Η εγγύηση χορηγήθηκε για τη σύναψη δανείου ύψους 30 εκατ. ευρώ από την Αγροτική Τράπεζα, κάλυπτε το σύνολο του δανείου για μέγιστη χρονική διάρκεια 3 ετών και συνεπαγόταν προμήθεια εγγυήσεως ύψους 1% σε ετήσια βάση
Γεώργιος Π. Κανέλλος
Στις 26-03-2020 εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) επί της υπόθεσης ΛΑΡΚΟ κατά Επιτροπής (C-244/18 Ρ), η οποία αφορά ασκηθείσα αίτηση αναιρέσεως από τη εν λόγω εταιρία κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ΛΑΡΚΟ κατά Επιτροπής (T-423/14, EU:T:2018:57), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της ΛΑΡΚΟ (ΛΑΡΚΟ Γενική Μεταλλευτική και Μεταλλουργική ΑΕ) με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως 2014/539/ΕΕ της Επιτροπής, της 27ης Μαρτίου 2014, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.34572 (13/C) (πρώην 13/NN) που χορήγησε η Ελλάδα προς την εν λόγω εταιρία (ΕΕ 2014, L 254, σ. 24).
Συγκεκριμένα, το Δεύτερο Τμήμα του ΔΕΕ αναίρεσε την ως άνω απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, κατά το μέτρο που, με την απόφαση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκε με την πρωτοδίκως ασκηθείσα προσφυγή, το οποίο αφορούσε την εγγύηση την οποία χορήγησε το 2008 το Ελληνικό Δημόσιο στη ΛΑΡΚΟ για δάνειο ύψους 30 εκατομμυρίων ευρώ, το οποίο είχε χορηγήσει η Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος στην εταιρία αυτή.
Ιστορικό της υπόθεσης
Η ΛΑΡΚΟ (ΛΑΡΚΟ Γενική Μεταλλευτική και Μεταλλουργική ΑΕ) είναι μεγάλη επιχείρηση που εξειδικεύεται στην εξόρυξη και επεξεργασία μεταλλεύματος λατερίτη, την εξόρυξη λιγνίτη και την παραγωγή σιδηρονικελίου και υποπροϊόντων του.
Η εταιρία αυτή ιδρύθηκε το 1989, ως νέα επιχειρηματική οντότητα, κατόπιν της εκκαθαρίσεως της Ελληνικής Μεταλλευτικής και Μεταλλουργικής ΑΕ. Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς, ανήκε σε τρεις μετόχους: στο Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο κατείχε το 55,2 % των μετοχών της μέσω του Ταμείου Αξιοποιήσεως της Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου, σε ένα ιδιωτικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, συγκεκριμένα δε την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ (ΕΤΕ), που κατείχε το 33,4 % των μετοχών, και στη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (που αποτελεί τον κύριο παραγωγό ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, πλειοψηφικός μέτοχος της οποίας είναι το Δημόσιο), που κατείχε το 11,4 % των μετοχών.
Τον Μάρτιο του 2012, το Ταμείο Αξιοποίησης της Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου γνωστοποίησε στην Επιτροπή την ύπαρξη σχεδίου ιδιωτικοποιήσεως της ΛΑΡΚΟ.
Τον Απρίλιο του 2012, η Επιτροπή κίνησε αυτεπαγγέλτως προκαταρκτικό έλεγχο της εν λόγω προτάσεως ιδιωτικοποιήσεως, σύμφωνα με τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων.
