Αλλαγές στο νομοθετικό πλαίσιο αναφορικά με το καθεστώς αλλοδαπών και την αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων περιλαμβάνει το υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
Ειδικότερα, το άρθρο 58 προβλέπει την αντικατάσταση του άρθρου 15 του ν. 3068/2002, την κατάργηση του άρθρου 54 του ν. 3900/2010 και την αντικατάσταση της παραγράφου 1 του άρθρου 108 του ν. 4636/2019.
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, η προτεινόμενη ρύθμιση του άρθρου 58 είναι αναγκαία ενόψει της σημαντικότητας των διαφορών που αφορούν την κτήση και την απώλεια της ελληνικής ιθαγένειας.
Ειδικότερα θεωρείται σκόπιμο οι ακυρωτικές διαφορές που γεννώνται από την προσβολή ατομικών διοικητικών πράξεων που αφορούν στην κτήση και απώλεια της ελληνικής ιθαγένειας, να υπάγονται, σε πρώτο βαθμό, στην αρμοδιότητα των κατά τόπο αρμόδιων τριμελών διοικητικών εφετείων εφαρμοζόμενων αναλογικά των διατάξεων των άρθρων 2 έως 5 του ν. 702/1977.
Περαιτέρω, δεδομένου ότι οι εν λόγω διαφορές υπάγονταν και έως την 31.12.2019 στην αρμοδιότητα των διοικητικών εφετείων, κρίνεται σκόπιμο να τεθεί μεταβατική διάταξη και για όσες διαφορές, τυχόν, ανακύψουν κατά το διάστημα από 1.1.2020 (που οι διαφορές αυτές υπήχθησαν στην αρμοδιότητα των διοικητικών πρωτοδικείων) έως την ισχύ του παρόντος.
Τέλος, προκειμένου να πληρούνται οι όροι της καλής νομοθέτησης, αφενός ενσωματώνεται στην παράγραφο 6 του άρθρου 15 του ν. 3068/2002 και η συναφής διάταξη του άρθρου 54 του ν.3900/2010 που αφορά τη διαδικασία αναστολής εκτέλεσης των διοικητικών πράξεων που εκδίδονται για τις διαφορές της περιπτώσεως α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 15 του ν.3068/2002, αφετέρου τροποποιείται η παράγραφος 1 του άρθρου 108 του ν.4636/2019 ως προς την παραπομπή στην ορθή (πλέον) παράγραφο 4 του άρθρου 15 του ν.3069/2002, αναφορικά με την εκδίκαση των διαφορών της περιπτώσεως β` της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου.
Αναλυτικά το άρθρο 58 προβλέπει:
1.Το άρθρο 15 του ν. 3068/2002 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 15 Καθεστώς αλλοδαπών
1. Στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού πρωτοδικείου υπάγονται οι ακυρωτικές διαφορές, οι οποίες γεννώνται από την προσβολή ατομικών διοικητικών πράξεων: α) που εκδίδονται, κατ` εφαρμογή της νομοθεσίας περί αλλοδαπών εν γένει, με την επιφύλαξη της παραγράφου 9 και β) που αφορούν την αναγνώριση αλλοδαπού ως πρόσφυγα, υπό την έννοια της Σύμβασης της Γενεύης, που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν.δ. 3989/1959 (Α` 201) και του συναφούς πρωτοκόλλου της Νέας Υόρκης του 1967, που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του α.ν. 389/1968 (Α` 125).
2. Η παράγραφος 1 δεν καταλαμβάνει τις διαφορές, οι οποίες γεννώνται από την προσβολή πράξεων που αφορούν την άρνηση χορήγησης σε αλλοδαπό άδειας ασκήσεως εξαρτημένης ή ανεξάρτητης οικονομικής δραστηριότητας, την άρνηση ανανέωσης ή την ανάκληση τέτοιας άδειας, όταν οι πράξεις αυτές δεν εκδίδονται κατ` εφαρμογή της νομοθεσίας περί αλλοδαπών αλλά κατ` εφαρμογή ειδικής νομοθεσίας, εφαρμοζόμενης και επί ημεδαπών, με την οποία η άσκηση της συγκεκριμένης δραστηριότητας έχει υπαχθεί σε καθεστώς προηγούμενης άδειας.
