Στην εξεταζόμενη υπόθεση το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου κλήθηκε να αποφανθεί περί του ζητήματος της καταχρηστικότητας Γενικών Όρων Συναλλαγών σε Ασφαλιστική Σύμβαση. Επιπρόσθετα εξέτασε λόγο αναίρεσης αναφορικά με την παραμόρφωση περιεχομένου εγγράφου, ο οποίος ιδρύεται βάσει του άρθρου 559 παράγραφος 20 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.
Σύμφωνα με τον εξεταζόμενο όρο “σε περίπτωση ατυχήματος επερχομένου όταν το ασφαλισμένο όχημα οδηγείται από οδηγό που δεν έχει συμπληρώσει το 25° έτος της ηλικίας του, η Εταιρεία απαλλάσσεται από κάθε ευθύνη της για καταβολή αποζημίωσης”
Στην προκειμένη υπόθεση, η ασφαλιστική εταιρεία άσκησε αίτηση αναίρεσης βάσει του άρθρου 559 παρ. 1, 19, 20 κατά της υπ’ αριθμόν 2093/2015 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών η οποία έκρινε ως καταχρηστικό τον ανωτέρω ΓΟΣ της ασφαλιστικής σύμβασης και επιδίκασε αποζημίωση στον εκκαλούντα. Εν συνεχεία το Ανώτατο δικαστήριο εξέτασε το περιεχόμενο της αίτησης επί τη βάσει ιδίως του άρθρου 2 παράγραφος 6 και 7 του Νόμου 2251/1994 περί “Προστασίας του Καταναλωτή” και του άρθρου 281 του Αστικού Κώδικα και απεφάνθη ως εξής :
«Έτσι, που έκρινε το Εφετείο, και ειδικότερα, ότι ήταν καταχρηστικός και επομένως άκυρος ο ανωτέρω όρος της ένδικης σύμβασης ασφαλίσεως ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1 και 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994, διέλαβε δε, στην απόφασή του σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, ως προς τα ζητήματα αυτά, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή όχι εφαρμογή των άνω διατάξεων. Τούτο δε διότι: ενόψει των παραδοχών του: α) ότι ο όρος αυτός ήταν μονομερώς προδιατυπωμένος για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, και δεν υφίστατο κατά την κατάρτιση της σύμβασης δυνατότητα ατομικής διαπραγμάτευσης μεταξύ των μερών, ως προς το περιεχόμενο του όρου, αφού, όπως δέχτηκε ανελέγκτως, μολονότι ο ανωτέρω ειδικός όρος εξαίρεσης από την ασφαλιστική κάλυψη, στην περίπτωση που ο οδηγός του ασφαλισμένου οχήματος, κατά τον χρόνο του ατυχήματος δεν είχε συμπληρώσει το 25° έτος της ηλικίας του παρεκκλίνει από την αίτηση με την οποία ο ήδη αναιρεσίβλητος ενάγων, ο οποίος κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης δεν είχε συμπληρώσει το 25ο έτος της ηλικίας του αλλά το 23ο, ζήτησε την ασφαλιστική κάλυψη των ιδίων ζημιών του ασφαλισμένου οχήματός του, και συνεπώς θα ήταν ο δικαιούχος του ασφαλίσματος σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, ουδέποτε αναπτύχθηκε ούτε επισημάνθηκε στον ενάγοντα, κατά την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης, ούτε σημειώθηκε στην πρώτη σελίδα του ασφαλιστηρίου, με εντονότερα στοιχεία από τα λοιπά, ώστε να υποπίπτει εύκολα στην αντίληψη, όπως απαιτείται από τη διάταξη του άρθρου 2 § 5 του Ν. 2496/1997 “Ασφαλιστική σύμβαση κ.λπ.”, β) ότι λήπτης του έννομου αγαθού της ασφάλισης και αντισυμβαλλόμενος της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας στην ένδικη ασφαλιστική σύμβαση, στην οποία είχε τεθεί από την τελευταία ο ως άνω όρος, ήταν ο ίδιος ο ενάγων, ο οποίος δεν είχε συμπληρώσει κατά το χρόνο της κατάρτισης της σύμβασης το 25ο έτος της ηλικίας του, αλλά το 23ο , γ) ότι με βάση τις γενόμενες δεκτές από το Εφετείο παραπάνω περιστάσεις της ένδικης σύμβασης η διατήρηση της ισχύος του προπαρασκευασμένου έντυπου γενικού όρου συναλλαγών του ασφαλιστηρίου συμβολαίου περί εξαίρεσης από την ασφαλιστική κάλυψη ιδίων ζημιών, περιορίζει θεμελιώδη δικαιώματα του ενάγοντος, που προκύπτουν από τη φύση της άνω σύμβασης και οδηγούν σε διακινδύνευση του κύριου σκοπού της, που ήταν η κάλυψη των ιδίων ζημιών του ασφαλισμένου οχήματος, ενώ αντιθέτως, για τους λόγους που αναφέρει, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η κατάργηση τούτου ενέχει ως συνέπεια σημαντική επίταση του ασφαλιστικού κινδύνου, τέτοια, που να θεμελιώνει ολική απαλλαγή της ασφαλιστικής εταιρίας από την ευθύνη της για την ασφαλιστική κάλυψη του ασφαλισμένου οχήματος από τον κίνδυνο ιδίων ζημιών, ο ελεγχόμενος συμβατικός όρος, που αποτελούσε γενικό όρο συναλλαγών (ΓΟΣ) κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 1 ν. 2251/1994 ήταν καταχρηστικός κατά τη γενική ρήτρα της παρ. 6 του ίδιου άρθρου και για το λόγο αυτό άκυρος.
Παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου, που ιδρύει τον αναιρετικό λόγο από το άρθρ. 559 αριθμ. 20 ΚΠολΔ, υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας από εσφαλμένη ανάγνωση αποδεικτικού, κατά την έννοια των άρθρ. 339 και 432 επ. ΚΠολΔ εγγράφου, δέχθηκε ως περιεχόμενό του κάτι διαφορετικό από το πραγματικό, δηλαδή ότι περιέχει περιστατικά προφανώς διάφορα από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο το δικαστήριο ορθώς ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό, αφού στην περίπτωση αυτή πρόκειται για παράπονο αναγόμενο στην εκτίμηση πραγματικών περιστατικών, που εκφεύγει από τον αναιρετικό έλεγχο. Θα πρέπει πάντως, για να θεμελιώνεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, να έχει στηρίξει το δικαστήριο της ουσίας το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο του οποίου το περιεχόμενο φέρεται ότι παραβιάσθηκε και δεν αρκεί, αντίθετα, ότι το συνεκτίμησε απλώς με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξάρει το περιεχόμενό του ως προς το αποδεικτικό πόρισμα στο οποίο κατέληξε και το οποίο, εξάλλου, θα πρέπει να είναι επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα αναφορικά με πράγματα που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 2/2008, ΟλΑΠ 1/1999).
Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο αναίρεσης, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με την αιτίαση ότι το Μονομελές Εφετείο, εσφαλμένα διέγνωσε το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού (ασφαλιστηρίου συμβολαίου), αποδίδοντας σ’ αυτό διαφορετικό περιεχόμενο από αυτό που είχε, στην εσφαλμένη δε διάγνωση του περιεχομένου του εγγράφου αυτού αποκλειστικά και μόνο, άλλως κατά κύριο λόγο, στηρίχθηκε το Εφετείο για την επίσης παραπάνω δυσμενή για την αναιρεσείουσα ασφαλιστική εταιρία κρίση του, ότι ο άνω όρος της ασφαλιστικής σύμβασης είναι άκυρος ως καταχρηστικός, διότι δεν επισημάνθηκε δεόντως στην πρώτη σελίδα του ασφαλιστηρίου συμβολαίου “με εντονότερα στοιχεία από τα λοιπά, ώστε να υποπίπτει εύκολα στην αντίληψη”, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 2 § 5 του ν. 2496/1997, αν και από το έγγραφο αυτό προκύπτει ότι η αναγκαία επισήμανση έγινε όχι μόνο με έντονη γραφή, αλλά και με κεφαλαία γράμματα. Ειδικότερα, ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα, ότι το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ενώ αρχικά παραθέτει ολόκληρο το περιεχόμενο του 1ου όρου, που έχει τεθεί στο τέλος της πρώτης σελίδας του άνω ασφαλιστηρίου συμβολαίου, στη συνέχεια, κατά παραμόρφωση (λάθος ανάγνωση) του αποδεικτικού αυτού εγγράφου, δέχθηκε, ότι “Σύμφωνα με τον 1° όρο του ως άνω ασφαλιστηρίου, που αναγράφεται με ψιλά γράμματα στο κάτω μέρος της πρώτης σελίδας αυτού, η εν λόγω ασφαλιστική σύμβαση διέπεται από τις ισχύουσες διατάξεις και τους γενικούς και ειδικούς όρους (αστικής ευθύνης και προαιρετικών