Ο έλεγχος αυτός είχε ως αντικείμενο τα ακόλουθα έξι μέτρα:
– το πρώτο εκ των μέτρων αυτών αφορούσε, αφενός, συμφωνία του 1998, συναφθείσα μεταξύ της ΛΑΡΚΟ και των βασικών πιστωτών της, περί διευθετήσεως του χρέους της πρώτης, βάσει της οποίας τα χρέη της εταιρίας αυτής προς τους πιστωτές της έπρεπε να εξοφληθούν με ετήσιο επιτόκιο 6%, και, αφετέρου, την εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου μη είσπραξη του χρέους αυτού (μέτρο 1)·
– το δεύτερο μέτρο αφορούσε εγγύηση για δάνειο ύψους 30 εκατομμυρίων ευρώ, το οποίο χορήγησε η Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ (ΑΤΕ) στη ΛΑΡΚΟ, εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου το 2008 (μέτρο 2). Η εγγύηση αυτή κάλυπτε το σύνολο του δανείου για μέγιστη χρονική διάρκεια τριών ετών και συνεπαγόταν προμήθεια εγγυήσεως ύψους 1% σε ετήσια βάση·
– το τρίτο μέτρο αφορούσε αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου κατά 134 εκατομμύρια ευρώ, η οποία προτάθηκε το 2009 από το διοικητικό συμβούλιο της ΛΑΡΚΟ, εγκρίθηκε από τους τρεις μετόχους της και ως προς την οποία άσκησε τα δικαιώματά του στο ακέραιο το Ελληνικό Δημόσιο και εν μέρει η ΕΤΕ (μέτρο 3)·
– το τέταρτο μέτρο αφορούσε εγγύηση αορίστου διαρκείας την οποία χορήγησε το Δημόσιο το 2010, προκειμένου να καλύψει πλήρως εγγυητική επιστολή που θα χορηγούσε η ΕΤΕ στη ΛΑΡΚΟ για ποσό ύψους περίπου 10,8 εκατομμυρίων ευρώ και η οποία προέβλεπε προμήθεια εγγυήσεως ποσοστού 2% σε ετήσια βάση (μέτρο 4). Η επίμαχη εγγυητική επιστολή διασφάλιζε την αναστολή εκτελέσεως, εκ μέρους του Αρείου Πάγου, αποφάσεως με την οποία το Εφετείο Αθηνών δεχόταν την ύπαρξη οφειλής της ΛΑΡΚΟ προς δανειστή της ύψους 10,8 εκατομμυρίων ευρώ·
– το πέμπτο μέτρο αφορούσε εγγυητικές επιστολές των οποίων η κατάθεση αντικαθιστούσε, βάσει αποφάσεως ελληνικού δικαστηρίου, την υποχρέωση προκαταβολής του 25% φορολογικού προστίμου (μέτρο 5)·
– το έκτο μέτρο αφορούσε δύο εγγυήσεις που χορήγησε το Δημόσιο το 2011 για δύο δάνεια, ύψους 30 εκατομμυρίων ευρώ και 20 εκατομμυρίων ευρώ, αντιστοίχως, τα οποία χορήγησε η ΑΤΕ· οι εγγυήσεις αυτές παρείχαν κάλυψη για το συνολικό ποσό των επίμαχων δανείων, η δε προμήθεια για αυτές ανερχόταν σε ποσοστό 1% σε ετήσια βάση (μέτρο 6).
Κατά τον έλεγχο αυτό, η Επιτροπή ζήτησε από τις ελληνικές αρχές συμπληρωματικά στοιχεία, τα οποία προσκομίσθηκαν από τις εν λόγω αρχές το 2012 και το 2013. Πραγματοποιήθηκαν επίσης συσκέψεις μεταξύ των υπηρεσιών της Επιτροπής και των εκπροσώπων των ελληνικών αρχών.
Με απόφαση της 6ης Μαρτίου 2013 (ΕΕ 2013, C 136, σ. 27 […]), η Επιτροπή κίνησε την επίσημη διαδικασία ελέγχου, κατά το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.34572 (13/C) (πρώην 13/NN).
Στο πλαίσιο της κατά το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ διαδικασίας, η Επιτροπή κάλεσε τις ελληνικές αρχές και τους ενδιαφερόμενους τρίτους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί των ανωτέρω μέτρων. Η Επιτροπή παρέλαβε τις παρατηρήσεις των ελληνικών αρχών στις 30 Απριλίου 2013, ενώ δεν υποβλήθηκαν παρατηρήσεις από τους ενδιαφερόμενους τρίτους.
Στις 27 Μαρτίου 2014, η Επιτροπή εξέδωσε την επίμαχη απόφαση.
Με την επίμαχη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε, καταρχάς, ότι, κατά τον χρόνο λήψεως των έξι επίμαχων μέτρων, η ΛΑΡΚΟ ήταν προβληματική επιχείρηση κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση.
