Με το ν.4646/2019 προήρθε τροποποίηση του άρθρου 23 του ΚΦΕ για μη εκπιπτόμενες επιχειρηματικές δαπάνες με προσθήκη νέας περίπτωσης ιε στο άρθρο 23 του ν.4172/2013 «ιε) Οι δαπάνες ενοικίων, εφόσον η εξόφλησή τους δεν έχει πραγματοποιηθεί με τη χρήση ηλεκτρονικού μέσου πληρωμής ή μέσω παρόχου υπηρεσιών πληρωμών.»
Επειδή η αναφορά του νόμου αναφέρεται σε χρήση ηλεκτρονικού μέσου πληρωμής ή μέσω παρόχου υπηρεσιών πληρωμών θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι επιτρέπεται η κατάθεση του ποσού του ενοικίου σε τραπεζικό λογαριασμό συγγενικού προσώπου του εκμισθωτή στον οποίο λογαριασμό δεν συμμετέχει ο ίδιος ο εκμισθωτής;
Η παραπάνω ερώτηση αφορά αρκετές περιπτώσεις εκμισθωτών οι οποίοι έχουν κατασχεμένους τραπεζικούς λογαριασμούς και μέχρι το τέλος του 2019 υπήρχε η δυνατότητα να εισπράττουν τα ενοίκια με μετρητά ή με κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό προσώπου συγγενικού ή εμπιστοσύνης τους.ΜΥΛΩΝΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ (3529 δημοσιεύσεις) 04/02/2020 – 12:501. Με το άρθρο 13 του Ν. 4646/2019, προστέθηκε νέα περίπτωση ιε΄ στο άρθρο 23 του Ν. 4172/2013 με την οποία, δεν αναγνωρίζονται οι δαπάνες ενοικίων, εφόσον η εξόφλησή τους δεν έχει πραγματοποιηθεί με τη χρήση ηλεκτρονικού μέσου πληρωμής ή μέσω παρόχου υπηρεσιών πληρωμών. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, η διάταξη αυτή αποσκοπεί στην ενίσχυση της διαφάνειας των συναλλαγών και στην πάταξη της φοροδιαφυγής. Η διάταξη αυτή ισχύει, για δαπάνες που πραγματοποιούνται στα φορολογικά έτη που αρχίζουν από 1/1/2020 και μετά ( παρ. 11 άρθρου 66 Ν. 4646/2019).
Με την περίπτωση β΄ του ίδιου άρθρου 23 ορίζεται ότι, δεν εκπίπτουν οι κάθε είδους δαπάνη που αφορά σε αγορά αγαθών ή λήψη υπηρεσιών αξίας άνω των πεντακοσίων (500) ευρώ, εφόσον η τμηματική ή ολική εξόφληση δεν έγινε με τη χρήση τραπεζικού μέσου πληρωμής.
Με την ΠΟΛ 1055/26.4.2016 εγκύκλιο διαταγή με θέμα «Διευκρινίσεις σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων της περ. β΄ του άρθρου 23 του Ν. 4172/2013 σε περίπτωση εξόφλησης τιμολογίων προμηθευτών και πιστωτών από τρίτους», ορίζεται μεταξύ των άλλων ότι: «4. Από τη γραμματική διατύπωση των πιο πάνω διατάξεων προκύπτει, ότι ο νόμος απαιτεί η εξόφληση να γίνεται με τραπεζικό μέσο πληρωμής, προκειμένου να αποδεικνύεται η ύπαρξη και η πραγματοποίηση της συναλλαγής, χωρίς να κάνει διάκριση ως προς το πρόσωπο του καταβάλλοντος, ούτε να θέτει ως προϋπόθεση όπως το πρόσωπο στο οποίο ανήκει ο λογαριασμός μέσω του οποίου εξοφλούνται οι σχετικές δαπάνες να είναι και αυτό που είχε τη σχετική απαίτηση από τον καταβάλλοντα (άμεσα αντισυμβαλλόμενος).
5. Κατόπιν των ανωτέρω, σε περίπτωση εξόφλησης σε τραπεζικό λογαριασμό του προμηθευτή – πιστωτή από τρίτο πρόσωπο (ημεδαπό ή αλλοδαπό), το οποίο, κατ΄ εντολή της επιχείρησης, εξοφλεί τη σχετική υποχρέωση προς απόσβεση ισόποσης υποχρέωσης αυτού προς αυτή, η σχετική δαπάνη εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης, αρκεί να αποδεικνύεται με βάση τα κατάλληλα στοιχεία (τραπεζικά παραστατικά ή άλλα έγγραφα) η εξόφληση του προμηθευτή καθώς και ο λόγος εξόφλησης των δαπανών από τον τρίτο.
