Η Ελλάδα είναι η χώρα των μικροϊδιοκτητών, των μικροεπαγγελματιών, των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των χαμηλόμισθων. Και θα συνεχίσει να είναι καθώς αυτό… συμφέρει. Το φορολογικό και το ασφαλιστικό πλαίσιο είναι έτσι φτιαγμένα για να ενισχύουν όσους έχουν ή όσους εμφανίζουν λίγα.
του Θάνου Τσίρου
Ο υψηλόμισθος «επιβραβεύεται» με αναλογικά χαμηλότερη σύνταξη σε σχέση με τον χαμηλόμισθο και πρακτικά δεν παίρνει ποτέ πίσω τις πρόσθετες ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλει για να διεκδικήσει υψηλότερη σύνταξη.
Η πραγματικότητα δεν άλλαξε ούτε με τον νέο ασφαλιστικό νόμο. Ο γονιός «τιμωρείται» με συμπληρωματικό φόρο ακινήτων αν κρατάει τα ακίνητα στο όνομά του και έχει κάθε λόγο να μοιράσει την περιουσία στα παιδιά ή στη σύζυγό του καθώς έτσι ο φόρος κατοχής ακινήτων θα είναι μικρότερος. Και είναι σαφώς καλύτερο να «μοιράσει» κανείς τα κέρδη από την επιχειρηματική του δραστηριότητα σε δύο ή περισσότερες ατομικές εταιρείες παρά να τα «συλλέγει» σε μια προσωπική εταιρεία ή σε ένα νομικό πρόσωπο καθώς με το «σπάσιμο» των κερδών, η φορολογική επιβάρυνση μπορεί να μειωθεί ακόμη και πάνω από 60%.
Κάτω από 1.000 ευρώ
Το 82,3% των ελεύθερων επαγγελματιών δηλώνει καθαρά κέρδη κάτω από 1.000 ευρώ τον μήνα (σ.σ. οι τρεις στους τέσσερις δεν ξεπερνούν καν τα 10.000 ευρώ σε ετήσια βάση), ενώ σε αντίστοιχη κατάσταση βρίσκεται ο ένας στους δύο μισθωτούς και συνταξιούχους.
Από τις περίπου 97.000 ομόρρυθμες και ετερόρρυθμες εταιρείες της χώρας, οι 46.000 είναι ζημιογόνες και επιπλέον 28.300 έχουν είτε μηδενικό αποτέλεσμα είτε κέρδη κάτω από 15.000 ευρώ. Αρα, στις τάξεις των 97.000 νομικών προσώπων, μόλις το 17% δηλώνει κέρδη πάνω από 1.000 ευρώ τον μήνα. Ιδια εικόνα και στις κεφαλαιουχικές επιχειρήσεις: στις 84.452, οι 63.624 έχουν ζημίες, μηδενικό αποτέλεσμα ή κέρδη έως 15.000 ευρώ. Οσο για τους ιδιοκτήτες ακινήτων, στα 7,3 εκατ., τα έξι εκατ. ή το 81,6% του συνόλου, δηλώνουν ατομική περιουσία αξίας κάτω από 10.000 ευρώ.
Είναι πολλοί οι λόγοι για τους οποίους εμφανίζονται αυτά τα στατιστικά ευρήματα: οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης, η διάθεση για απόκρυψη εισοδημάτων, η «ζημιά» που έγινε στα δηλωθέντα εισοδήματα των επαγγελματιών και των επιχειρήσεων από τη σύνδεση των ασφαλιστικών εισφορών με το δηλωθέν εισόδημα, αλλά και η διαπίστωση ότι στην Ελλάδα συμφέρει να εμφανίζεται ότι έχεις λίγα. Και γιατί αυξάνεις τις πιθανότητες να αποτελέσεις δικαιούχο της κοινωνικής πολιτικής αλλά και γιατί η φορολογική και ασφαλιστική επιβράβευση είναι μεγαλύτερη.
• Δύο ατομικές αντί για μία ομόρρυθμη. Μια ομόρρυθμη εταιρεία που θα εμφανίζει κέρδη 20.000 ευρώ, θα πληρώνει φόρο 4.800 ευρώ ή 5.450 ευρώ μαζί με το τέλος επιτηδεύματος. Αν οι εταίροι αποφασίσουν να «μοιράσουν» τα ίδια κέρδη σε δύο ατομικές επιχειρήσεις, ο καθένας θα πληρώνει φόρο 1.550 ευρώ μαζί με το τέλος επιτηδεύματος ή 3.100 ευρώ αθροιστικά. Δηλαδή, με τα σημερινά δεδομένα το να «σπάσουν» τα κέρδη μιας ομόρρυθμης εταιρείας σε δύο ατομικές, εξασφαλίζει φορολογική ελάφρυνση της τάξεως του 43%, ενώ αν υλοποιηθεί και η δέσμευση της κυβέρνησης για κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, το όφελος θα φτάνει στο 62,5%.
Ακόμη και αν τα κέρδη είναι υψηλότερα, πάλι συμφέρει το «σπάσιμο». Στα 40.000 ευρώ κέρδους, η Ο.Ε. φτάνει να επιβαρύνεται με φόρους ακόμη και 11.576 ευρώ μαζί με το τέλος επιτηδεύματος και την εισφορά αλληλεγγύης (σ.σ. το ύψος της οποίας εξαρτάται από το πώς μοιράζονται τα μερίδια στην Ο.Ε.). Με δύο ατομικές εταιρείες, οι οποίες θα έχουν κέρδη 20.000 ευρώ εκάστη, η επιβάρυνση περιορίζεται αυτομάτως στα 7.852 ευρώ. Προκύπτει δηλαδή όφελος 32,17%.
• Δύο χαμηλές εισφορές αντί για μία υψηλή. Αν ένας επαγγελματίας επιλέξει να πληρώνει 435 ευρώ τον μήνα ασφαλιστικές εισφορές για να λάβει υψηλότερη σύνταξη, ύστερα από 40 χρόνια –και αφού θα έχει πληρώσει 208.800 ευρώ σε ασφαλιστικές εισφορές– θα λάβει μια μεικτή σύνταξη των 1.307 ευρώ. Μετά την αφαίρεση των εισφορών υγείας και του φόρου εισοδήματος, θα μείνουν 1.107 ευρώ καθαρά. Αν ο ίδιος επαγγελματίας επιλέξει να πληρώνει τις ίδιες εισφορές αλλά και για τον ίδιο και για τη σύζυγό του, ύστερα από 40 χρόνια θα έχει καταβάλει 201.600 ευρώ (210 ευρώ τον μήνα για τον καθένα) αλλά θα προκύψουν δύο συντάξεις των 772 ευρώ μεικτά. Αυτό το ποσό δεν υπόκειται σε φόρο και εισφορά αλληλεγγύης, οπότε θα αφαιρείται μόνο η εισφορά υγείας. Τα καθαρά θα είναι 726 ευρώ ανά σύζυγο ή περίπου 1.450 ευρώ στο ζευγάρι. Με τις ίδιες ασφαλιστικές εισφορές, προκύπτει δηλαδή καθαρό εισόδημα από σύνταξη αυξημένο κατά 31%.
Γενικότερα, το ασφαλιστικό σύστημα –παρά τις βελτιώσεις που έγιναν με τον τελευταίο ασφαλιστικό νόμο– είναι έτσι φτιαγμένο ώστε να επιβραβεύεται αναλογικά περισσότερο αυτός που πληρώνει τα λιγότερα. Η ελάχιστη σύνταξη (αυτή δηλαδή που προκύπτει ύστερα από 15 χρόνια ασφάλισης με το μίνιμουμ των ασφαλιστικών εισφορών) «αποσβένεται» ύστερα από 8 χρόνια. Αντίθετα, όποιος πληρώνει αυξημένες εισφορές, μπορεί να χρειαστεί να περιμένει ακόμη πάνω από 25 χρόνια (δηλαδή ακόμη και μετά τη συμπλήρωση του 92ου έτους της ηλικίας του) μόνο και μόνο για να πάρει πίσω τα χρήματα που έδωσε σε ασφαλιστικές εισφορές.
Πώς εξαφανίζεται ένας φόρος…
Σε περιουσία 500.000 ευρώ επιβάλλεται συμπληρωματικός φόρος 875 ευρώ, ο οποίος περιορίζεται στα 700 ευρώ με τον μειωτικό συντελεστή που έχει θεσπιστεί από πέρυσι. Αν όμως ο κάτοχος αυτής της περιουσίας μεταβιβάσει το 50% στο παιδί του (π.χ. με γονική παροχή), η επιβάρυνση των 700 ευρώ εξαφανίζεται ως διά μαγείας, καθώς στις 250.000 ευρώ δεν επιβάλλεται συμπληρωματικός φόρος.