Την απόφασή του για τις αποκοπές των μισθών και των συντάξεων στο δημόσιο τομέα, εξέδωσε σήμερα το Ανώτατο Δικαστήριο, με την Κυβέρνηση να «κερδίζει« τη μάχη. Η έφεση της Κυβέρνησης εγκρίθηκε κατά πλειοψηφία, συνεπώς ακυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση που κάνει λόγο για αντισυνταγματικές αποκοπές. Έτσι, οι αποκοπές μισθών θεωρούνται νόμιμες.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην απόφαση, “υπό το φως όλων των ανωτέρω θεωρούμε ότι οι αποκοπές δια των Ν. 168(Ι)/12, Ν. 31(Ι)/13 και Ν. 94(Ι)/18 και δια του Ν. 113(Ι)/2011, δεν επηρεάζουν τον πυρήνα του δικαιώματος σε μισθό και σύνταξη, ούτε και θέτουν σε κίνδυνο την αξιοπρεπή διαβίωση των εφεσιβλήτων, οι οποίοι, ας σημειωθεί άλλωστε, όπως και οι προσφεύγουσες στην Κουφάκη, δεν έχουν θέσει τέτοιο ζήτημα. Συνεπώς, υπό τις περιστάσεις, δεν συνιστούν στέρηση περιουσίας και παραβίαση ιδιοκτησιακού δικαιώματος, εν τη εννοία του Άρθρου 23 του Συντάγματος”.
Σε άλλο σημείο της απόφασης της πλειοψήφιας αναφέρεται πως “προκύπτει με σαφήνεια, επομένως, ότι η παραχώρηση προσαύξησης δεν χορηγείται δικαιωματικά και κατά τρόπο γενικό, αλλά εξαρτάται από προϋποθέσεις που αφορούν στον συγκεκριμένο, κάθε φορά, υπάλληλο. Δεν έχει καταδειχθεί, εν προκειμένω, από τους εφεσίβλητους ότι έχουν αποκτήσει νόμιμη προσδοκία για προσαύξηση που να συνιστά κατοχυρωμένο ιδιοκτησιακό δικαίωμα. Όσον αφορά το τιμαριθμικό επίδομα και πάλιν το άρθρο 31 της ΚΔΠ 175/95 προνοεί ότι αυτό καταβάλλεται, υπό προϋποθέσεις, δηλαδή σύμφωνα με τα ποσοστά και τους όρους που εγκρίνονται, από καιρό σε καιρό, με βάση το ύψος του τιμαριθμικού δείκτη. Στην προκείμενη περίπτωση οι εφεσίβλητοι δεν ικανοποίησαν τις προϋποθέσεις που τίθενται από το εθνικό δίκαιο ώστε να θεμελιώσουν ιδιοκτησιακό δικαίωμα εν τη εννοία του Άρθρου 23. Αξίζει να σημειωθεί επίσης, πως μέσω αντέφεσης ένας εκ των εφεσιβλήτων (σ.σ. δημοσίων υπαλλήλων) έθειξε ζήτημα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εξέτασε σειρά θεμάτων που του είχαν τεθεί υποβάλλοντας ότι αυτά θα πρέπει τώρα να εξεταστούν από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το Ανώτατο Δικαστήριο, όμως, ως Εφετείο, σχολίασε πως δεν έχει αρμοδιότητα να εξετάζει λόγους ακυρότητας σε πρώτο βαθμό. Τούτο αποτελεί αρμοδιότητα του Διοικητικού Δικαστηρίου στο οποίο, σε περίπτωση παράλειψης να εξεταστεί ένα ζήτημα πρωτοδίκως, το ζήτημα αυτό παραπέμπεται από την Ολομέλεια. “Όμως, εν προκειμένω, δεν είναι κατάλληλη η περίπτωση να παραπεμφθούν τα προβαλλόμενα ζητήματα προς εξέταση από το Διοικητικό Δικαστήριο”. Ειδικότερα, τέθηκε θέμα παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας, αναφερόμενος μάλιστα σε μόνιμη μείωση μισθών και συντάξεων, θέμα επέμβασης σε περιουσιακό δικαίωμα με τρόπο ώστε να επιβάλλεται η καταβολή δίκαιης αποζημίωσης, περαιτέρω ότι δεν τεκμηριώθηκε δημόσια ωφέλεια, ούτε ότι η επιβολή των μέτρων ήταν η μόνη λύση για την αποφυγή επιδείνωσης των δημοσιονομικών της χώρας, σε συνδυασμό με την ετήσια έκθεση της γενικής ελέγκτριας για το 2011 αναφορικά με τα ανείσπρακτα χρέη προς τη Δημοκρατία και ότι δεν τεκμηριώθηκε η συνδρομή δημοσίου συμφέροντος και η επιβεβλημένη αναφορά του στο προοίμιο του επίδικου Νόμου. Πρόκειται για ζητήματα τα οποία καλύπτονται από την παρούσα απόφαση μας, ιδιαίτερα στο βαθμό που έχουμε υιοθετήσει, όχι μόνο το λόγο (ratio), αλλά και την αιτιολογία της υπόθεσης Χαραλάμπους, ειδικότερα σε σχέση με το όλο ιστορικό της κρίσης, για να καταλήξουμε σε διαπιστώσεις αναφορικά με τις περιστάσεις αδήριτης ανάγκης, υπό τις οποίες λήφθηκαν τα συγκεκριμένα μέτρα, ως επαρκώς και ευλόγως αιτιολογημένα, σχολίασε το Ανώτατο.