Το μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας επέβαλε σήμερα σωρευτικές ποινές φυλάκισης 27 ετών σε κατηγορούμενο ηλικίας 48 ετών που βρέθηκε ένοχος στα αδικήματα της σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκου, του βιασμού, της διαφθοράς νεαρής γυναίκας κάτω των 13 ετών και της κοινής επίθεσης.
Σύμφωνα με ανακοίνωση του δικαστηρίου, τα εν λόγω ανοσιουργήματα του κατηγορουμένου, έλαβαν χώρα κατ` επανάληψη για 4 συνεχή χρόνια ενώ η ανήλικη βρισκόταν στην τρυφερή ηλικία των 6 ½ με 10 ½ ετών, με τους δικαστές να κάνουν λόγο για «μια κτηνώδη και αρρωστημένη σεξουαλική συμπεριφορά, που αδυνατεί να φανταστεί ο υγιώς σκεπτόμενος άνθρωπος».
Το Κακουργιοδικείο σημειώνει, στην ανακοίνωσή του, ότι τα αδικήματα σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών βρίσκονται τελευταία σε έξαρση, παρά τις αυστηρές ποινές που επιβάλλονται από τα Δικαστήρια μας. Στοιχείο που καταδεικνύει, όπως αναφέρει, την ανάγκη για επιβολή ακόμη πιο αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών.
Όπως αναφέρεται, η μητέρα της ανήλικης ήταν κατά τους επίδικους χρόνους, συμβία του κατηγορουμένου.
Σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, «ο κατηγορούμενος σε διαφορετικές ημερομηνίες από τον Οκτώβριο του 2014 μέχρι και τον Οκτώβριο του 2018, κακοποιούσε σεξουαλικά την πιο πάνω ανήλικη, εξαναγκάζοντας την με τη χρήση απειλής να συμμετέχει σε σεξουαλικές πράξεις μαζί του». Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει η ανακοίνωση, «κατά την πιο πάνω περίοδο, με την χρήση απειλών, βίαζε την ανήλικη τόσο κολπικά όσο και πρωκτικά και την εξανάγκαζε σε πεολειξία. Την κακοποιούσε επίσης σωματικά κτυπώντας την με τα χέρια του».
Σημειώνεται ότι «οι πιο πάνω παράνομες πράξεις του κατηγορουμένου γίνονταν σε τακτική βάση ήτοι κάθε σαββατοκύριακο καθ’ όλο το χρονικό διάστημα των 4 χρόνων που αυτός διέμενε με την ανήλικη και την μητέρα της,. Όλα τα αδικήματα διαπράχθηκαν στην κατοικία όπου διέμενε η παραπονουμένη και συγκεκριμένα στο υπνοδωμάτιο της ανήλικης ενώ συνήθως, η μητέρα της κοιμόταν στο διπλανό δωμάτιο. Η ανήλικη ήταν 6 ½ ετών όταν άρχισε η πιο πάνω σεξουαλική της κακοποίηση ενώ όταν τερματίστηκε μετά από καταγγελία της η πιο πάνω εγκληματική συμπεριφορά του κατηγορουμένου, ήταν 10 ½ ετών».
Το Κακουργιοδικείο, προστίθεται, «στην επιβολή της ποινής τόνισε τη σοβαρότητα των αδικημάτων, η οποία προκύπτει τόσο από τη φύση τους όσο και από την ποινή της ισόβιας φυλάκισης που προβλέπεται από τον Νόμο. Η σοβαρότητα των σεξουαλικών αδικημάτων επαυξάνεται περαιτέρω όταν τα θύματα είναι ανήλικα παιδιά όπως στην παρούσα, όπου πέραν του σωματικού πόνου και του εξευτελισμού της προσωπικότητας, προκαλούνται επίσης στο θύμα ψυχικά τραύματα, με ανεπανόρθωτα αρνητικά αποτελέσματα στην ψυχοσωματική τους ανάπτυξη».
Είναι διαπίστωση του Κακουργιοδικείου, συνεχίζει η ανακοίνωση, ότι «δυστυχώς τα αδικήματα σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών βρίσκονται τελευταία σε έξαρση, παρά τις αυστηρές ποινές που επιβάλλονται από τα Δικαστήρια μας. Στοιχείο που καταδεικνύει την ανάγκη για επιβολή ακόμη πιο αυστηρών και αποτρεπτικών ποινών».
