος είχε λάβει μέρος σε διαδικαστικά στάδια της έρευνας και είχε την ευκαιρία να αντιταχθεί στα αιτήματα του εισαγγελέα για θέση της υπόθεσης στο αρχείο.
Μη παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή (άρθρο 2 της ΕΣΔΑ) ως προς την ουσιαστική (προστασία της ζωής) αλλά και τη διαδικαστική (διεξαγωγή αποτελεσματικής έρευνας) πτυχή του.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 2
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες Gian Paolo Fabris και Carmela Parziale, είναι Ιταλοί υπήκοοι που γεννήθηκαν το 1940 και το 1963 αντίστοιχα και ζουν στο Abano Terme (Ιταλία).
Η υπόθεση αφορά το θάνατο συγγενή τους, ενόσω βρισκόταν υπό κράτηση στη φυλακή της Βενετίας.
Ο κ. Fabris ήταν ο θείος του αποθανόντος και η κ. Parziale ξαδέλφη του.
Τον Μάιο του 2005, ο συγγενής των προσφευγόντων, τοξικομανής με χρήση ναρκωτικών και αλκοόλ, που υπέφερε από σωματικές και ψυχικές διαταραχές βρέθηκε νεκρός στο κελί του από έναν συγκρατούμενο. Σύμφωνα με έκθεση που καταρτίστηκε από τις σωφρονιστικές αρχές, κατά την προσπάθεια των γιατρών να επαναφέρουν τον ασθενή, παρατήρησαν μια μυρωδιά αερίου στο στόμα του. Επίσης βρέθηκε ένα γκαζάκι υγραερίου στο πάτωμα κοντά στο σώμα του, και πραγματοποιήθηκε αυτοψία δύο ημέρες αργότερα.
Τον Δεκέμβρη του 2005 η πρώτη ιατροδικαστική έκθεση ανέφερε ότι ο θάνατος ήταν αποτέλεσμα οξείας καρδιοαναπνευστικής ανεπάρκειας που προκλήθηκε από ηλεκτροπληξία και ότι αυτή η ηλεκτροπληξία θα μπορούσε να έχει προκληθεί από τρίτο άτομο που χρησιμοποίησε ηλεκτρικό όπλο αναισθητοποίησης. Η έκθεση ανέφερε επίσης εναλλακτικά, ότι ο θάνατος μπορεί να προκλήθηκε από σκόπιμη εισπνοή αερίου.
Λίγες μέρες αργότερα ο εισαγγελέας άσκησε ποινική δίωξη κατά άγνωστων για τον θάνατο. Οι προσφεύγοντες και τα λοιπά μέλη της οικογένειας του θύματος κλήθηκαν να συμμετάσχουν στις διαδικασίες ως πολιτικώς ενάγοντες.
Τον Ιούλιο του 2006, η Εισαγγελία διέταξε μια δεύτερη ιατροδικαστική έκθεση, η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι τραυματισμοί στο σώμα του νεκρού ήταν ασυμβίβαστοι με ηλεκτροπληξία και ότι ο θάνατος είχε προκληθεί από σκόπιμη εισπνοή αερίου από τα γκαζάκια που παρασχέθηκαν στους κρατούμενους για το μαγείρεμα.
Τον Μάρτιο του 2009, η Εισαγγελία ζήτησε να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο, όμως ο ανακριτής το απέρριψε. Τον επόμενο χρόνο η εισαγγελία προσέθεσε τα ονόματα του διευθυντή φυλακών, του ιατρού της φυλακής και του διευθυντή των σωφρονιστικών υπηρεσιών στη λίστα των προσώπων, για τα οποία υπήρχε υπόνοια ότι προκάλεσαν το θάνατο. Τα εν λόγω γεγονότα χαρακτηρίστηκαν ως ανθρωποκτονία και ανακρίθηκαν οι ύποπτοι. Οι προσφεύγοντες ζήτησαν δύο φορές την ολοκλήρωση της έρευνας και απαίτησαν την παραπομπή των υπόπτων σε δίκη.
Τον Ιούλιο του 2012, η Εισαγγελία ζήτησε και πάλι να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο. Οι προσφεύγοντες εξέφρασαν αντιρρήσεις. Στη συνέχεια, ο ανακριτής όρισε την ακροαματική διαδικασία για τις 29 Νοεμβρίου 2012, αλλά οι προσφεύγοντες ζήτησαν μία προγενέστερη ημερομηνία λόγω επικείμενης παραγραφής των αδικημάτων. Ο ανακριτής απέρριψε το αίτημά τους με την αιτιολογία ότι τα μέρη είχαν ήδη ειδοποιηθεί επισήμως για την ημερομηνία.
Τον Δεκέμβριο του 2012 η ποινική δίωξη έπαυσε λόγω παραγραφής των αδικημάτων στις 30 Νοεμβρίου 2012.
Στηριζόμενοι στο άρθρο 2 (δικαίωμα στη ζωή), οι προσφεύγοντες διαμαρτυρήθηκαν για την αδυναμία των αρχών να εκπληρώσουν την υποχρέωση τους να προστατεύουν τη ζωή του συγγενή τους και να διεξάγουν αποτελεσματική έρευνα.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ….
