Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν διατάξεις της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ σε τομείς εκτός του πεδίου εφαρμογής της, εφόσον μια τέτοια ερμηνεία από τα εθνικά δικαστήρια διασφαλίζει υψηλότερο επίπεδο προστασίας για τους καταναλωτές
Γεώργιος Π. Κανέλλος
Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) έκρινε ότι οι διατάξεις της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ [οδηγία σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές] δεν αντιτίθενται σε εθνική νομολογία, η οποία ερμηνεύει τη νομοθεσία για τη μεταφορά της οδηγίας αυτής στο εσωτερικό δίκαιο, κατά τρόπο ώστε οι κανόνες για την προστασία των καταναλωτών να έχουν εφαρμογή και σε σύμβαση συναφθείσα από υποκείμενο δικαίου, όπως η condominio (ένωση συνιδιοκτητών επί οροφοκτησίας) με επαγγελματία, παρότι ένα τέτοιο υποκείμενο δικαίου δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας.
Ειδικότερα, σύμφωνα με το ΔΕΕ, ενώ υποκείμενο δικαίου, όπως η condominio κατά το ιταλικό δίκαιο, δεν εμπίπτει στην έννοια του «καταναλωτή» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, τα κράτη μέλη δύνανται να εφαρμόζουν διατάξεις της οδηγίας αυτής σε τομείς μη εμπίπτοντες στο πεδίο εφαρμογής της, εφόσον μια τέτοια ερμηνεία από τα εθνικά δικαστήρια διασφαλίζει υψηλότερο επίπεδο προστασίας για τους καταναλωτές και δεν θίγει τις διατάξεις των Συνθηκών.
Ιστορικό της υπόθεσης
Στις 2 Απριλίου 2010, η condominio Meda, η οποία βρίσκεται στο Μιλάνο (Ιταλία) και εκπροσωπείται από τον διαχειριστή της, συνήψε με την Eurothermo σύμβαση παροχής θερμικής ενέργειας, η οποία περιέχει στο άρθρο 6.3 ρήτρα προβλέπουσα ότι, σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμών, ο οφειλέτης οφείλει να καταβάλει «τόκους υπερημερίας με επιτόκιο 9,25 % από την καταληκτική ημερομηνία της προθεσμίας εξόφλησης του υπολοίπου».
Στις 18 Απριλίου 2016, με βάση τα πρακτικά διαμεσολάβησης της 14ης Νοεμβρίου 2014, η Eurothermo επέδωσε διαταγή πληρωμής στην condominio Meda προκειμένου η εν λόγω ένωση να της καταβάλει ποσό 21.025,43 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε σε τόκους υπερημερίας λόγω καθυστέρησης στην καταβολή οφειλής απορρέουσας από τη σύμβαση αυτή, οι οποίοι υπολογίστηκαν επί του κεφαλαίου που κατέστη ληξιπρόθεσμο στις 17 Φεβρουαρίου 2016.
Η condominio Meda άσκησε ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου προβάλλοντας ότι είχε την ιδιότητα του καταναλωτή κατά την έννοια της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ και ότι η ρήτρα του άρθρου 6.3 της εν λόγω σύμβασης είχε καταχρηστικό χαρακτήρα.
Το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι η ρήτρα αυτή έχει πράγματι καταχρηστικό χαρακτήρα και ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, θα μπορούσε να ακυρωθεί ex officio. Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν δύναται ένωση συνιδιοκτητών επί οροφοκτησίας, όπως η condominio κατά το ιταλικό δίκαιο, να εμπίπτει στην κατηγορία των καταναλωτών, κατά την έννοια της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ.