Το Κακουργιοδικείο επεσήμανε ότι «τα γεγονότα της υπόθεσης είναι τέτοια ώστε να την κατατάσσουν ως μια από τις σοβαρότερες του είδους. Ο κατηγορούμενος εκμεταλλευόμενος την απουσία πατρικής στοργής που βίωνε η ανήλικη, υλοποίησε τις ανώμαλες σεξουαλικές του ορέξεις, εξαναγκάζοντας την σε παρακολούθηση πορνογραφικού υλικού και την κακοποιούσε σεξουαλικά, με τον τρόπο που αναφέρθηκε πιο πάνω. Ο κατηγορούμενος αδιαφορούσε για τον σωματικό πόνο και εξευτελισμό της προσωπικότητας που προκαλούσε στην ανήλικη ούτε έδειχνε να τον απασχολεί η ανεπανόρθωτη ψυχική βλάβη που της προξενούσε».
«Τα εν λόγω ανοσιουργήματα του κατηγορουμένου, έλαβαν χώρα κατ` επανάληψη για 4 συνεχή χρόνια ενώ η παραπονούμενη βρισκόταν στην τρυφερή ηλικία των 6 ½ με 10 ½ ετών. Πρόκειται κατά την κρίση του Κακουργιοδικείου για σοβαρότατη περίπτωση εκδήλωσης με προγραμματισμένο και συστηματικό τρόπο, μιας κτηνώδους και αρρωστημένης σεξουαλικής συμπεριφοράς που αδυνατεί να φανταστεί ο υγιώς σκεπτόμενος άνθρωπος», αναφέρει περαιτέρω η ανακοίνωση.
Το Δικαστήριο, όπως αναφέρεται, « δεν μπορεί παρά να εκφράσει τον αποτροπιασμό του για τις κτηνώδεις και ανίερες πράξεις του κατηγορουμένου, αισθήματα που απηχούν την δικαιολογημένη ανησυχία της κοινωνίας για την διαρκώς αυξανόμενη έξαρση στην διάπραξη σεξουαλικών αδικημάτων σε βάρος αθώων και ανυπεράσπιστων παιδιών. Για όλους τους πιο πάνω λόγους παρουσιάζεται επιτακτική η ανάγκη για επιβολή αυστηρής ποινής αφού εγκλήματα του είδους που διέπραξε ο κατηγορούμενος, θα πρέπει πάντοτε να βρίσκουν αντιμέτωπο τους τον Νόμο με την επιβολή αυστηρότατων και αποτρεπτικών ποινών».
Το Κακουργιοδικείο «έλαβε μεταξύ άλλων υπόψη για σκοπούς μετριασμού της ποινής, το λευκό ποινικό μητρώο του κατηγορουμένου και τις προσωπικές και οικογενειακές του συνθήκες. Οι πιο πάνω όμως μετριαστικοί παράγοντες παρότι λαμβάνονται υπόψη δεν μπορούν να εξουδετερώσουν τον αποτρεπτικό χαρακτήρα που ενδείκνυται να έχει η ποινή στην παρούσα υπόθεση, λόγω της ιδιάζουσας σοβαρότητας των αδικημάτων όπως αναλυτικά επεξηγείται πιο πάνω».
«Σε κάθε ένα από τα αδικήματα του βιασμού και της σεξουαλικής κακοποίησης με εξαναγκασμό στις πιο πάνω σεξουαλικές πράξεις, επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης 27 ετών. Για τα αδικήματα διαφθοράς νεαρής γυναίκας κάτω των 13 ετών δεν επιβλήθηκε ποινή γιατί τα γεγονότα τους είναι τα ίδια με το αδίκημα του βιασμού. Σε κάθε ένα από τα αδικήματα σεξουαλικής κακοποίησης με εξαναγκασμό σε παρακολούθηση πορνογραφικού υλικού, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 5 ετών ενώ για τα ελαφρύτερα αδικήματα της επίθεσης επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 1 έτους», σύμφωνα με την ανακοίνωση.
Το δικαστήριο διέταξε όπως όλες οι πιο πάνω ποινές να συντρέχουν. «Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 117, του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, οι ποινές φυλάκισης θα αρχίζουν από σήμερα αλλά η περίοδος να μειωθεί κατά το διάστημα που ο κατηγορούμενος τελεί σε προφυλάκιση, δηλαδή από 12.12. 2018», καταλήγει το τριμελές Κακουργιοδικείο αποτελούμενο από τους δικαστές Αλέξανδρο Παναγιώτου (Πρόεδρος), Γιώτα Κυριακίδου (μέλος) και Φάνη Καπετάνιου (μέλος).