ΑΠΟΦΑΣΗ
Dragan Petrovic κατά Σερβίας της 14.04.2020 (αρ. προσφ. 75229/10)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσφεύγων θεωρήθηκε ύποπτος για ανθρωποκτονία. Εκδόθηκαν 2 εντάλματα για έρευνα στην κατοικία του και για λήψη δείγματος σιέλου για εξέταση DNA προκειμένου να ταυτοποιηθεί ως δράστης. Η έρευνα στην κατοικία του έγινε νομότυπα. Όμως η λήψη δείγματος σιέλου πραγματοποιήθηκε με τυπική συναίνεση του υπόπτου, ο οποίος υπάκουσε στους αστυνομικούς που την έλαβαν απλά και μόνο για να μην ληφθεί το δείγμα βιαίως, χωρίς να υπάρξει ενημέρωσή του για δικαίωμα άρνησης. Ουσιαστικά η δοθείσα συναίνεσή του δεν ήταν πραγματική αλλά αναγκαστική. Το Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή του για παραβίαση της ιδιωτικής ζωής.
Το Στρασβούργο επισήμανε ότι η παραβίαση του ασύλου στην κατοικία πρέπει να επιτρέπεται μόνο αν έχει προβλεφθεί από το νόμο και εξυπηρετεί θεμιτό σκοπό.
Στην προκείμενη περίπτωση έκρινε ότι το ένταλμα για κατ’οίκον έρευνα ήταν συγκεκριμένο και ότι η επίδικη επέμβαση ήταν «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία» συνεπώς δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 λόγω της αστυνομικής έρευνας της κατοικίας του υπόπτου.
Όσον αφορά την λήψη σιέλου για εξέταση DNA το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι το ίδιο το εναγόμενο κράτος προχώρησε στην τροποποίηση του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας με θέσπιση διατάξεων που παρείχαν εγγυήσεις σε τέτοιους είδους έρευνες αναφορικά α) με την ανάγκη χρήσης ειδικού για τη διεξαγωγή της διαδικασίας και β) θέτοντας όριο στα άτομα από τα οποία θα μπορούσαν να ληφθούν επιχρίσματα στόματος χωρίς συγκατάθεση. Επειδή η λήψη δείγματος σιέλου του προσφεύγοντος είχε γίνει χωρίς την συναίνεση του, υπό το καθεστώς του προ της τροποποίησης ΚΠΔ, το Δικαστήριο έκρινε κατά πλειοψηφία ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ).
Όσον αφορά την καταγγελία για έλλειψη πληροφόρησης της κατηγορίας το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι δεν είχαν εξαντληθεί τα εγχώρια ένδικα μέσα και απέρριψε ως απαράδεκτη το μέρος αυτό της προσφυγής.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 8
Άρθρο 6§3 (α)
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων Dragan Petrović, είναι Σέρβος υπήκοος που γεννήθηκε το 1985 και ζει στη Subotica (Σερβία).
Τον Ιούλιο του 2008, η αστυνομία έλαβε πληροφορίες ότι ο προσφεύγων ενδέχεται να είχε εμπλακεί στον σοβαρό ξυλοδαρμό και τον επακόλουθο θάνατο ηλικιωμένου άνδρα. Βάσει αυτών των πληροφοριών, ο ανακριτής, με δύο χωριστά εντάλματα, διέταξε την έρευνα στην κατοικία του προσφεύγοντος και τη λήψη δείγματος σιέλου από αυτόν για ανάλυση DNA.
Η αναζήτηση ήταν να επικεντρωθεί σε αντικείμενα που ελήφθησαν μετά τη δολοφονία, ιδίως ένα «μαύρο δερμάτινο μπουφάν» και «παπούτσια και άλλα αντικείμενα» που θα μπορούσαν να συνδεθούν με το έγκλημα. Η αστυνομία τελικά βρήκε δύο όπλα στην κατοικία του, για τα οποία ο προσφεύγων αρνήθηκε ότι έχει οποιαδήποτε γνώση.
