ΑΠΟΦΑΣΗ
Abiyev και Palko κατά Ρωσίας της 24.03.2020 (αριθ. 77681/14)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Κατεδάφιση εκ μέρους των κρατικών αρχών των περιουσιακών στοιχείων των προσφευγόντων και απαλλοτρίωση της γης τους με στόχο την ανασυγκρότηση της πόλης.
Μη τήρηση της νόμιμης διαδικασίας απαλλοτρίωσης. Απόρριψη της αγωγής αποζημίωσής τους από τα δικαστήρια και μη λήψη αποζημίωσης.
Σύμφωνα με το ΕΔΔΑ η «παρέμβαση» που έγκειται στην μη τήρηση εκ μέρους των αρχών της υποχρεωτικής διαδικασίας της απαλλοτρίωσης και στην μη καταβολή οποιασδήποτε αποζημίωσης, επέτρεψε στις αρχές να επωφεληθούν από την παράνομη συμπεριφορά τους. Το Στρασβούργο έκρινε ότι η de facto απαλλοτρίωση ήταν αυθαίρετη και ως εκ τούτου «παράνομη». Παραβίαση του δικαιώματος στην ιδιοκτησία (άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου).
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε 97.250 ευρώ ως αποζημίωση συν δίκαιη ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης 6.300 ευρώ.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 1 ΠΠΠ
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες Mayrbek Kharonovich Abiyev και Nadezhda Nikolayevna Palko, είναι Ρώσοι υπήκοοι οι οποίοι γεννήθηκαν το 1959 και το 1970 αντίστοιχα. Ζουν στο Argun (Δημοκρατία Τσετσενίας). Ο πρώτος απεβίωσε το 2016 και η δεύτερη επιθυμούσε να συνεχίσει τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου εξ ονόματός του.
Η υπόθεση αφορούσε την κατεδάφιση των περιουσιακών στοιχείων των προσφευγόντων και την απαλλοτρίωση της γης τους για την ανασυγκρότηση της πόλης του Argun, καθώς και την την άρνηση εκδίκασης της αγωγής αποζημίωσής τους από τα δικαστήρια.
Οι καταγγελίες αφορούσαν ειδικότερα το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία της ιδιοκτησίας).
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
Το Δικαστήριο σημειώνει ότι από τη στιγμή που οι προσφεύγοντες δεν έλαβαν αποζημίωση για την απαλλοτρίωση της περιουσίας τους, άσκησαν αγωγή αποζημίωσης κατά της Δημοκρατίας της Τσετσενίας.
Η αγωγή τους απορρίφθηκε κυρίως για τρεις λόγους : α) το Υπουργείο Οικονομικών και το δημαρχείο της «Argun» δεν είχε προχωρήσει στην κατεδάφιση των κτιρίων και στην «κατοχή της γης» και επομένως κρίθηκε ότι δεν νομιμοποιούντο παθητικά, β) οι προσφεύγοντες δεν είχαν προβεί σε καμία ενέργεια σε σχέση με παραβίαση της διαδικασίας απαλλοτρίωσης, και γ) δεν ισχυρίστηκαν ούτε απέδειξαν «παράνομες» πράξεις ή παραλείψεις των αρχών, υπό την έννοια του άρθρου 1069 του Αστικού Κώδικα.
Αναφορικά με τον πρώτο λόγο, το Στρασβούργο διαπίστωσε ότι οι προσφεύγοντες ποτέ δεν ισχυρίστηκαν ότι η παρέμβαση είχε λάβει χώρα από το Υπουργείο Οικονομικών. Αντ ‘αυτού, πίστευαν ότι ήταν η Δημοκρατία της Τσετσενίας εναγόμενη στη δίκη, εκπροσωπούμενη από το Υπουργείο Οικονομικών, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία. Παρόλα αυτά, τα πολιτικά δικαστήρια υιοθέτησαν μια φορμαλιστική προσέγγιση ότι κανείς δεν ήταν υπεύθυνος για την στέρηση της ιδιοκτησίας των προσφευγόντων.
Αναφορικά με τους δεύτερο και τρίτο λόγο, το Στρασβούργο διαπίστωσε ότι ήταν βάσιμα τα επιχειρήματα των προσφευγόντων σχετικά με την έλλειψη σεβασμού από τις αρχές της διαδικασίας για την «απαλλοτρίωση» αντίθετα με τις εκτιμήσεις των δικαστών του εθνικού Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Η διαδικασία για την «απαλλοτρίωση» περιλαμβάνει διάφορα βήματα και διασφαλίσεις έναντι της αυθαιρεσίας, όπως η γραπτή κοινοποίηση της απόφασης για την «απαλλοτρίωση» η ύπαρξη μίας συμφωνίας αποζημίωσης, και σε περίπτωση διαφωνίας του ιδιοκτήτη προβλέπεται το δικαίωμα της αρμόδιας δημόσιας αρχής να ασκήσει αγωγή για απαλλοτρίωση με την αντίστοιχη καταβολή αποζημίωσης.
Ωστόσο, η υποχρεωτική διαδικασία αγνοήθηκε, χωρίς να τους δοθεί εξήγηση και χωρίς να λάβουν αποζημίωση.
Σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, η μη τήρηση της υποχρεωτικής διαδικασίας και η έλλειψη οποιασδήποτε αποζημίωσης, θεμελίωσαν το παράνομο της παρέμβασης κατά την έννοια των άρθρων 16 και 1069 του Αστικού Κώδικα. Σημειώνοντας ότι οι προσφεύγοντες έθεσαν το θέμα αυτό ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και λαμβάνοντας υπόψη ότι η αγωγή αποζημίωσης ήταν ο κατάλληλος τρόπος για να διεκδικήσουν και να λάβουν αποζημίωση, το Δικαστήριο απέρριψε την «ένσταση» απαραδέκτου της Κυβέρνησης.
Τέλος, το Δικαστήριο σημειώνει ότι οι αρχές, παρόλα αυτά, υπέβαλαν στους προσφεύγοντες προσφορές μετεγκατάστασης, αλλά αυτές οι προσφορές έγιναν εκτός νομικού πλαισίου και εμφανίζονται μάλλον ως προσφορές ex gratia, και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η απόρριψή τους από τους προσφεύγοντες ισοδυναμεί με παραίτηση από το δικαίωμά τους για αποζημίωση. Θεωρεί επίσης ότι ο ισχυρισμός της κυβέρνησης ότι ο προσφεύγων έγινε ενοικιαστής του οικοπέδου το 2014 δεν έχει καμία σχέση με την παρούσα υπόθεση.
Εν όψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η «παρέμβαση» που έγκειται στη μη τήρηση εκ μέρους των αρχών της υποχρεωτικής διαδικασίας της απαλλοτρίωσης και στη μη καταβολή οποιασδήποτε αποζημίωσης, επέτρεψε στις αρχές να επωφεληθούν από παράνομη συμπεριφορά τους.
Αυτή η de facto απαλλοτρίωση ήταν αυθαίρετη και ως εκ τούτου «παράνομη» κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Ως εκ τούτου, υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος ιδιοκτησίας των προσφευγόντων (άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ).
Άρθρο 41
Δίκαιη ικανοποίηση: Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 97.250 ευρώ για αποζημίωση, 6.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.440 για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια: echrcaselaw.com).