ΑΠΟΦΑΣΗ
Chorbadzhiyski και Krasteva κατά Βουλγαρίας της 02.04.2020 (αριθ.προσφ. 54991/2010)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Πρόσβαση στο δικαστήριο. Υπερβολικά δικαστικά τέλη. Οι προσφεύγοντες καταδικάστηκαν να καταβάλουν για δικαστικά τέλη περισσότερο από το μισό του επιδικασθέντος ποσού (μαζί με τόκους). Απουσία προβλεψιμότητας των δικαστικών τελών.
Οι προσφεύγοντες άσκησαν αγωγή αποζημίωσης για αστική ευθύνη εναντίον του Δήμου και του Κράτους λόγω θανάτου συγγενή τους από πτώση δέντρου κατά τη διάρκεια καταιγίδας. Τα εγχώρια Δικαστήρια δικαίωσαν μερικά τους προσφεύγοντες επιδικάζοντας σε καθένα από αυτούς ποσό 25.565 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης πλέον τόκων. Ταυτόχρονα όμως τους υποχρέωσαν σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις του εσωτερικού δικαίου, να καταβάλουν 64.423 ευρώ από κοινού για δικαστικά τέλη, δηλαδή επέβαλαν υπέρογκα δικαστικά τέλη.
Το Στρασβούργο επισημαίνει ότι η απαίτηση καταβολής τελών στα πολιτικά δικαστήρια ανάλογη με το ποσό της χρηματικής ικανοποίησης που αιτείται ο ενάγων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως περιορισμός του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο ούτε είναι ασυμβίβαστη με το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης. Ωστόσο α) το ύψος των τελών πρέπει να είναι ανάλογο με την δυνατότητα του διαδίκου να τα καταβάλει, β) να εκτιμάται το στάδιο της διαδικασίας κατά την οποία επιβάλλεται η υποχρέωση αυτή και γ) το νομικό πλαίσιο καθορισμού των δικαστικών τελών πρέπει να είναι επαρκώς ευέλικτο ώστε να επιτρέπει σε έναν διάδικο να επωφελείται από πλήρη ή μερική απαλλαγή από την πληρωμή τους ή από τη μείωση τους.
Στην προκείμενη περίπτωση το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι τα τέλη επιβλήθηκαν στο τέλος της διαδικασίας συνεπώς οι προσφεύγοντες δεν μπορούσαν να επωφεληθούν από τις διασφαλίσεις που προβλέπονται στο εσωτερικό δίκαιο ενάντια στα υπερβολικά δικαστικά τέλη και ειδικότερα από το «προειδοποιητικό αποτέλεσμα» και την δυνατότητα που συνδέεται με την απαλλαγή από την καταβολή τους. Δεδομένου ότι το ποσό των τελών ήταν υπέρογκο σε σχέση με την αποζημίωση που τους επιδικάστηκε, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι υπέστησαν δυσανάλογο περιορισμό του δικαιώματός τους να προσφύγουν στο δικαστήριο. Παραβίαση του άρθρου 6§1 της ΕΣΔΑ.
ΣΧΟΛΙΟ – ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ
Σημαντική η απόφαση του ΕΔΔΑ. Η χρησιμότητά της δεδομένη. Για την καταβολή του δικαστικού ενσήμου και των εν γένει δικαστικών τελών το Στρασβούργο θέτει ως βασικό εργαλείο την αρχή της αναλογικότητας, την αρχή της προβλεψιμότητας και προσδιορίζει ότι το ύψος τους πρέπει να είναι ανάλογο με την δυνατότητα του διαδίκου να τα καταβάλει, να εκτιμάται το στάδιο της διαδικασίας κατά την οποία επιβάλλεται η υποχρέωση αυτή και να υφίσταται ευέλικτο νομικό καθεστώς ή δικαστική δυνατότητα ώστε να επιτρέπει σε έναν διάδικο να επωφελείται από πλήρη ή μερική απαλλαγή από την πληρωμή τους ή από τη μείωση τους. Ένα επαρκές μέτρο επίλυσης όλων αυτών είναι η δυνατότητα μη καταβολής του δικαστικού ενσήμου με την μετατροπή του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό. Η τελευταία ελληνική νομοθετική μεταβολή όπου καταβάλλεται δικαστικό ένσημο και στις αναγνωριστικές αγωγές (που είχε καταργηθεί προγενέστερα) και μάλιστα και σε αγωγές που έχουν ασκηθεί πριν από την νομοθετική αλλαγή (δηλαδή υποχρεωτική καταβολή σε εκκρεμείς υποθέσεις που οι αγωγές ήταν εξαρχής αναγνωριστικές ή είχαν μετατραπεί μέσω των προτάσεων σε αναγνωριστικές), δημιουργεί επαρκές έρεισμα για παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο (άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ).