Ομοίως, σε περίπτωση που, με βάση τα ανωτέρω, η εξόφληση γίνεται, κατ΄ εντολή της επιχείρησης, από τρίτο, πελάτη της, προς απόσβεση δικής του υποχρέωσης από αγορά αγαθών ή λήψη υπηρεσιών από την επιχείρηση, η σχετική δαπάνη αναγνωρίζεται προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα του τρίτου με τις ίδιες ως άνω προϋποθέσεις και εφόσον πληρούνται και οι λοιπές προϋποθέσεις που τίθενται για την εκπεσιμότητα των δαπανών με τις διατάξεις του Ν.4172/2013, παρόλο που ο τραπεζικός λογαριασμός στον οποίο κατατέθηκαν τα μετρητά ή μεταφέρθηκαν τα σχετικά εμβάσματα δεν ανήκει σε πρόσωπο έναντι του οποίου υφίστατο και η σχετική υποχρέωση».
2. Όπως αναφέρεται στην εγκύκλιο, η Φορολογική Διοίκηση αντιμετωπίζει το θέμα της εξόφλησης υποχρέωσης σε τραπεζικό λογαριασμό τρίτου, εφόσον βέβαια υφίσταται συναλλακτική σχέση μεταξύ των μερών και η πληρωμή αφορά απόσβεση ισόποσης υποχρέωσης.
Στην περίπτωσή σας, αν και δεν διακρίνεται η συναλλακτική πρακτική που αναφέρεται στην εγκύκλιο, σύμφωνα με τη γραμματική ερμηνεία της περίπτωσης ιε, όπως αυτή προστέθηκε στο άρθρο 23 του ν. 4172/2013, αρκεί η εξόφληση του ενοικίου να γίνεται με τη χρήση ηλεκτρονικού μέσου πληρωμής ή μέσω παρόχου υπηρεσιών πληρωμών, καθώς δεν γίνεται κάποια σαφής διάκριση ούτε ως προς το πρόσωπο που καταβάλλει το ενοίκιο, ούτε ως προς το πρόσωπο στο οποίο ανήκει ο λογαριασμός όπου κατατίθεται το ενοίκιο. Κατά την παραπάνω γραμματική ερμηνεία λοιπόν, η καταβολή του ενοικίου σε τραπεζικό λογαριασμό στον οποίο δεν συμμετέχει ο εκμισθωτής μπορεί να ειπωθεί ότι αποτελεί εκπιπτόμενη δαπάνη (π.χ. κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό συγγενικού προσώπου του εκμισθωτή). Ωστόσο, το γενικότερο πνεύμα των διατάξεων του Ν.4646/2019 για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής κατατείνει στην άποψη ότι η σχετική δαπάνη εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης, όταν το ενοίκιο καταβάλλεται σε τραπεζικό λογαριασμό στον οποίο συμμετέχει (και) ο εκμισθωτής. Ενόψει των ανωτέρω απαιτείται η έκδοση διευκρινιστικής εγκυκλίου με την οποία θα αποσαφηνίζεται, εάν η κατάθεση του ποσού του ενοικίου σε τραπεζικό λογαριασμό τρίτου προσώπου αποτελεί εκπιπτόμενη δαπάνη ή όχι. Μέχρι δε την έκδοση της παραπάνω εγκυκλίου, φρόνιμο είναι το ενοίκιο να καταβάλλεται σε τραπεζικό λογαριασμό στον οποίο συμμετέχει (και) ο εκμισθωτής.
ΤΣΑΠΑΡΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ (5 δημοσιεύσεις) 04/02/2020 – 12:513. Από νομικής άποψης είναι επιτρεπτή η καταβολή του μισθώματος σε (τρίτο) πρόσωπο που θα υποδείξει ο εκμισθωτής. Ειδικότερα σύμφωνα με τα άρθρα 416 και 417 του Αστικού Κώδικα «Η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή. Η καταβολή απαιτείται να γίνει στο δανειστή ή σε όποιον ο δανειστής ή το δικαστήριο ή ο νόμος έχει επιτρέψει να δεχθεί την καταβολή. Η καταβολή που έγινε σε άλλον ισχύει αν ο δανειστής την εγκρίνει ή εφόσον ωφελείται από αυτήν». Συνεπώς από νομικής άποψης, η κατάθεση του ποσού του ενοικίου σε τραπεζικό λογαριασμό τρίτου προσώπου – κατόπιν σχετικής υπόδειξης του εκμισθωτή – είναι νόμιμη και ισχυρή και συνεπάγεται εξόφληση της απαίτησης, δηλαδή του ενοικίου.
Όμως, έχετε υπόψη σας ότι η Φορολογική Αρχή ενδέχεται να επιδιώξει την ανάδειξη της πρακτικής ως ενέργεια καταδολίευσης και να στραφεί δικαστικά στη διάρρηξη της καταδολιευτικής πρακτικής. Τέλος, σημειώνεται ότι το θέμα αυτό εκτός των προβλέψεων του ΑΚ, έχει και ποινικές προεκτάσεις σύμφωνα με το άρθρο 397 του ΠΚ.