Μόλις πρόσφατα ξεκαθάρισε το θέμα της ευθύνης όσον αφορά το διπλό θανατηφόρο εργατικό δυστύχημα που έγινε τον Απρίλη του 2007, με την ομόφωνη απόφαση του Εφετείου που αθώωσε και απάλλαξε τον εφεσείοντα, ο οποίος είχε εκπονήσει τη στατική και αντισεισμική μελέτη του έργου και περαιτέρω είχε αναλάβει και την επίβλεψη εκτέλεσης του.
Η εργατική τραγωδία εκτυλίχθηκε στις 20 Απριλίου 2007 κατά τη διάρκεια εκτέλεσης εργασιών σταθεροποίησης του υπεδάφους του Γυμνασίου Αγλαντζιάς. Κατέρρευσαν τα πρανή εκσκαφής, με αποτέλεσμα να καταπλακωθούν και να βρουν οικτρό θάνατο ο διευθυντής της εργοληπτικής εταιρείας και ένας αλλοδαπός εργοδοτούμενός του.
Τα αίτια του δυστυχήματος εξετάστηκαν από λειτουργούς του Τμήματος Επιθεώρησης Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας, οι οποίοι ετοίμασαν σχετική έκθεση, βάσει της οποίας καταχωρίσθηκε ποινική υπόθεση εναντίον (α) του εφεσείοντα ο οποίος είχε εκπονήσει τη στατική και αντισεισμική μελέτη του έργου και περαιτέρω είχε αναλάβει και την επίβλεψη εκτέλεσής του, (β) του προϊστάμενου των Τεχνικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Παιδείας ο οποίος είχε εγκρίνει τη μελέτη του εφεσείοντα και (γ) της εργολήπτριας εταιρείας που εκτελούσε το έργο.
Το ιστορικό
Οι κατηγορίες αφορούσαν παραβιάσεις προνοιών του περί Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία Νόμου του 1996 και των σχετικών Κανονισμών του 2002. Κατάληξη της υπόθεσης ήταν να κριθεί ένοχος ο εφεσείων και να του επιβληθεί πρόστιμο ύψους 7.000 ευρώ, καθώς και η εργοληπτική εταιρεία που της επιβλήθηκε πρόστιμο ύψους 8.500 ευρώ.
Η καταδίκη του εφεσείοντα στηρίχθηκε στο εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι, ενώ είχε παρατηρηθεί υγρασία κατά την εκσκαφή και ενώ «κατείχε όλες τις πληροφορίες για τη συμπεριφορά της μάργας από τις γεωλογικές και γεωτεχνικές μελέτες, καθώς και τις δικές του μελέτες, τίποτε από όλα αυτά δεν έφερε εις γνώσιν της κατηγορούμενης εταιρείας κατά παράβαση των Κανονισμών 2002 και του Νόμου 89(Ι)/1996».
Ουδέποτε, εξάλλου, πληροφόρησε την κατηγορούμενη εταιρεία, είτε για την πιθανότητα να συναντούσε ή ότι θα συναντούσε υγρασίες στο υπέδαφος, στη μάργα, και ότι οι υγρασίες αυτές που προκαλούν τη διόγκωση της μάργας και εκτόνωσή της στο κενόν του αυλακιού». Σημειώνεται περαιτέρω ότι ήταν επίσης εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου πως, όταν παρατηρήθηκαν υγρασίες κατά την εκτέλεση των εργασιών εκσκαφής, ο εφεσείων κατέβηκε στο σκάμμα και έδωσε οδηγίες «να δώσουν προτεραιότητα για να κλείσει την επομένη το συγκεκριμένο κομμάτι του διαφραγματικού τοίχου».
Το Εφετείο, που συνεδρίασε με σύνθεση τους δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κώστα Παμπαλλή, Μιχάλη Χριστοδούλου και Ανδρούλα Πούγιουρου, υιοθέτησε τις θέσεις των συνηγόρων του κατηγορούμενου, Ευστάθιου Ευσταθίου και Θεοδώρας Παπαχαραλάμπους, κρίνοντας ότι το λεκτικό του κατηγορητηρίου ήταν τόσο ασαφές και ακατανόητο, σε βαθμό που δεν μπορεί να γίνει λόγος ότι ο εφεσείων πληροφορήθηκε σε καταληπτή υπό αυτού γλώσσα τη φύση και τους λόγους των κατηγοριών που αντιμετώπιζε.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, το Εφετείο υπέδειξε ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα του κατηγορούμενου που έχει δυνάμει του άρθρου 12.5 (α) του Συντάγματος να πληροφορηθεί εις καταληπτήν υπ’ αυτόν αποδιδομένης κατηγορίας.