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6§1
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο Krastyo Chonov Chorbadzhiyski (πρώτος προσφεύγων) και η κα Desislava Krasteva Krasteva (δεύτερη προσφεύγουσα) γεννήθηκαν το 1914 και το 1972 αντιστοίχως. Όταν υπέβαλαν την προσφυγή ζούσαν στο Plovdiv. Ο πρώτος προσφεύγων απεβίωσε μετά την κατάθεση της παρούσας προσφυγής. Η δεύτερη προσφεύγουσα, κόρη του και μοναδική νόμιμη κληρονόμος, συνέχισε ως διάδικος.
Στις 29 Αυγούστου 1998, η M.C., σύζυγος του πρώτου προσφεύγοντος και μητέρα της δεύτερης προσφεύγουσας, απεβίωσε εξαιτίας της πτώσης ενός κλαδιού δέντρου κατά τη διάρκεια καλοκαιρινής καταιγίδας.
Στις 6 Αυγούστου 2003, οι προσφεύγοντες άσκησαν από κοινού αγωγή αποζημίωσης για αστική ευθύνη κατά του Δημοσίου, του Δήμου του Plovdiv και δύο ατόμων που φέρεται ότι ήταν υπεύθυνα για το ατύχημα. Οι προσφεύγοντες ζήτησαν για ψυχική οδύνη 2.000.000 βουλγαρικά Λεβ (περίπου 1.022.584 ευρώ) και για αποζημίωση υλικής ζημίας 200.000 Λεβ (περίπου 102.258 ευρώ) που υπέστησαν.
Με απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2004, το περιφερειακό δικαστήριο του Plovdiv απέρριψε το αίτημα των προσφευγόντων και διέταξε να καταβάλουν για δικαστική τέλη (τέλος απογράφου) το ποσό των 88.000 λεβ (περίπου 44.994 ευρώ), το οποίο ανερχόταν σε ποσοστό 4% του συνολικού αιτούμενου ποσού. Το δικαστήριο απέρριψε την αγωγή αποζημίωσης κατά του Κράτους, επισημαίνοντας ότι σύμφωνα με τον νόμο του 1988, δεν αναγνωρίζονταν αστική ευθύνη στο κράτος, αλλά θα μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνο μόνο μέσω των αντιπροσώπων και των οργάνων του. Στην προκειμένη περίπτωση ήταν οι δημοτικές αρχές. Ωστόσο, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Δήμος του Φιλίππου δεν μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνος, καθώς ο θάνατος της M.C. ήταν τυχαίος. Ομοίως απέρριψε την αγωγή και κατά των λοιπών εναγομένων .
Οι προσφεύγοντες άσκησαν έφεση κατά της απόφασης αυτής. Στις 21 Μαρτίου 2006, το Εφετείο του Plovdiv κήρυξε απαράδεκτη τη διαδικασία εναντίον του κράτους. Επίσης ακύρωσε τη διάταξη της απόφασης δυνάμει της οποίας οι προσφεύγοντες έπρεπε να καταβάλλουν δικαστικά τέλη.
Οι προσφεύγοντες άσκησαν αναίρεση. Με απόφαση της 10ης Ιανουαρίου 2007, το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση και παρέπεμψε την υπόθεση στο Εφετείο του Plovdiv.