καλύψεων), που περιλαμβάνονται στις επόμενες σελίδες του ασφαλιστηρίου” (στίχοι 11-15, δεύτερης σελίδας του 2ου φύλλου της προσβαλλόμενης απόφασης), και ότι “Όπως, όμως, αποδείχθηκε, ο ανωτέρω ειδικός όρος εξαίρεσης, μολονότι παρεκκλίνει από την αίτηση για ασφάλιση, ουδέποτε αναπτύχθηκε ούτε επισημάνθηκε στον ενάγοντα, κατά την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης, ούτε σημειώθηκε στην πρώτη σελίδα του ασφαλιστηρίου, με εντονότερα στοιχεία από τα λοιπά, ώστε να υποπίπτει εύκολα στην αντίληψη, όπως απαιτείται από τη διάταξη του άρθρου 2 § 5 του Ν. 2496/1997 “Ασφαλιστική σύμβαση κ.λπ.” (…). Αντίθετα, στο κάτω μέρος της πρώτης σελίδας του ασφαλιστηρίου, με πολύ μικρά γράμματα (ψιλά γράμματα), κατά πολύ μικρότερα από αυτά του υπόλοιπου κειμένου της πρώτης σελίδας του ασφαλιστηρίου, αναγράφεται στο τελευταίο εδάφιο του 1ου όρου του ασφαλιστηρίου η φράση: “Εφιστάται η προσοχή του λήπτη της ασφάλισης στους όρους αυτούς και ιδιαίτερα στις εξαιρέσεις από τις ασφαλιστικές καλύψεις”. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, εφόσον οι προβαλλόμενες με αυτόν αιτιάσεις, δεν αποδίδουν στο Εφετείο λανθασμένη ανάγνωση του κειμένου του εν λόγω εγγράφου, αλλά αναφέρονται στην αιτιολόγηση του σαφούς αποδεικτικού πορίσματος, σύμφωνα με το οποίο “όπως αποδείχτηκε” ο ανωτέρω ειδικός όρος εξαίρεσης, δεν μπορούσε να υποπέσει εύκολα στην αντίληψη του ασφαλισμένου, καθόσον, όπως αποδείχτηκε, ο όρος αυτός δεν σημειώθηκε στην πρώτη σελίδα του ασφαλιστηρίου, με εντονότερα στοιχεία από τα λοιπά, αλλά “Αντίθετα, στο κάτω μέρος της πρώτης σελίδας του ασφαλιστηρίου, με πολύ μικρά γράμματα (ψιλά γράμματα), κατά πολύ μικρότερα από αυτά του υπόλοιπου κειμένου της πρώτης σελίδας του ασφαλιστηρίου, αναγράφεται στο τελευταίο εδάφιο του 1ου όρου του ασφαλιστηρίου η φράση: “Εφιστάται η προσοχή του λήπτη της ασφάλισης στους όρους αυτούς και ιδιαίτερα στις εξαιρέσεις από τις ασφαλιστικές καλύψεις”.»
Με βάση το προαναλυθέν αιτιολογικό και διατακτικό το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου έκρινε τον πρώτο λόγο ως ουσία αβάσιμο και τον δεύτερο ως απαράδεκτο και απέρριψε εν συνόλω την αίτηση αναίρεσης.
Γενικοί Όροι Συναλλαγών (ΓΟΣ), είναι οι όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων. Ως ΓΟΣ νοούνται εκείνοι οι συμβατικοί όροι, που ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη καθορίζει εκ των προτέρων κατά τρόπο γενικό και ενιαίο, με σκοπό να αποτελέσουν το ομοιόμορφο περιεχόμενο ενός αόριστου αριθμού συμβάσεων. Κύριο χαρακτηριστικό των ΓΟΣ είναι η μονομερής προδιατύπωση, με την έννοια ότι ο αντισυμβαλλόμενος εκείνου που τις προδιατύπωσε δεν μετείχε στη διαμόρφωσή τους. Αυτό το χαρακτηριστικό όμως δεν αρκεί. Απαιτείται, περαιτέρω, να μην υφίστατο κατά την κατάρτιση της σύμβασης δυνατότητα ατομικής διαπραγμάτευσης ως προς το περιεχόμενο των όρων.
Ιωάννης Κοντούλης/ Επιστημονικός Συνεργάτης Ethemis