Όσον αφορά την εκτίμηση περί των μέτρων, η Επιτροπή θεώρησε, κατά πρώτον, ότι τα μέτρα 2 έως 4 και 6 αποτελούσαν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, εν συνεχεία, ότι τα μέτρα αυτά ελήφθησαν κατά παράβαση των υποχρεώσεων κοινοποιήσεως και απαγορεύσεως εφαρμογής του μέτρου, οι οποίες επιβάλλονται βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, και, τέλος, ότι τα εν λόγω μέτρα αποτελούσαν ενισχύσεις μη συμβατές με την εσωτερική αγορά που πρέπει να ανακτηθούν, κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [108 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 1999, L 83, σ. 1).
Η Επιτροπή έκρινε επίσης ότι τα μέτρα 1 και 5 δεν αποτελούσαν κρατικές ενισχύσεις.
Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Ιουνίου 2014, η ΛΑΡΚΟ άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της επίμαχης αποφάσεως και την έντοκη επιστροφή οποιουδήποτε αμέσως ή εμμέσως ανακτηθέντος χρηματικού ποσού, το οποίο έχει επιστραφεί από τη ΛΑΡΚΟ κατ’ εκτέλεση της αποφάσεως αυτής.
Προς στήριξη της προσφυγής της, η ΛΑΡΚΟ προέβαλε τρεις λόγους ακυρώσεως, με τον πρώτο εκ των οποίων προβαλλόταν ότι κακώς έκρινε η Επιτροπή ότι τα μέτρα 2 έως 4 και 6 συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις μη συμβατές με την εσωτερική αγορά, με τον δεύτερο προβαλλόταν έλλειψη αιτιολογίας της επίμαχης αποφάσεως και με τον τρίτο προβαλλόταν επικουρικώς ότι η Επιτροπή είχε καθορίσει εσφαλμένα το ύψος της προς ανάκτηση ενισχύσεως όσον αφορά τα επίμαχα μέτρα και ότι είχε διατάξει την ανάκτησή της κατά παράβαση θεμελιωδών αρχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή στο σύνολό της και καταδίκασε τη ΛΑΡΚΟ στα δικαστικά έξοδα.
Κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου η ΛΑΡΚΟ άσκησε αίτηση αναιρέσεως στις 4 Απριλίου 2018.
Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η ΛΑΡΚΟ προβάλλει τέσσερις λόγους αναιρέσεως, με τον πρώτο εκ των οποίων προβάλλεται εσφαλμένη εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή και έλλειψη αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με τον δεύτερο εσφαλμένη ερμηνεία της έννοιας του οικονομικού πλεονεκτήματος και σε πλείονες περιπτώσεις έλλειψη αιτιολογίας της εν λόγω αποφάσεως, με τον τρίτο πλάνη περί το δίκαιο σε πλείονες περιπτώσεις κατά την εκτίμηση του συμβατού χαρακτήρα του μέτρου 6 με την εσωτερική αγορά και σε πλείονες περιπτώσεις έλλειψη αιτιολογίας της ιδίας αποφάσεως και, με τον τέταρτο, πλάνη περί το δίκαιο σε πλείονες περιπτώσεις κατά την εκτίμηση περί υπολογισμού του ύψους των προς ανάκτηση ενισχύσεων για τα μέτρα 2, 4 και 6, καθώς και σε πλείονες περιπτώσεις έλλειψη αιτιολογίας της εν λόγω αποφάσεως.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο: Πρώτον, αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 1ης Φεβρουαρίου 2018, ΛΑΡΚΟ κατά Επιτροπής (T-423/14, EU:T:2018:57), κατά το μέτρο που, με την απόφαση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβλήθηκε με την πρωτοδίκως ασκηθείσα προσφυγή, καθόσον το εν λόγω σκέλος αφορά εγγύηση την οποία χορήγησε το 2008 το Ελληνικό Δημόσιο στη ΛΑΡΚΟ Γενική Μεταλλευτική και Μεταλλουργική ΑΕ για δάνειο ύψους 30 εκατομμυρίων ευρώ, το οποίο είχε χορηγήσει η Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος στην εταιρία αυτή. Δεύτερον, απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως κατά τα λοιπά. Και τρίτον, αναπέμπει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA