ΑΠΟΦΑΣΗ
Marius Alexandru και Marinela Ştefan κατά Ρουμανίας της 24.03.2020 (αριθ. προσφ. 78643/11)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Δικαίωμα στη ζωή και ευθύνη του κράτους.
Οι προσφεύγοντες επέβαιναν στο αυτοκίνητο τους το οποίο κινούταν στην εθνική οδό, όταν ένα δέντρο έπεσε στο όχημα τους. Τραυματίστηκαν σοβαρά, ενώ οι γονείς τους και ο αδερφός της προσφεύγουσας απεβίωσαν.
Το Στρασβούργο επαναλαμβάνει ότι, το κράτος, σε περίπτωση θανάτου, πρέπει να διασφαλίζει ένα αποτελεσματικό νομικό σύστημα και μια ανεξάρτητη οργάνωση που επιτρέπει την έγκαιρη έρευνα των γεγονότων, την ανακάλυψη των υπευθύνων και την επαρκή αποζημίωση των θυμάτων και να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της ζωής των ατόμων που υπάγονται στη δικαιοδοσία του.
Στην υπό κρίση περίπτωση το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παρατυπίες στην έρευνα γατί οι δικαστικές αρχές δεν επιδίωξαν να προσδιορίσουν επακριβώς τον ρόλο και την ευθύνη των αρχών και των εργαζομένων σε αυτές στο εν λόγω ατύχημα, ούτε εντόπισαν τα πραγματικά στοιχεία. Δεδομένου ότι η διαδικασία διήρκησε υπερβολικά μακρύ χρονικό διάστημα περί τα 8,5 χρόνια χωρίς αποτέλεσμα, το δικαστήριο έκρινε ομόφωνα ότι υπήρχε παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του δικαιώματος στη ζωή (άρθρο 2).
Όσον αφορά την υποχρέωση του κράτους για την προστασία των πολιτών το Δικαστήριο έκρινε ότι το Ρουμανικό κράτος είχε λάβει όλα τα κατάλληλα μέτρα για την διατήρηση της ασφάλειας στις εθνικές οδούς, και έκρινε με ψήφους 6 έναντι μίας ότι δεν υπήρχε παραβίαση του άρθρου 2 στο ουσιαστικό του σκέλος.
Τέλος έκρινε απαράδεκτη την καταγγελία του άρθρου 6§1 λόγω μη εξάντλησης των εγχώριων ένδικων μέσων.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 2
Άρθρο 6§1
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες Alexandru και Marinela Ştefan, είναι Ρουμάνοι υπήκοοι που γεννήθηκαν το 1983 και 1985 αντιστοίχως. Είναι παντρεμένοι και ζουν στο Βουκουρέστι.
Οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν για την αποτυχία του κράτους να προστατεύσει τη ζωή τους και εκείνες των συγγενών τους μετά την πτώση ενός ξεριζωμένου δέντρου στο αυτοκίνητό τους τον Αύγουστο του 2007. Οι προσφεύγοντες οι οποίοι επέβαιναν και οι δύο στο αυτοκίνητο, υπέστησαν πολλαπλούς τραυματισμούς, οι γονείς τους δε και ο νεαρός αδελφός της προσφεύγουσας απεβίωσαν.
Οι προσφεύγοντες στηρίχθηκαν ιδίως στο άρθρο 2 (δικαίωμα στη ζωή). Επιπλέον, κατήγγειλαν την έλλειψη αποτελεσματικής έρευνας για τον εντοπισμό και την τιμωρία των υπευθύνων για το ατύχημα καθώς και για την διάρκεια της διαδικασίας.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι, στο πλαίσιο της θετικής υποχρέωσής του να προστατεύει το δικαίωμα στη ζωή, το κράτος, σε περίπτωση θανάτου ή σωματικής βλάβης που ενδέχεται δυνητικά να αποβεί θανατηφόρα, πρέπει να διασφαλίζει ένα αποτελεσματικό νομικό σύστημα και μια ανεξάρτητη οργάνωση που επιτρέπει την έγκαιρη έρευνα των γεγονότων, την κράτηση των υπευθύνων και την επαρκή αποζημίωση των θυμάτων.
Εφαρμογή των αρχών αυτών στην παρούσα υπόθεση.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι είχε ξεκινήσει ποινική έρευνα την ημέρα του ατυχήματος από την Τροχαία. Απομένει να εξεταστεί η αποτελεσματικότητά της.
Σχετικά με αυτό το θέμα, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η εν λόγω έρευνα είχε στιγματιστεί από παρατυπίες εξαρχής. Πράγματι, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι οι αρχές απέτυχαν στην υποχρέωσή τους να συλλέξουν ουσιώδη αποδεικτικά στοιχεία – στην περίπτωση του εκριζωμένου δένδρου – ή να τα διατηρήσουν – στην περίπτωση των δειγμάτων που λαμβάνονται από τον κορμό και τις ρίζες του δέντρου.
Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι αυτό είχε σημαντικές συνέπειες στην αποτελεσματικότητα της έρευνας, δεδομένου ότι ένας πρώτος εμπειρογνώμονας στον τομέα της δασοκομίας θεώρησε ότι δεν ήταν πλέον δυνατό να πραγματοποιηθεί τεχνική πραγματογνωμοσύνη στην υπόθεση και ότι ένας δεύτερος δεν μπόρεσε να αντλήσει επίσημα συμπεράσματα σχετικά με τον ξεριζωμό του δέντρου. Αυτή η αδυναμία στη συλλογή και διατήρηση βασικών αποδεικτικών στοιχείων απέτρεψε επίσης την ποινική δίωξη να αποδείξει τα αίτια του ξεριζωμού του δέντρου και την ύπαρξη οποιασδήποτε αμέλειας εκ μέρους των αρχών κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων τους.
Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι κατά τη διάρκεια της ποινικής έρευνας οι δικαστικές αρχές δεν επιδίωξαν να προσδιορίσουν επακριβώς τον ρόλο που διαδραματίζουν οι διάφορες δημόσιες αρχές και οι εργαζόμενοι που αναφέρουν σε καθεμία από τις εν λόγω αρχές την οδική ασφάλεια, διατηρώντας έτσι γκρίζες περιοχές. Στη συνέχεια, οι δικαστικές αρχές διαπίστωσαν ότι η περαιτέρω έρευνα δεν κατόρθωσε να εντοπίσει νέα πραγματικά στοιχεία και ότι από τη δικογραφία δεν προέκυψε ότι στην προκειμένη περίπτωση παραβιάστηκαν οι προδιαγραφές οδικής ασφάλειας. Κατά συνέπεια, κατέληξαν σε τυχαίο ξεριζωμό του δένδρου, που δεν μπορούσε να προβλεφθεί.
Τέλος, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η έρευνα δεν ολοκληρώθηκε πριν από 8,5 χρόνια μετά το τραγικό ατύχημα στην προκειμένη περίπτωση, αν και η υπόθεση δεν ήταν ιδιαίτερα περίπλοκη. Θεωρεί ότι η εν λόγω περίοδος είναι παράλογη και ότι η περίοδος αυτή οφείλεται στις αρχές που δεν έλαβαν τα αναγκαία μέτρα ή στην έναρξη της έρευνας. Παρατηρεί επίσης ότι οι προσφεύγοντες επέστησαν την προσοχή των αρχών, σε αρκετές περιπτώσεις, αλλά μάταια, κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας.
Το Δικαστήριο κρίνει ότι, υπό τις ιδιαιτέρως συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσης, θα ήταν υπερβολικό να ζητηθεί από τους προσφεύγοντες να ασκήσουν νέα προσφυγή προκειμένου να επιτύχουν τον καθορισμό της ενδεχόμενης ευθύνης των εμπλεκόμενων δημόσιων φορέων και των εργαζομένων τους στο ατύχημα. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το ρουμανικό δικαστικό σύστημα, όπως εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, κατέστησε δυνατή την απόδοση ρόλου και της πλήρους ευθύνης των αντιπροσώπων ή των αρχών του κράτους στο επίμαχο ατύχημα.
Ως εκ τούτου, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 2 της Σύμβασης όσον αφορά το διαδικαστικό του σκέλος.
Όσον αφορά τα θετικά μέτρα που αποσκοπούν στην προστασία της ζωής κατά την έννοια του άρθρου 2 της Σύμβασης: η ουσία της διάταξης αυτής
- i) Γενικές αρχές
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η πρώτη φράση του άρθρου 2, η οποία αποτελεί μία από τις ουσιώδεις διατάξεις της Σύμβασης και κατοχυρώνει μία από τις θεμελιώδεις αξίες των δημοκρατικών κοινωνιών που αποτελούν το Συμβούλιο της Ευρώπης, υποχρεώνει το κράτος όχι μόνο να αποφύγει να προκαλέσει θάνατο «εκ προθέσεως», αλλά και να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της ζωής των ατόμων που υπάγονται στη δικαιοδοσία του.