Συναφώς, το εν λόγω δικαστήριο παραπέμπει στη νομολογία του Corte suprema di cassazione (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Ιταλία) σύμφωνα με την οποία, αφενός, σε αυτού του είδους τις ενώσεις συνιδιοκτητών, παρότι δεν συνιστούν νομικά πρόσωπα, αναγνωρίζεται εντούτοις η ιδιότητα του «αυτοτελούς υποκειμένου δικαίου». Αφετέρου, σύμφωνα με την ίδια νομολογία, οι κανόνες προστασίας των καταναλωτών έχουν εφαρμογή στις συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ επαγγελματία και διαχειριστή ένωσης συνιδιοκτητών, η οποία ορίζεται ως «διαχειριστική οντότητα μη έχουσα διακριτή νομική προσωπικότητα από τους συμμετέχοντες σε αυτήν», λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ο διαχειριστής ενεργεί για λογαριασμό των διαφόρων συνιδιοκτητών, οι οποίοι πρέπει να θεωρηθεί ότι έχουν την ιδιότητα του καταναλωτή.
Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο υπενθυμίζει τη νομολογία του Δικαστηρίου και δη την απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2001, Cape και Idealservice MN RE (C-541/99 και C-542/99, EU:C:2001:625), σύμφωνα με την οποία η έννοια του «καταναλωτή» πρέπει να στηρίζεται στην ιδιότητα του φυσικού προσώπου την οποία έχει το οικείο υποκείμενο δικαίου. Παρά ταύτα, κατά το αιτούν δικαστήριο, ο αποκλεισμός της δυνατότητας εφαρμογής της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ για τον λόγο και μόνον ότι το οικείο πρόσωπο δεν είναι ούτε φυσικό ούτε νομικό πρόσωπο ενέχει τον κίνδυνο να στερηθούν προστασίας ορισμένα υποκείμενα δικαίου στις περιπτώσεις στις οποίες βρίσκονται σε ασθενέστερη θέση έναντι του επαγγελματία, περίσταση η οποία μπορεί να δικαιολογήσει την εφαρμογή του συστήματος προστασίας των καταναλωτών.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunale di Milano (πρωτοδικείο Μιλάνου, Ιταλία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα: Αποκλείει ο ορισμός της έννοιας του καταναλωτή κατά την οδηγία 93/13/ΕΟΚ το ενδεχόμενο να χαρακτηρισθεί ως καταναλωτής υποκείμενο δικαίου (όπως η ένωση συνιδιοκτητών στην ιταλική έννομη τάξη) το οποίο δεν μπορεί να υπαχθεί ούτε στην έννοια του “φυσικού προσώπου” ούτε σε αυτή του “νομικού προσώπου”, σε περίπτωση κατά την οποία το εν λόγω υποκείμενο δικαίου συνάπτει σύμβαση για σκοπούς που δεν εμπίπτουν στο πλαίσιο της επαγγελματικής δραστηριότητάς του και ευρίσκεται σε ασθενέστερη θέση έναντι του επαγγελματία όσον αφορά τόσο τη δυνατότητα διαπραγμάτευσης όσο και τη δυνατότητα πληροφόρησης;
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφαση του αυτή, το Δικαστήριο, ως προς το ζήτημα αν υποκείμενο δικαίου το οποίο δεν είναι φυσικό πρόσωπο δύναται, στο παρόν στάδιο εξέλιξης του δικαίου της Ένωσης, να εμπίπτει στην έννοια του «καταναλωτή» κατά την οδηγία 93/13/ΕΟΚ, διευκρινίζει ότι από το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας απορρέει ότι απαιτείται η πλήρωση δύο σωρευτικών προϋποθέσεων ώστε ένα πρόσωπο να εμπίπτει στην έννοια αυτή, ήτοι να πρόκειται για φυσικό πρόσωπο και το πρόσωπο αυτό να ασκεί δραστηριότητα άσχετη με τις επαγγελματικές δραστηριότητές του.