Το Εφετείο έκανε μερικά δεκτή τελικά την αγωγή αποζημίωσης και χορήγησε σε κάθε προσφεύγοντα 50.000 Λεβ (περίπου 25.565 Ευρώ) ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, πλέον τόκων. Σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις του εσωτερικού δικαίου, διέταξε επίσης τους προσφεύγοντες να καταβάλουν από κοινού 126.000 Λεβ (περίπου 64.423 Ευρώ) για δικαστικά τέλη, υπολογιζόμενα αναλογικά με το ποσοστό του μέρους των απαιτήσεών τους που απορρίφθηκε. Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο επικύρωσε πλήρως την απόφαση αυτή.
Οι προσφεύγοντες ζήτησαν από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο να τροποποιήσει την απόφασή του σχετικά με τα δικαστικά τέλη. Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα αυτό.
Οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν για το υπερβολικό ποσό των δικαστικών τελών που είχαν καταδικαστεί να καταβάλουν σε σχέση με τις απαιτήσεις αποζημιώσεως τους έναντι του Δημοσίου. Επικαλούνται παραβίαση του άρθρου 6 § 1 και το άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου μαζί με το άρθρο 13.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η απαίτηση καταβολής τελών στα πολιτικά δικαστήρια ανάλογη με το ποσό της χρηματικής ικανοποίησης που ζητά ο ενάγων δεν μπορεί να θεωρηθεί ως περιορισμός του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο που είναι ασυμβίβαστος με το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης. Ωστόσο, το ύψος των τελών που εκτιμώνται με βάση τις ιδιαίτερες περιστάσεις μιας συγκεκριμένης υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένης της ικανότητας του ενάγοντος να τα καταβάλει, καθώς και το στάδιο της διαδικασίας κατά την οποία επιβλήθηκε η υποχρέωση αυτή, είναι παράγοντες που είναι ουσιώδεις για τον καθορισμό του αν ο δικαιούχος δικαστικής προστασίας δύναται ή όχι να απολαύσει το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο.
Εν προκειμένω, το ύψος των δικαστικών τελών που είχαν καταδικαστεί να καταβάλουν οι προσφεύγοντες, σε σχέση με το ποσό της καταβληθείσας αποζημιώσεως, ακόμη και με τους τόκους, μπορούσε να θεωρηθεί ως τέτοιος περιορισμός.
Ένας τέτοιος περιορισμός δεν συμβιβάζεται με το άρθρο 6 § 1 εάν δεν επιδιώκει θεμιτό σκοπό ή αν δεν υπάρχει εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και των επιδιωκόμενων στόχων. Επομένως, το Δικαστήριο πρέπει να εξετάσει αν αυτό έχει επιτευχθεί εν προκειμένω.
Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι οι κανόνες σχετικά με τα δικαστικά τέλη πρέπει να αποφεύγουν να επιβαρύνουν υπερβολικά τους διαδίκους όταν δικαιολογείται η προσφυγή τους κατά του κράτους, δεδομένου ότι είναι παράδοξο το γεγονός ότι επιβάλλοντας διάφορους φόρους, το κράτος αφαιρεί με το ένα χέρι αυτό που έχει απονείμει με το άλλο.
Έχοντας καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης, λόγω του ποσού των δικαστικών τελών που επέβαλαν τα εθνικά Δικαστήρια , το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και άλλα στοιχεία. Εξέτασε την προβλεψιμότητα τέτοιων τελών, τα οποία επιβλήθηκαν στο τέλος της διαδικασίας, και αν το επίμαχο σύστημα δικαστικών τελών παρέχει επαρκή βαθμό ευελιξίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι τα δικαστικά τέλη που καταλογίστηκαν στους προσφεύγοντες (64.423 ευρώ) ήταν υψηλότερα από τις αποζημιώσεις που επιδικάστηκαν από τα εθνικά δικαστήρια (51.130 Ευρώ).