Το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι οι παραπάνω θετικές υποχρεώσεις απαιτούν από τα κράτη να θεσπίσουν κανόνες που αποσκοπούν στην προστασία της ασφάλειας των ανθρώπων σε δημόσιους χώρους και στην εξασφάλιση της αποτελεσματικής λειτουργίας του εν λόγω κανονιστικού πλαισίου.
- ii) Εφαρμογή των αρχών αυτών στην παρούσα υπόθεση
Το Δικαστήριο παρατηρεί εξαρχής ότι οι προσφεύγοντες δεν καταδικάζουν την απουσία κανονιστικού πλαισίου για την ασφάλεια στον δημόσιο αυτοκινητόδρομο ή τη συστηματική αποτυχία της προστασίας των προσώπων στον δημόσιο αυτοκινητόδρομο λόγω της έλλειψης συντήρηση δέντρων. Απλώς επικρίνουν τις αρμόδιες εθνικές αρχές επειδή δεν έλαβαν τα κατάλληλα μέτρα για την πρόληψη του ατυχήματος.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι από τα έγγραφα της δικογραφίας προέκυπτε ότι, κατά τον χρόνο του ατυχήματος, υπήρχε σε εθνικό επίπεδο νομοθεσία σχετικά με την ασφάλεια των εθνικών οδών και, ειδικότερα, τη συντήρηση και την επιτήρηση των δέντρων που τις πλαισιώνουν. Το ρουμανικό κράτος έχει υιοθετήσει αρκετά πρότυπα, συμπεριλαμβανομένου του νόμου για τη δασοκομία, για την πρόληψη ατυχημάτων που προκαλούνται από οδικές φυτείες. Τα πρότυπα αυτά αφορούν την απογραφή, την παρακολούθηση ή τον τεμαχισμό των δένδρων, καθώς και τους διαφορετικούς τύπους επιθεωρήσεων, τη συχνότητά τους ή τους υπεύθυνους για τη διεξαγωγή τους.
Όταν, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, έχει διαπιστωθεί από τις εθνικές αρχές η ανάγκη λήψης μέτρων ασφαλείας για την πρόληψη δυνητικών κινδύνων για τη ζωή, τυχόν παράλειψη για τη διατήρηση της αποτελεσματικότητας αυτών των μέτρων θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο στενής εποπτεία από τα εθνικά δικαστήρια, ιδίως όταν προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι αυτές οι παραλείψεις είχαν ως αποτέλεσμα σοβαρό τραυματισμό ή θάνατο. Στην περίπτωση αυτή, το Δικαστήριο πρέπει να εξετάσει κατά πόσον οι υφιστάμενοι μηχανισμοί επέτρεψαν να διαφωτιστούν οι συνθήκες και οι αιτίες του ατυχήματος. Εντούτοις, το ζήτημα αυτό εμπίπτει στη διαδικαστική υποχρέωση του κράτους
Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν εντοπίστηκε καμία παράλειψη του κράτους να εκπληρώσει την υποχρέωσή του να προστατεύσει το δικαίωμα των προσφευγόντων στη ζωή.
Το Δικαστήριο έκρινε :
Με ψήφους έξι έναντι μίας μη παραβίαση του άρθρου 2 (δικαίωμα στη ζωή)
Ομόφωνα, παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 2 (έρευνα) – λόγω της αποτυχίας των ρουμανικών αρχών να διεξάγουν αποτελεσματική διερεύνηση των περιστάσεων του ατυχήματος τον Αύγουστο του 2007.
Όσον αφορά την παραβίαση του άρθρου 6 §1 έκρινε ότι η καταγγελία πρέπει να απορριφθεί για μη εξάντληση των εγχώριων ένδικων μέσων, σύμφωνα με το άρθρο 35 §§ 1 και 4 της Σύμβασης.
Δίκαιη ικανοποίηση: Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 20.000 ευρώ για την κα Ştefan και 5.000 ευρώ για τον κ. Ştefan ως ηθική βλάβη, και 1.734 ευρώ για τους προσφεύγοντες από κοινού (έξοδα και δαπάνες) (επιμέλεια echrcaselaw.com).