3. Για την εκδίκαση των διαφορών της περιπτώσεως α΄ της παραγράφου 1 αρμόδιο κατά τόπο είναι το διοικητικό πρωτοδικείο στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει η διοικητική αρχή που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη. Κατ` εξαίρεση, αν πρόκειται για διαφορές που αφορούν είτε απόρριψη αιτήματος χορήγησης ή ανανέωσης ή ανάκλησης ισχύοντος τίτλου διαμονής και εργασίας, είτε απόφαση επιστροφής που ενσωματώνεται σε πράξη απόρριψης του αιτήματος χορήγησης ή ανανέωσης τίτλου διαμονής, καθώς και σε απόφαση ανάκλησης ισχύοντος τίτλου διαμονής, αρμόδιο είναι το διοικητικό πρωτοδικείο στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει η αρμόδια υπηρεσία της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης, στην οποία τηρείται ο διοικητικός φάκελος του αλλοδαπού, δηλαδή το ανά νομό Τμήμα Αλλοδαπών και Μετανάστευσης.
4. Για την εκδίκαση των διαφορών της περιπτώσεως β` της παραγράφου 1, αρμόδιο κατά τόπο δικαστήριο είναι το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, για αποφάσεις που έχουν εκδοθεί από την Υπηρεσία Ασύλου, τα Περιφερειακά Γραφεία Ασύλου και τα Αυτοτελή Κλιμάκια Ασύλου, που εδρεύουν εντός των Περιφερειών Θεσσαλίας, Στερεάς Ελλάδας, Δυτικής Ελλάδας, Πελοποννήσου, Βορείου Αιγαίου, Νοτίου Αιγαίου, Κρήτης και Αττικής, ενώ για τις αποφάσεις που έχουν εκδοθεί από τα Περιφερειακά Γραφεία Ασύλου και τα Αυτοτελή Κλιμάκια Ασύλου, που εδρεύουν εντός των Περιφερειών Ιονίων Νήσων, Ηπείρου, Δυτικής Μακεδονίας, Κεντρικής Μακεδονίας και Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, αρμόδιο είναι το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης.
5. Για την εκδίκαση των διαφορών της παραγράφου 1 εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 2 έως και 4 του ν. 702/1977 (Α΄268). Οι αποφάσεις των διοικητικών πρωτοδικείων επί των διαφορών αυτών υπόκεινται σε έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των διατάξεων του άρθρου 5 του ίδιου νόμου.
6. Στις ακυρωτικές διαφορές της περιπτώσεως α΄ της παραγράφου 1, μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να ζητηθεί η αναστολή της εκτέλεσης της διοικητικής πράξης με την υποβολή σχετικής αίτησης και πριν από την άσκηση αίτησης ακυρώσεως. Στην περίπτωση αυτή, ο διάδικος υποχρεούται να ασκήσει την αίτηση ακυρώσεως μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την κατάθεση της αίτησης αναστολής και πάντως όχι πέραν της προθεσμίας του άρθρου 46 του π.δ. 18/1989 (Α΄8). Πριν από την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως μπορεί να διαταχθεί η αναστολή της εκτέλεσης της διοικητικής πράξης με προσωρινή διαταγή, η οποία ανακαλείται αυτεπαγγέλτως μετά την πάροδο άπρακτης της κατά το προηγούμενο εδάφιο τριακονθήμερης προθεσμίας. Μετά την ανάκληση της προσωρινής διαταγής, η αίτηση αναστολής τίθεται στο αρχείο με πράξη του αρμοδίου προέδρου. Με τον ίδιο τρόπο, τίθενται στο αρχείο μετά την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας αυτής εκκρεμείς αιτήσεις αναστολής, για τις οποίες δεν έχει εκδοθεί κατά τα ανωτέρω προσωρινή διαταγή. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται οι διατάξεις του π.δ. 18/1989.