Το Δικαστήριο επισημαίνει επίσης ότι οι προσφεύγοντες ζήτησαν 2.000.000 Λεβ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης σε σχέση με το θάνατο συγγενή τους. Το Δικαστήριο έχει επίγνωση του γεγονότος ότι ο ισχυρισμός αυτός αντανακλούσε τη συναισθηματική οδύνη των προσφευγόντων και ότι είναι πιθανό ότι θα είχαν δυσκολίες στην εκτίμηση του ποσού της ψυχικής οδύνης σε σχέση με το συμβάν. Ακόμη, παρατηρεί ότι το ποσό που ζήτησαν υπερβαίνει σημαντικά τα ποσά που χορήγησαν τα εθνικά δικαστήρια σε παρόμοιες υποθέσεις κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα. Ενώ το Δικαστήριο δεν αμφιβάλλει ότι οι ισχυρισμοί τους είναι πραγματικοί και σοβαροί, θεωρεί ότι το αιτηθέν ποσό για αποζημίωση ήταν μάλλον υπερβολικό ως προς την δικαιολόγησή του.
Το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι εμπίπτει στο περιθώριο εκτίμησης του κράτους να καθορίσει το σύστημα δικαστικών τελών με τέτοιο τρόπο που να συνδέει τα δικαστικά τέλη για χρηματικές αξιώσεις με το επίμαχο ποσό. Το σύστημα, ωστόσο, πρέπει να είναι επαρκώς ευέλικτο ώστε να επιτρέπει σε έναν διάδικο να επωφελείται από πλήρη ή μερική απαλλαγή από την πληρωμή δικαστικών τελών ή από τη μείωση των δικαστικών τελών. Στην προκειμένη περίπτωση, οι προσφεύγοντες δεν μπορούσαν να επωφεληθούν από τις διασφαλίσεις που προβλέπονται στο εσωτερικό δίκαιο ενάντια στα υπερβολικά δικαστικά τέλη και ειδικότερα από το «προειδοποιητικό αποτέλεσμα» που μπορεί να έχει η υποχρέωση καταβολής των δικαστικών τελών για τους ενάγοντες και η δυνατότητα που συνδέεται με την απαλλαγή από την καταβολή τους.
Η ερμηνεία του εφαρμοστέου εσωτερικού δικαίου που έδωσε το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο στη διαδικασία τροποποίησης της διατάξεως τελών που επιβλήθηκαν στους προσφεύγοντες υπογράμμισε επίσης την έλλειψη ευελιξίας στην υπό κρίση υπόθεση.
Μολονότι το καθήκον του Δικαστηρίου σε υποθέσεις που προκύπτουν από ατομικές προσφυγές δεν είναι να αναθεωρήσει το εσωτερικό δίκαιο αφηρημένα, αλλά να εξετάσει τον τρόπο με τον οποίο ο νόμος αυτός εφαρμόστηκε στους διαδίκους, το Δικαστήριο δεν μπορεί παρά να επισημάνει τη σημαντική διαφορά στα ποσά των δικαστικών τελών που επιβλήθηκαν για την ίδια διαφορά μεταξύ των απαιτήσεων κατά του κράτους βάσει του νόμου του 1988, όπως τροποποιήθηκε το 2008 και στο το γενικό δίκαιο των αδικοπραξιών που περιλαμβάνεται στον νόμο περί υποχρεώσεων και συμβάσεων του 1951 (4% του αιτούμενου ποσού).
Αν και το ποσό των χρηματικών απαιτήσεων των προσφευγόντων ήταν μάλλον υπερβολικό, το Δικαστήριο θεωρεί ότι στην προκειμένη περίπτωση, με την καταβολή δικαστικών τελών πέραν των αποζημιώσεων που έχουν καταβληθεί από τα δικαστήρια, που υπερβαίνουν το ήμισυ του συνολικού ποσού που τους χορηγήθηκε, το οποίο περιελάμβανε και νόμιμους τόκους, οι προσφεύγοντες , οι οποίοι κατά τα άλλα κέρδισαν την υπόθεσή τους κατά του Δημοσίου υπέστησαν δυσανάλογο περιορισμό του δικαιώματός τους να προσφύγουν σε δικαστήριο.
Ως εκ τούτου, υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης στο δικαστήρια (άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης).
Δίκαιη ικανοποίηση : ποσό 12.500 ευρώ για αποζημίωση και ηθική βλάβη και ποσό 2.184 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).