Σύμφωνα με το Δικαστήριο, από τα στοιχεία της δικογραφίας στην υπόθεση εν προκειμένω προκύπτει ότι, στην ιταλική έννομη τάξη η ένωση συνιδιοκτητών επί οροφοκτησίας αποτελεί υποκείμενο δικαίου το οποίο δεν είναι ούτε φυσικό πρόσωπο ούτε νομικό πρόσωπο. Συναφώς, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι, στο παρόν στάδιο εξέλιξης του δικαίου της Ένωσης, η έννοια της «ιδιοκτησίας» δεν έχει εναρμονιστεί σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης και ότι είναι δυνατόν να υπάρχουν διαφορές μεταξύ των κρατών μελών. Κατά συνέπεια, και για όσο διάστημα ο νομοθέτης της Ένωσης δεν παρεμβαίνει συναφώς, τα κράτη μέλη διατηρούν την ευχέρεια να ρυθμίζουν το νομικό πλαίσιο της ένωσης συνιδιοκτητών στις αντίστοιχες έννομες τάξεις τους, χαρακτηρίζοντάς τη ή όχι ως «νομικό πρόσωπο».
Έτσι, το Δικαστήριο καταλήγει ότι ένωση συνιδιοκτητών, όπως η condominio κατά το ιταλικό δίκαιο, δεν πληροί την πρώτη από τις προϋποθέσεις που ορίζει το άρθρο 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, και ως εκ τούτου δεν εμπίπτει στην έννοια του «καταναλωτή» κατά τη διάταξη αυτή, με αποτέλεσμα σύμβαση μεταξύ τέτοιας ένωσης συνιδιοκτητών και επαγγελματία να αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας.
Στη συνέχεια, αναφορικά με το ζήτημα αν είναι αντίθετη προς το πνεύμα του συστήματος προστασίας των καταναλωτών στο πλαίσιο της Ένωσης εθνική νομολογία, όπως η νομολογία του Corte suprema di cassazione (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου), η οποία ερμηνεύει τη νομοθεσία για τη μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ κατά τρόπο ώστε οι περιλαμβανόμενοι σε αυτή κανόνες για την προστασία των καταναλωτών να έχουν εφαρμογή και σε σύμβαση συναφθείσα από υποκείμενο δικαίου, όπως η condominio κατά το ιταλικό δίκαιο, με επαγγελματία, το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 169, παράγραφος 4, ΣΛΕΕ, τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρούν ή να εισάγουν αυστηρότερα μέτρα προστασίας των καταναλωτών, υπό τον όρο ότι τα μέτρα αυτά συμβιβάζονται με τις Συνθήκες.
Πρόσθετα, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι από το γράμμα της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ προκύπτει ότι, η οδηγία αυτή προβαίνει μόνο σε μερική και ελάχιστη εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών περί καταχρηστικών ρητρών, ενώ τα κράτη μέλη διατηρούν τη δυνατότητα, τηρουμένης της Συνθήκης, να παρέχουν υψηλότερο επίπεδο προστασίας στον καταναλωτή μέσω εθνικών διατάξεων αυστηρότερων από τις διατάξεις της οδηγίας αυτής. Επιπλέον, τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν, στον τομέα που διέπεται από την οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνες προς τη Συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή.
Κατά το Δικαστήριο, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι το Corte suprema di cassazione έχει διαμορφώσει μια νομολογιακή γραμμή σκοπός της οποίας είναι η μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή με τη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της προστασίας που προβλέπει η οδηγία 93/13/ΕΟΚ ώστε να καλύπτει και υποκείμενο δικαίου, όπως η condominio κατά το ιταλικό δίκαιο, το οποίο δεν είναι φυσικό πρόσωπο σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Επομένως, μια τέτοια νομολογιακή γραμμή εντάσσεται στον σκοπό της προστασίας των καταναλωτών τον οποίο επιδιώκει η οδηγία αυτή.
Από το σύνολο των ανωτέρω, το Δικαστήριο καταλήγει ότι οι διατάξεις της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ δεν αντιτίθενται σε εθνική νομολογία η οποία ερμηνεύει τη νομοθεσία για τη μεταφορά της οδηγίας αυτής στο εσωτερικό δίκαιο κατά τρόπο ώστε οι κατά τη νομοθεσία αυτή κανόνες για την προστασία των καταναλωτών να έχουν εφαρμογή και σε σύμβαση συναφθείσα από υποκείμενο δικαίου, όπως η condominio κατά το ιταλικό δίκαιο, με επαγγελματία, παρότι ένα τέτοιο υποκείμενο δικαίου δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας.
Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA