ΑΠΟΦΑΣΗ
Asady κ.α. κατά Σλοβακίας της 24.03.2020 (αρ. προσφ. 24917/15)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Συλλογική απέλαση αλλοδαπών. Εξέταση από τις αρχές εξατομικευμένα της κάθε περίπτωσης. Μη παραβίαση της ΕΣΔΑ.
Απέλαση Αφγανών στην Ουκρανία από την αστυνομία της Σλοβακίας. Το Στρασβούργο εξέτασε μόνο 7 από τις 19 σχετικές προσφυγές. Διαπίστωσε ειδικότερα ότι παρά τη σύντομη διάρκεια των συνεντεύξεων των προσφευγόντων στο αστυνομικό τμήμα, τους είχε δοθεί η δυνατότητα να αναπτύξουν τα επιχειρήματά τους για να αποφύγουν την απέλαση και να ασκήσουν το δικαίωμά τους να παραμείνουν στη Σλοβακία. Ταυτόχρονα, δεν προέβαλαν επιχειρήματα για να διαψεύσουν τις δηλώσεις τους ότι δεν είχαν υποστεί διώξεις στο Αφγανιστάν ή ότι αντιμετώπιζαν τη θανατική ποινή εκεί. Επομένως, η απέλασή τους δεν είχε πραγματοποιηθεί χωρίς την αξιολόγηση των προσωπικών τους περιστάσεων.
Μη παραβίαση του άρθρου 4 του 4ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (απαγόρευση συλλογικής απέλασης αλλοδαπών).
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 4 του 4ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες είναι 19 Αφγανοί υπήκοοι που γεννήθηκαν σε διάφορες ημερομηνίες μεταξύ 1980 και 1999.
Τον Νοέμβριο του 2014, η σλοβακική συνοριακή αστυνομία εντόπισε τους προσφεύγοντες κρυμμένους σε φορτηγό κοντά στα σύνορα με την Ουκρανία. 32 άτομα, συμπεριλαμβανομένων των προσφευγόντων μεταφέρθηκαν στη συνέχεια στο συνοριακό αστυνομικό τμήμα στο Petrovce για να διαπιστωθεί η ταυτότητά τους.
Στη συνέχεια, η αστυνομία εξέδωσε αποφάσεις σχετικά με τη διοικητική απέλαση κάθε προσφεύγοντος με τριετή απαγόρευση επανεισόδου. Απεστάλησαν στην Ουκρανία αργά το βράδυ της ίδιας ημέρας στην οποία είχαν συλληφθεί και τοποθετήθηκαν υπό προσωρινή κράτηση στην πόλη Chop.
Δώδεκα άτομα που συλλήφθηκαν ταυτόχρονα με τους προσφεύγοντες έκαναν αίτηση για άσυλο και μεταφέρθηκαν σε κέντρο υποδοχής αιτούντων ασύλου.
Οι τέσσερις πρώτοι προσφεύγοντες προσέφυγαν κατά των αποφάσεων διοικητικής απέλασης της Σλοβακίας, οι οποίες επικαλούνται παραβιάσεις του άρθρου 13 (δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής) της ΕΣΔΑ, σε συνδυασμό με το άρθρο 3 (απαγόρευση απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης) και του άρθρου 4 του 4ου Πρωτοκόλλου (απαγόρευση της συλλογικής απέλασης αλλοδαπών) της Σύμβασης. Οι εφέσεις τους απορρίφθηκαν τον Ιανουάριο του 2015.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο αποφάσισε αρχικά κατά πλειοψηφία να διαγράψει από τη λίστα την υπόθεση όσον αφορά τους 12 από τους προσφεύγοντες και, ομόφωνα, να μην διαγράψει από τον κατάλογο του την υπόθεση που αφορά τους προσφεύγοντες με αρ. 4 έως 8, και των προσφευγόντων με αρ. 10 και 12. Οι εν λόγω προσφεύγοντες είχαν παράσχει επαρκείς πληροφορίες για να αποδείξουν ότι εξακολουθούν να επιθυμούν να συνεχιστεί η διαδικασία, συμπεριλαμβανομένης των επικοινωνιών τους μέσω Facebook με το νόμιμο εκπρόσωπό τους.
Άρθρο 4 του 4ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η απομάκρυνση των προσφευγόντων ανέρχονταν σε απέλαση σύμφωνα με την έννοια της Σύμβασης. Το ερώτημα ήταν αν είχε συλλογικό χαρακτήρα. Επομένως, έπρεπε να καθορίσει αν τους δόθηκε η δυνατότητα να υποβάλουν τα επιχειρήματά τους κατά της απέλασης και αν η προσωπική τους κατάσταση είχε ληφθεί πραγματικά και ατομικά υπόψη.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι διάδικοι διαφώνησαν ως προς το αν είχαν διεξαχθεί οι δέουσες συνεντεύξεις ή αν οι προσφεύγοντες είχαν δηλώσει ότι προτίθενται να ζητήσουν άσυλο. Σύμφωνα με τα επίσημα πρακτικά, οι συνεντεύξεις των προσφευγόντων διήρκεσαν 10 λεπτά η καθεμία και είχαν διεξαχθεί από δύο αστυνομικούς με την παρουσία διερμηνέα. Μερικές από τις συνεντεύξεις συνέπιπταν την ίδια ώρα αλλά αυτό δεν αρκούσε από μόνο του για να διαπιστωθεί ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν εξεταστεί ατομικά. Σε κάθε περίπτωση, η Σύμβαση δεν εξασφάλιζε το δικαίωμα συνέντευξης σε ένα άτομο. Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι αυτό που είχε σημασία ήταν το κατά πόσον οι προσφεύγοντες είχαν τη δυνατότητα να παρουσιάσουν τα επιχειρήματά τους κατά της απόφασης απέλασης με αποτελεσματικό τρόπο.
Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι οι προσφεύγοντες είχαν δεχθεί τυποποιημένες ερωτήσεις και είχαν δώσει παρόμοιες απαντήσεις, αν και αυτό οφείλεται πιθανότατα στην ομοιότητα των εμπειριών τους. Ωστόσο, τα χρηματικά ποσά που αναφέρθηκαν ως δικά τους ήταν διαφορετικά, γεγονός που υπονοούσε την ύπαρξη εξατομικευμένης προσέγγισης. Επιπλέον, η σύντομη διάρκεια των συνεντεύξεων θα μπορούσε να οφείλεται στο γεγονός ότι δεν είχαν ισχυριστεί κάποιο στοιχείο που να απαιτούσε μια πιο εμπεριστατωμένη εξέταση.
Επιπλέον, οι προσφεύγοντες δεν προέβαλαν επιχειρήματα για να διαψεύσουν τις δηλώσεις τους, όπως είχαν καταχωριστεί στις συνεντεύξεις, ότι δεν είχαν υποστεί διώξεις στο Αφγανιστάν ή ότι αντιμετώπιζαν τη θανατική ποινή εκεί. Μάλλον είχαν εγκαταλείψει τη χώρα για οικονομικούς λόγους και επιθυμούσαν να ταξιδέψουν στη Γερμανία χωρίς να ζητήσουν άσυλο στη Σλοβακία.
Το Δικαστήριο δεν διέθετε καμία απόδειξη ότι τα αντίγραφα των συνεντεύξεων δεν αποτελούσαν πραγματικά αρχεία, ή ότι μεταφράστηκαν λάθος ή ότι οι αιτήσεις ασύλου από τους προσφεύγοντες είχαν αγνοηθεί. Έπρεπε να σημειωθεί ότι δεν είχαν αναφερθεί προσωπικοί λόγοι για την υποστήριξη των αιτήσεων ασύλου στις συνομιλίες τους με τον ουκρανό δικηγόρο τους ή στις εφέσεις τους κατά των αποφάσεων απέλασης.
Επιπλέον, ήταν σημαντικό ότι 12 άτομα τα οποία κρατούνταν την ίδια στιγμή με τους προσφεύγοντες στην Σλοβακία είχαν εκφράσει την επιθυμία να ζητήσουν άσυλο και δεν είχαν απελαθεί στην Ουκρανία.
Τέλος, οι προσφεύγοντες δεν αμφισβήτησαν το γεγονός ότι ένας ασκούμενος διερμηνέας ήταν παρών στο αστυνομικό τμήμα τουλάχιστον κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων τους. Το Δικαστήριο επίσης δεν αμφέβαλε ότι, όπως επιβεβαιώθηκε από τα έγγραφα που υπέγραψαν αυτοί και ο διερμηνέας, είχαν ενημερωθεί για το δικαίωμά τους στη νομική συνδρομή και στο δικαίωμα να σχολιάσουν επί της δικογραφίας και να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία.
Συμπερασματικά, το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε ότι οι προσφεύγοντες στερήθηκαν τη δυνατότητα να επιστήσουν τη προσοχή των εθνικών αρχών σε οποιαδήποτε συνθήκη θα μπορούσε να επηρεάσει το καθεστώς τους και το δικαιωμά τους να παραμείνουν στη Σλοβακία ή ότι η απέλασή τους στην Ουκρανία είχε πραγματοποιηθεί χωρίς καμία εξέταση της ατομικής κατάστασής τους.
Το Δικαστήριο έκρινε με πλειοψηφία ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 4 του 4ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
Λοιπά άρθρα
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν είχε πεισθεί ότι η απέλαση των προσφευγόντων ήταν συλλογική.
Επίσης, δεν υπέβαλαν χωριστές καταγγελίες βάσει του άρθρου 2 (δικαίωμα στη ζωή) ή του άρθρου 3 (απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης). Έτσι, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν εύλογο λόγο να προσφύγουν σύμφωνα με το άρθρο 13. Κατά συνέπεια, πλειοψηφικά απέρριψε ως προδήλως αβάσιμη την καταγγελία και ως εκ τούτου κρίθηκε απαράδεκτη.
Μειοψηφούσες απόψεις
Ο δικαστής Keller εξέφρασε μειοψηφική γνώμη. Οι δικαστές Lemmens, Keller και Schembri Orlanda εξέφρασαν κοινή μειοψηφική γνώμη.