Άρθρο 2 (δικαίωμα στη ζωή)
- Όσον αφορά το καθεστώς θύματος της δεύτερης προσφεύγουσας ως εξαδέλφης του αποβιώσαντος
Η ιδιότητα του θύματος εκ μέρους της ξαδέλφης του αποβιώσαντος δεν αναγνωρίζεται αυτόματα από το Δικαστήριο και τα μόνα αποδεικτικά στοιχεία συγκεκριμένα που παρουσιάστηκαν από την κα Parziale για την υποστήριξη της στενής σχέσης της με τον αποβιώσαντα – εκτός από την συγγένεια – ήταν το γεγονός ότι οι ιταλικές αρχές της είχαν αναγνωρίσει την ιδιότητα της πολιτικώς ενάγουσας στην ποινική διαδικασία σχετικά με το θάνατό του ξαδέλφου της. Ωστόσο, οι προϋποθέσεις που διέπουν την κατάθεση προσφυγής βάσει της Σύμβασης δεν συμπίπτουν απαραίτητα με τα εθνικά κριτήρια συμμετοχής σε δίκη. Έτσι, εν όψει της έλλειψης πληροφοριών που αποδεικνύουν ότι η δεύτερη προσφεύγουσα είχε έννομο συμφέρον ως συγγενής, το Δικαστήριο έκρινε με πλειοψηφία ότι δεν μπορούσε να ισχυριστεί ότι ήταν θύμα.
Συνεπώς, μόνο ο πρώτος προσφεύγων, ο κ. Fabris θα μπορούσε να διεκδικήσει την ιδιότητα του θύματος στην παρούσα υπόθεση.
- Όσον αφορά τη θετική υποχρέωση του κράτους να προστατεύσει τη ζωή
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο αποθανών ήταν υπό διαρκή εποπτεία από το ιατρικό προσωπικό της φυλακής της Βενετίας, η οποία, μόλις ο κρατούμενος τέθηκε υπό κράτηση, του παρείχε φαρμακολογικές και ψυχολογικές θεραπείες αποτοξίνωσης. Του χορηγούνταν, επίσης, φαρμακευτική αγωγή για να αντιμετωπίσει τα διάφορα ιατρικά του προβλήματα.
Όσον αφορά τη μυοκαρδιακή ίνωση που πιθανότατα προκάλεσε την καρδιακή ανεπάρκεια, είχε προηγουμένως διαγνωστεί κατά τη διάρκεια της πραγματογνωμοσύνης του 2007 και δεν είχε ανακαλυφθεί πριν από το θάνατό του. Οι αρχές δεν διέθεταν κανένα αποδεικτικό στοιχείο που να υποδεικνύει ότι το θύμα διέτρεχε ενδεχομένως υψηλότερο κίνδυνο από άλλους τοξικομανείς που υποφέρουν από τις θανατηφόρες συνέπειες της χρήσης ναρκωτικών και άλλων ουσιών.
Όσον αφορά τα στοιχεία της συμπεριφοράς του αποβιώσαντος μεταξύ Μαρτίου και Μαΐου 2005, οι αρχές των σωφρονιστικών ιδρυμάτων έλαβαν άμεσα μέτρα για να καθορίσουν τις περιστάσεις υπό τις οποίες το τα εν λόγω περιστατικά είχαν συμβεί και είχαν λάβει προληπτικά μέτρα όσον αφορά: ειδικότερα, τη διαδικασία χορήγησης φαρμάκων. Ο αποβιώσας είχε επίσης λάβει άμεση θεραπεία από το ιατρικό προσωπικό μετά από ένα προηγούμενο περιστατικό που αφορούσε την εισπνοή αερίου και μάλιστα διεξήχθη έρευνα από το πειθαρχικό συμβούλιο.
Επιπλέον, ο αποβιώσας δεν είχε δείξει κανένα σημάδι σωματικής ή πνευματικής δυσφορίας στις μέρες που προηγήθηκαν μέχρι το θάνατό του, και τα επίπεδα εισπνοής αερίου, τα οποία ήταν πάντοτε συγκρίσιμα με των άλλων κρατουμένων, δεν είχαν αυξηθεί κατά την περίοδο αυτή.
Συνεπώς, λαμβάνοντας υπόψη ότι η θετική υποχρέωση του κράτους πρέπει να ερμηνεύεται κατά τέτοιον τρόπο ώστε να μην προκαλεί υπερβολικό ή δυσανάλογο βάρος στις αρχές, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν είχε διαπιστωθεί, πρώτον, ότι οι αρχές γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι υπήρξε πραγματικός και άμεσος κίνδυνος για τη ζωή του αποβιώσαντος και δεύτερον, ότι δεν κατάφεραν να λάβουν τα μέτρα που εύλογα θα έπρεπε να αναλάβουν.
Επομένως, δεν υπήρξε παραβίαση του ουσιαστικού σκέλους του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ.
- Όσον αφορά τη διερεύνηση του θανάτου
Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι ιταλικές αρχές είχαν ενεργήσει με την απαιτούμενη επιμέλεια και ότι ο πρώτος προσφεύγων είχε συμμετάσχει επαρκώς στην έρευνα, δεδομένου ιδίως ότι είχε λάβει μέρος σε ορισμένα διαδικαστικά στάδια αυτής και είχε την ευκαιρία να αντιταχθεί στα αιτήματα του εισαγγελέα για θέση της υπόθεσης στο αρχείο. Το Δικαστήριο επίσης έκρινε ότι οι καθυστερήσεις που παρατηρήθηκαν κατά την έρευνα δεν ήταν ικανές να θεμελιώσουν ευθύνη του ιταλικού κράτους για παραβίαση της διαδικαστικής πτυχής του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ. Κατά συνέπεια, δεν υπήρξε παραβίαση αναφορικά με αυτή τη βάση (επιμέλεια echrcaselaw.com).