ΑΠ 1272/2019 (ποιν): Συκοφαντική δυσφήμιση ανώνυμης εταιρείας-Τα δικαστικά πρόσωπα (εισαγγελείς, γραμματείς και υπάλληλοι δικαστηρίων) που λαμβάνουν υποχρεωτικά γνώση του δυσφημιστικού γεγονότος κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ιδίως όταν καλούνται να αποφανθούν σχετικά με αυτό το ίδιο το δυσφημιστικό γεγονός, δεν είναι εξ αυτού και μόνο του λόγου τρίτοι, ούτε εξ αυτού και μόνο μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη η προσφορότητα του γεγονότος για προσβολή της εμπιστοσύνης του κοινού στην εταιρεία. Διότι τα δικαστικά πρόσωπα διατυπώνουν μόνο τη δικαστική τους κρίση, αποστασιοποιημένα από τις συγκεκριμένες προσωπικότητες – διαδίκους. «Από τις διατάξεις των παρ. 1 και 3 του άρθρου 364 Π.Κ. που αναφέρονται περιοριστικώς στην ανώνυμη εταιρεία, και προστατεύουν την οικονομική και επιχειρηματική οντότητα, τη φήμη και επαγγελματική πίστη του νομικού προσώπου της, προκύπτει ότι για την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της δυσφήμησης ανώνυμης εταιρείας, που είναι έγκλημα αφηρημένης διακινδυνεύσεως διάφορο της συκοφαντικής δυσφημήσεως του φυσικού προσώπου, απαιτείται, εκτός των άλλων, όπως το υπό του υπαιτίου, με οποιονδήποτε τρόπο, ενώπιον τρίτου, δια ισχυρισμού ή διαδόσεως ανακοινούμενο γεγονός, να αφορά είτε στις επιχειρήσεις ή στην οικονομική κατάσταση ή γενικά στις εργασίες της εταιρείας είτε στα πρόσωπα που τη διευθύνουν ή την διοικούν και περαιτέρω να είναι το γεγονός αυτό πρόσφορο να βλάψει την εμπιστοσύνη του κοινού στην εταιρεία και εν γένει στις επιχειρήσεις της, χωρίς να προσαπαιτείται και η επέλευση βλάβης αυτής. Ως γεγονός θεωρείται κάθε συγκεκριμένο συμβάν του εξωτερικού κόσμου, παρελθόν ή παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως καθώς και κάθε συμπεριφορά ή συγκεκριμένη σχέση που αναφέρεται στο παρελθόν ή το παρόν και υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Ως ισχυρισμός, ο οποίος επιβάλλεται να γίνεται ενώπιον τρίτου, θεωρείται η ανακοίνωση που προέρχεται ή από ίδια πεποίθηση ή από μετάδοση από τρίτο πρόσωπο. Για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως της ανώνυμης εταιρείας απαιτείται δόλος άμεσος, ο οποίος συνίσταται στην ηθελημένη ενέργεια του ισχυρισμού ή της διαδόσεως ενώπιον τρίτου του ως άνω γεγονότος και στη γνώση ότι τούτο είναι ψευδές και μπορεί να βλάψει την εμπιστοσύνη του κοινού στην εταιρεία και γενικά στις επιχειρήσεις της. Για τη θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης ανώνυμης εταιρείας ως προς τα αντικειμενικά του στοιχεία, θα πρέπει η διάδοση ή ο ισχυρισμός του γεγονότος αφενός να επισυμβεί ενώπιον τρίτου προσώπου, αφετέρου να είναι πρόσφορος να βλάψει την εμπιστοσύνη του κοινού στην εταιρεία και τις επιχειρήσεις της. Οι δύο αυτές προϋποθέσεις (”τρίτος” και ”δυνατότητα βλάβης της εμπιστοσύνης του κοινού στην εταιρεία και τις επιχειρήσεις της”) μπορεί να συνδέονται υπό την έννοια ότι ένα γεγονός, που αντικειμενικά μπορεί να βλάψει την εμπιστοσύνη του κοινού στο νομικό πρόσωπο, να μην είναι δυνατόν να προκαλέσει τη βλαπτική του ενέργεια όταν ανακοινώνεται ενώπιον προσώπων που έχουν κάποια συγκεκριμένη ιδιότητα ή όταν η ανακοίνωση γίνεται υπό ορισμένες περιστάσεις. Η προσφορότητα κρίνεται