7. Στις ακυρωτικές διαφορές της περιπτώσεως β` της παραγράφου 1, μετά από αίτηση αναστολής εκτέλεσης, παρέχεται σε ένα στάδιο προσωρινή δικαστική προστασία, από τον αρμόδιο εισηγητή δικαστή, με την έκδοση συνοπτικά αιτιολογημένης απόφασης. Εντός δύο (2) εργάσιμων ημερών από την κατάθεσή της, η αίτηση κοινοποιείται με επιμέλεια του αιτούντος προς τον αρμόδιο Υπουργό, ο οποίος οφείλει, στην περίπτωση αυτή, να διαβιβάσει στο δικαστήριο το φάκελο της υπόθεσης μέσα σε πέντε (5) εργάσιμες ημέρες από την κοινοποίηση. Μέσα στην ίδια προθεσμία, ο Υπουργός μπορεί να διατυπώσει τις απόψεις του και ο αιτών να προσκομίσει τα αποδεικτικά στοιχεία, στα οποία στηρίζει τους ισχυρισμούς του. Η απόφαση του εισηγητή δικαστή, επί της αίτησης, εκδίδεται μέσα σε προθεσμία επτά (7) ημερών, από την πάροδο των ανωτέρω προθεσμιών, εφόσον έχει προσκομιστεί στο δικαστήριο το οικείο αποδεικτικό κοινοποίησης. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του π.δ. 18/1989.
8. Οι διατάξεις της περιπτώσεως β` της παραγράφου 1 εφαρμόζονται και στις εκκρεμείς ενώπιον των διοικητικών εφετείων υποθέσεις, για τις οποίες δεν έχει ορισθεί δικάσιμος, οι οποίες διαβιβάζονται στα κατά τόπο αρμόδια διοικητικά πρωτοδικεία της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου με πράξεις των Προέδρων των Τριμελών Συμβουλίων Διεύθυνσης ή των Προέδρων που διευθύνουν τα δικαστήρια. Για τις υποθέσεις αυτές δεν εφαρμόζονται οι προθεσμίες του άρθρου 110 του ν. 4636/2019 (Α’169).
9. Οι ακυρωτικές διαφορές που γεννώνται από την προσβολή ατομικών διοικητικών πράξεων που αφορούν στην κτήση και απώλεια της ελληνικής ιθαγένειας, υπάγονται στην αρμοδιότητα των κατά τόπο αρμόδιων τριμελών διοικητικών εφετείων εφαρμοζόμενων αναλογικά των διατάξεων των άρθρων 2 έως 4 του ν. 702/1977. Οι σχετικές αποφάσεις των διοικητικών εφετείων υπόκεινται σε έφεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας εφαρμοζόμενων κατά τα λοιπά των διατάξεων του άρθρου 5 του ανωτέρω νόμου. Η παρούσα διάταξη καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς ενώπιον των διοικητικών πρωτοδικείων υποθέσεις, που, τυχόν ασκήθηκαν από την 1.1.2020 έως την ισχύ του παρόντος, οι οποίες διαβιβάζονται στα κατά τόπο αρμόδια διοικητικά εφετεία με πράξεις των Προέδρων των Τριμελών Συμβουλίων Διεύθυνσης ή των Προέδρων που διευθύνουν τα δικαστήρια.».
2. Η διάταξη του άρθρου 54 του ν. 3900/2010 (Α’ 213) καταργείται.
3. Η παράγραφος 1 του άρθρου 108 του ν. 4636/2019 αντικαθίσταται ως εξής:
«1.Οι αιτούντες διεθνή προστασία έχουν δικαίωμα άσκησης αίτησης ακυρώσεως ενώπιον του αρμόδιου κατά τόπο διοικητικού πρωτοδικείου κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην παράγραφο 4 του άρθρου 15 του ν. 3068/2002 (Α` 274), όπως ισχύει, κατά των αποφάσεων που λαμβάνονται κατ` εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος μέρους.».