Η εξέταση του σιέλου DNA απαιτήθηκε για να γίνει σύγκριση με δεδομένα DNA που βρέθηκαν στον τόπο του εγκλήματος. Ο δικαστής εξουσιοδότησε την αστυνομία να παραλάβει το δείγμα, ή δείγμα αίματος του προσφεύγοντος, ακόμα και με τη βία, αν χρειαζόταν, με τη βοήθεια ειδικού. Παρουσία του δικηγόρου του, ο προσφεύγων συμφώνησε να δώσει δείγμα σιέλου στους αξιωματικούς. Φαίνεται, ωστόσο, ότι η αστυνομία δεν παρήγαγε κανένα επίσημο αρχείο σχετικά με τον τρόπο εκτέλεσης της εντολής.
Τον Αύγουστο του 2008, η αστυνομία ενημέρωσε τον ανακριτή ότι είχε αποφασίσει να ασκήσει δίωξη εναντίον του προσφεύγοντος για παράνομη κατοχή πυροβόλων όπλων. Οι αρχές δεν βρήκαν καμία αντιστοιχία μεταξύ του δείγματος DNA του προσφεύγοντος και των βιολογικών ιχνών που βρέθηκαν στον τόπο του εγκλήματος. Τον Αύγουστο του 2008 ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή στο Συνταγματικό Δικαστήριο ισχυριζόμενος ότι παραβιάστηκε το δικαίωμά του ασύλου της κατοικίας του και το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής του ζωής, αναφερόμενος στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και στα άρθρα 25 και 40 του Συντάγματος. Το Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή του επί της ουσίας τον Οκτώβριο 2010.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 8
Το Δικαστήριο απέρριψε αρχικά τους ισχυρισμούς της Κυβέρνησης ότι ο προσφεύγων υπέβαλε την προσφυγή του εκτός της προθεσμίας των έξι μηνών και ότι δεν είχε εξαντλήσει τα εγχώρια ένδικα μέσα, διαπιστώνοντας ιδίως ότι η συνταγματική προσφυγή στο Συνταγματικό Δικαστήριο αποτελούσε αποτελεσματική προσφυγή, την οποία είχε χρησιμοποιήσει.
Με βάση την ουσία της υπόθεσης, το Δικαστήριο εξέτασε πρώτα το ζήτημα της έρευνας της κατοικίας του προσφεύγοντος. Εκτίμησε ότι η έρευνα είχε αποτελέσει προσβολή του δικαιώματος απαραβίαστου της κατοικίας του, το οποίο είχε προβλεφθεί από το νόμο και είχε εξυπηρετήσει θεμιτό σκοπό. Επομένως, το ερώτημα ήταν αν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, δηλαδή αν ήταν «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία». Επισήμανε ότι το ένταλμα έρευνας είχε εκδοθεί στο πλαίσιο μιας έρευνας για ανθρωποκτονία και ήταν συγκεκριμένο σε αυτό που ζητούσε η αστυνομία, δηλαδή ένα μαύρο δερμάτινο μπουφάν, παπούτσια και άλλα αντικείμενα που σχετίζονταν με το έγκλημα. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο διαφώνησε με το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι το ένταλμα έρευνας ήταν ασαφές.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε επίσης ότι ο προσφεύγων είχε λάβει επαρκείς και αποτελεσματικές εγγυήσεις για οποιαδήποτε κατάχρηση κατά την ίδια την έρευνα, ιδίως επειδή αυτός, ο δικηγόρος του και ο ιδιοκτήτης του διαμερίσματος ήταν παρόντες κατά τη διεξαγωγή της. Επιπλέον, ο δικηγόρος είχε υπογράψει το πιστοποιητικό κατάσχεσης και το επίσημο ένταλμα της εντολής έρευνας και κατάσχεσης, χωρίς να εγείρει αντιρρήσεις για τη διαδικασία αναζήτησης ως έχει, μόνο για την αιτιολογία του εντάλματος.
Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επίδικη επέμβαση ήταν «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία» και ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 λόγω της αστυνομικής έρευνας του διαμερίσματος. Ως προς τη λήψη δείγματος DNA, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η πράξη αυτή ισοδυναμούσε με παρέμβαση στο δικαίωμα του προσφεύγοντος για σεβασμό στην ιδιωτική του ζωή. Το γεγονός ότι είχε συναινέσει στη διαδικασία δεν είχε καμία σημασία αφού δεν είχε άλλη επιλογή καθόσον άλλως το σίελο ή το δείγμα αίματος θα είχε ληφθεί με χρήση βίας.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι το ένταλμα για την λήψη δείγματος DNA δεν είχε στηριχτεί σε καμία νομική διάταξη, ενώ το σχετικό άρθρο του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (άρθρο 131 §§ 2 και 3), όριζε ότι μόνο ένα δικαστήριο θα μπορούσε να διατάξει τη λήψη δείγματος αίματος ή τη διενέργεια «άλλων ιατρικών διαδικασιών», υπό την προϋπόθεση ότι αυτό κρίνεται ιατρικά αναγκαίο για τη διαπίστωση σημαντικών γεγονότων σε ποινική έρευνα. Επιπλέον, σύμφωνα με τον φάκελο της υπόθεσης, οι αρχές δεν είχαν καταρτίσει επίσημο μητρώο της διαδικασίας, παραλείποντας να συμμορφωθούν με το άρθρο 239 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι το άρθρο 131 §§ 2 και 3 δεν διέθετε διάφορες εγγυήσεις σχετικά με τη λήψη δειγμάτων DNA, οι οποίες στη συνέχεια εισήχθησαν στον τροποποιημένο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας του 2011. Αυτές οι νέες διασφαλίσεις περιελάμβαναν μια ειδική αναφορά στη λήψη επιχρίσματος στόματος, την ανάγκη χρήσης ειδικού για τη διεξαγωγή της διαδικασίας και ένα όριο στον αριθμό των ατόμων από τα οποία θα μπορούσαν να ληφθούν τα επιχρίσματα χωρίς συγκατάθεση. Το Δικαστήριο έκρινε, επομένως, ότι με τη θέσπιση λεπτομερέστερων διατάξεων στον Κώδικα του 2011, το εναγόμενο κράτος αναγνώρισε σιωπηρά την ανάγκη για αυστηρότερη ρύθμιση στον τομέα αυτό.
Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επέμβαση στην ιδιωτική ζωή του προσφεύγοντος με τη λήψη του δείγματος για τεστ DNA δεν ήταν σύμφωνη με το νόμο και υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.
Άρθρο 6
Ο προσφεύγων παραπονέθηκε επίσης ότι του είχε στερηθεί το δικαίωμα έγκαιρης και λεπτομερούς πληροφόρησης από τις αρχές του γεγονότος ότι θεωρούταν ύποπτος για συγκεκριμένο ποινικό αδίκημα, σε αντίθεση με το άρθρο 6 § 3 (α) της Σύμβασης.
Δεχόμενο το Δικαστήριο ότι οι ισχυρισμοί του προσφεύγοντος επί του σημείου αυτού αποτελούσαν χωριστή καταγγελία και όχι προσθήκη στα επιχειρήματά του βάσει του άρθρου 8, διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων ουδέποτε είχε θέσει αυτό το ζήτημα στα εγχώρια Δικαστήρια.
Το τμήμα αυτό της προσφυγής απορρίφθηκε ως απαράδεκτο για μη εξάντληση των εγχώριων ένδικων μέσων.
Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 1.500 ευρώ για ηθική βλάβη και ποσό 1.200 ευρώ για έξοδα και δαπάνες .
Χωριστές απόψεις. Ο δικαστής Mourou-Vikström εξέφρασε μια διαφορετική άποψη που επισυνάπτεται στην απόφαση (επιμέλεια echrcaselaw.com)