από τις συγκεκριμένες περιστάσεις, τον τόπο, χρόνο, το είδος του γεγονότος, από τον τρίτο ενώπιον του οποίου διαδίδεται το γεγονός. Έτσι τα δικαστικά πρόσωπα (εισαγγελείς, γραμματείς και υπάλληλοι δικαστηρίων) που λαμβάνουν υποχρεωτικά γνώση του δυσφημιστικού γεγονότος κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ιδίως όταν καλούνται να αποφανθούν σχετικά με αυτό το ίδιο το δυσφημιστικό γεγονός, δεν είναι εξ αυτού και μόνο του λόγου τρίτοι, ούτε εξ αυτού και μόνο μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη η προσφορότητα του γεγονότος για προσβολή της εμπιστοσύνης του κοινού στην εταιρεία. Διότι τα δικαστικά πρόσωπα διατυπώνουν μόνο τη δικαστική τους κρίση, αποστασιοποιημένα από τις συγκεκριμένες προσωπικότητες – διαδίκους, εφαρμόζοντας τους δικονομικούς κανόνες και η διατύπωση της κρίσης τους είναι αποτέλεσμα της αξιολόγησης του αποδεικτικού υλικού κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ως επιφορτισμένων οργάνων της πολιτείας, ενεργούντων στο όνομα του ελληνικού λαού και δεν επηρεάζονται από προσωπικές κρίσεις ή εκτιμήσεις για την υφιστάμενη κατάσταση του νομικού προσώπου. Άλλωστε, για τα πρόσωπα αυτά δεν προκύπτει ότι λαμβάνουν γνώση του περιεχομένου των συγκεκριμένων δικογράφων παρά μόνο των στοιχείων που είναι αναγκαία για τον ορθό δικονομικά χειρισμό της υπόθεσης και οδηγούν στην εκπλήρωση των υπηρεσιακών καθηκόντων τους… Από τα περιστατικά που έγιναν δεκτά, προκύπτει αντίφαση στην απόφαση ως προς τη συνδρομή του αντικειμενικού στοιχείου του τρίτου (προσώπου) ενώπιον του οποίου οι αναιρεσείοντες που καταδικάστηκαν από κοινού, ισχυρίστηκαν εγγράφως ορισμένα ψευδή γεγονότα, βλαπτικά για την εγκαλούσα ανώνυμη εταιρεία διότι, ενώ στο σκεπτικό γίνεται δεκτό ότι οι κατηγορούμενοι κατέθεσαν την ψευδή αναφορά τους στον Εισαγγελέα και παράλληλα διέδωσαν το περιεχόμενο της σε εργαζόμενους των μεταφορικών και άλλων εταιρειών, καθώς και σε πελάτες της εγκαλούσας εταιρείας, στο διατακτικό γίνεται δεκτό ότι έλαβαν γνώση του ψευδούς περιεχομένου της αναφοράς τα εκτιθέμενα δικαστικά πρόσωπα που, άλλωστε, δεν διαθέτουν την απαιτούμενη ιδιότητα του τρίτου, καθώς και άλλοι (αορίστως), οι οποίοι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι τα ίδια πρόσωπα που εκτίθενται στο σκεπτικό και συνιστούν τρίτους (εργαζόμενοι, πελάτες), επειδή ουδόλως προσδιορίζονται. Μετά την ασάφεια αυτή ως προς την ύπαρξη του απαραίτητου αντικειμενικού στοιχείου του αδικήματος στην απόφαση, καθίσταται, εντεύθεν, ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ως εκ τούτου, πρέπει, να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο λόγος της αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του Κ.Π.Δ., παρελκούσης της έρευνας των λοιπών αιτιάσεων των αναιρεσειόντων πάνω στον ίδιο λόγο, καθώς και του άλλου λόγου της αναίρεσης, στηριζομένου στο άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε’ του ΚΠΔ και αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, παραπεμφθεί δε η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου είναι δυνατή η σύνδεση από άλλους δικαστές εκτός εκείνων που έχουν δικάσει προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ)».(areiospagos.gr) Δείτε ολόκληρη την απόφαση εδώ