Δικαστήριο ΕΕ: Ο επιβάτης μπορεί να ασκήσει ακόμα και σε αυτή την περίπτωση αγωγή αποζημίωσης σε βάρος του αερομεταφορέα ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου αναχώρησης
Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 26-03-2020 απόφασή του, το Πρώτο Τμήμα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφαίνεται ότι, ένας επιβάτης ο οποίος πραγματοποίησε κράτηση της πτήσης του/της μέσω ταξιδιωτικού πρακτορείου μπορεί να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης σε περίπτωση μεγάλης καθυστέρησης της πτήσης δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 261/2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζηµίωσης των επιβατών αεροπορικών µεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και µαταίωσης ή µεγάλης καθυστέρησης της πτήσης, σε βάρος του αερομεταφορέα ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου αναχώρησης της πτήσης.
Επιπλέον, σύμφωνα με το ΔΕΕ, παρά τη μη σύναψη σύμβασης μεταξύ του εν λόγω επιβάτη και του αερομεταφορέα, τέτοια αγωγή εμπίπτει στην έννοια των «διαφορών εκ συμβάσεων» στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, με συνέπεια να μπορεί να ασκηθεί ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου παροχής της υπηρεσίας του αερομεταφορέα.
Ιστορικό της υπόθεσης
Η L. Králová, κάτοικος Πράγας, συνήψε με το γραφείο ταξιδίων FIRO-tour a.s. σύμβαση οργανωμένου ταξιδίου περιλαμβάνουσα, αφενός, την αεροπορική μεταφορά μεταξύ Πράγας και Keflavík, την οποία παρείχε η Primera, και, αφετέρου, διαμονή στην Ισλανδία.
Η πτήση της 25ης Απριλίου 2013 από την Πράγα για το Keflavík, για την οποία η L. Králová είχε επιβεβαιωμένη κράτηση, καθυστέρησε περισσότερες από τέσσερις ώρες. Για τον λόγο αυτό, η L. Králová άσκησε ενώπιον του Obvodní soud pro Prahu 8 (πρωτοδικείου Πράγας αριθ. 8, Τσεχική Δημοκρατία) αγωγή αποζημίωσης κατά της Primera για το ποσό των 400 ευρώ, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, και του άρθρου 7 του κανονισμού (ΕΚ) 261/2004, για τη θέσπιση κοινών κανόνων αποζηµίωσης των επιβατών αεροπορικών µεταφορών και παροχής βοήθειας σε αυτούς σε περίπτωση άρνησης επιβίβασης και µαταίωσης ή µεγάλης καθυστέρησης της πτήσης.
Με διάταξη της 1ης Απριλίου 2014, το Obvodní soud pro Prahu 8 έκρινε ότι δεν είχε διεθνή δικαιοδοσία να εκδικάσει την εν λόγω αγωγή για τον λόγο ότι ο κανονισμός (ΕΚ) 44/2001, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, δεν είχε εφαρμογή στο Βασίλειο της Δανίας, κράτος μέλος στο οποίο εδρεύει η Primera. Το ως άνω δικαστήριο προσέθεσε ότι δεν του παρείχε διεθνή δικαιοδοσία ούτε το κεφάλαιο II, τμήμα 4, του ως άνω κανονισμού, δεδομένου ότι η L. Králová δεν είχε συνάψει τη σύμβαση μεταφοράς με την Primera αλλά με το γραφείο ταξιδίων FIRO-tour. Ακόμη και αν έπρεπε να διαπιστωθεί ότι υπάρχει σύμβαση μεταξύ των διαδίκων, εν πάση περιπτώσει δεν θα επρόκειτο για σύμβαση συνδυάζουσα ταξίδι και κατάλυμα, όπως απαιτεί το άρθρο 15, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού.
Η L. Králová άσκησε έφεση κατά της διατάξεως αυτής ενώπιον του Městský soud v Praze (περιφερειακού δικαστηρίου Πράγας, Τσεχική Δημοκρατία), το οποίο την απέρριψε με διάταξη της 4ης Αυγούστου 2014. Το δευτεροβάθμιο αυτό δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 εφαρμοζόταν στο Βασίλειο της Δανίας από 1ης Ιουλίου 2007, πλην όμως δεν θεμελιωνόταν βάσει του κανονισμού αυτού δικαιοδοσία των τσεχικών δικαστηρίων στην υπόθεση της κύριας δίκης.
Κατόπιν αναιρέσεως που άσκησε η L. Králová ενώπιον του Nejvyšší soud (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Τσεχική Δημοκρατία), το δικαστήριο αυτό, με απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2015, αναίρεσε τις διατάξεις του Obvodní soud pro Prahu 8 και του Městský soud v Praze (περιφερειακού δικαστηρίου Πράγας) και ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Obvodní soud pro Prahu 8, κρίνοντας ότι το δικαστήριο αυτό έπρεπε να εξετάσει την παθητική νομιμοποίηση της Primera υπό το πρίσμα του άρθρου 5, σημείο 1, και των άρθρων 15 και 16 του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001.
Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι από τον ως άνω κανονισμό δεν μπορεί να συναγάγει ευθύς εξαρχής κατά πόσον, στις σχέσεις μεταξύ αερομεταφορέα και καταναλωτή, σε περίπτωση που η αεροπορική μεταφορά διατίθεται ως στοιχείο οργανωμένου ταξιδίου, δικαιοδοσία έχουν τα δικαστήρια του τόπου εκπληρώσεως της συμβατικής παροχής, κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού, ή τα δικαστήρια του τόπου κατοικίας του καταναλωτή, κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού.
Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο έχει αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον νομιμοποιείται παθητικώς, όσον αφορά αγωγή με αίτημα την ικανοποίηση απαιτήσεων βασιζόμενων στον κανονισμό (ΕΚ) 261/2004, η Primera, η οποία όφειλε να συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις που προβλέπονταν από τον κανονισμό αυτό, καθώς και ως προς τη διάρθρωση μεταξύ της ευθύνης που απορρέει από τον εν λόγω κανονισμό και της ευθύνης που απορρέει από την οδηγία 90/314/ΕΟΚ, για τα οργανωμένα ταξίδια και τις οργανωμένες διακοπές και περιηγήσεις.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Obvodní soud pro Prahu 8 (πρωτοδικείο Πράγας αριθ. 8) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα: Πρώτον, υφίστατο μεταξύ της ενάγουσας και της εναγομένης συμβατική σχέση κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001, μολονότι δεν είχε συναφθεί σύμβαση μεταξύ της ενάγουσας και της εναγομένης και η πτήση αποτελούσε μέρος δέσμης υπηρεσιών παρεχόμενων βάσει συμβάσεως μεταξύ της ενάγουσας και τρίτου (γραφείου ταξιδίων); Δεύτερον, μπορεί η σχέση αυτή να χαρακτηριστεί ως σύμβαση με καταναλωτή κατά την έννοια των άρθρων 15 έως 17 του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001; Και τρίτον, έχει η εναγομένη παθητική νομιμοποίηση όσον αφορά αγωγή με αίτημα την ικανοποίηση απαιτήσεων βασισμένων στον κανονισμό (ΕΚ) 261/2004;
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο επισημαίνει, καταρχάς, ότι η έννοια του «πραγματικού αερομεταφορέα» που υπόκειται στις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον κανονισμό (ΕΚ) 261/2004 περιλαμβάνει όχι μόνο τον αερομεταφορέα που πραγματοποιεί ή που προτίθεται να πραγματοποιήσει μία πτήση δυνάμει σύμβασης με ένα επιβάτη, αλλά ακόμα και τον αερομεταφορέα που πραγματοποιεί ή που προτίθεται να πραγματοποιήσει πτήση για λογαριασμό τρίτου ο οποίος έχει συνάψει σύμβαση με τον εν λόγω επιβάτη.
Συνεπώς, σε μία κατάσταση όπως αυτή στην υπόθεση εν προκειμένω, όπου ο αερομεταφορέας εκτέλεσε την πτήση για λογαριασμό πρακτορείου οργανωμένων ταξιδίων το οποίο είχε συνάψει σύμβαση με ένα επιβάτη, ο τελευταίος, όταν η πτήση του/της έχει μεγάλη καθυστέρηση, μπορεί να ασκήσει αγωγή σε βάρος του αερομεταφορέα δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 261/2004, ακόμα και αν δεν έχει συναφθεί σύμβαση μεταξύ του επιβάτη και του αερομεταφορέα.
Στη συνέχεια, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι μολονότι η σύναψη της σύμβασης δεν είναι αναγκαία για την εφαρμογή των ειδικών διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 που αφορούν τις «διαφορές εκ συμβάσεως», η επίκληση των εν λόγω διατάξεων προϋποθέτει την ύπαρξη μίας ηθελημένης δέσμευσης μεταξύ των μερών.
Συναφώς, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι ένας πραγματικός αερομεταφορέας ο οποίος, όπως στην περίπτωση της Primera Air Scandinavia, δεν συνήψε σύμβαση με τον επιβάτη αλλά ευθύνεται έναντι αυτού για λογαριασμό ενός πρακτορείου οργανωμένων ταξιδίων αναφορικά με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον κανονισμό (ΕΚ) 261/2004 θα πρέπει να θεωρηθεί ότι εκπληρώνει τις ελεύθερα ανειλημμένες υποχρεώσεις του εν λόγω πρακτορείου. Σε αυτό το πλαίσιο, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι αυτές οι υποχρεώσεις ανακύπτουν δυνάμει της σύμβασης ταξιδιωτικού πακέτου που συνήψε ο επιβάτης με το επίμαχο πρακτορείο.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι αγωγή αποζημίωσης για μεγάλη καθυστέρηση πτήσης που ασκείται από επιβάτη κατά του πραγματικού αερομεταφορέα, με τον οποίον ο επιβάτης αυτός δεν έχει συνάψει σύμβαση, πρέπει να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στην έννοια των «διαφορών εκ συμβάσεως».
Κατά συνέπεια, σε μία τέτοια κατάσταση, ο επιβάτης μπορεί να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης σε βάρος του αερομεταφορέα ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου της αναχώρησης, σύμφωνα με τη νομολογία.
Γίνεται υπόμνηση ότι η προδικαστική παραπομπή παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, να υποβάλουν στο Δικαστήριο ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, κατά τον ίδιο τρόπο, τα άλλα εθνικά δικαστήρια που επιλαμβάνονται παρόμοιου προβλήματος.
Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA