Δικαστήριο ΕΕ: Ένα τέτοιο επίδομα συνιστά κοινωνικό πλεονέκτημα και παροχή κοινωνικής ασφάλισης κατά την έννοια του δικαίου ΕΕ
Γεώργιος Π. Κανέλλος
Με τη δημοσιευθείσα στις 2-04-2020 απόφασή του, το Έκτο Τμήμα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) αποφαίνεται ότι ένα κράτος μέλος δε μπορεί να αρνηθεί να πληρώσει οικογενειακό επίδομα αναφορικά με το τέκνο του συζύγου ενός μεθοριακού εργαζόμενου με το οποίο ο εν λόγω εργαζόμενος δεν έχει σχέση γονέα-τέκνου.
Επιπλέον, σύμφωνα με το ΔΕΕ, αυτό το επίδομα συνιστά κοινωνικό πλεονέκτημα και παροχή κοινωνικής ασφάλισης και έτσι υπάγεται στις επιταγές της αρχής της ισότιμης μεταχείρισης.
Ιστορικό της υπόθεσης
Ο FV εργάζεται στο Λουξεμβούργο και κατοικεί στη Γαλλία μαζί με τη σύζυγό του GW, καθώς και με τα τρία τέκνα τους, ένα από τα οποία, ο HY, γεννήθηκε από προηγούμενη σχέση της GW. Η GW ασκεί κατ’ αποκλειστικότητα τη γονική μέριμνα του HY.
Μέχρι την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του λουξεμβουργιανού νόμου της 23ης Ιουλίου 2016, λάμβαναν οικογενειακά επιδόματα για τα τρία αυτά τέκνα, καθόσον ο FV είχε την ιδιότητα του μεθοριακού εργαζομένου.
Από την ημερομηνία κατά την οποία τέθηκε σε ισχύ ο νόμος της 23ης Ιουλίου 2016, ο οποίος τροποποίησε τον λουξεμβουργιανό κώδικα κοινωνικής ασφαλίσεως, αποκλείοντας μεταξύ άλλων τα τέκνα του/της συζύγου ή του/της συντρόφου από την έννοια των «μελών της οικογένειας» σταμάτησαν να τους χορηγούνται τα ως άνω επιδόματα για τον HY.
Συγκεκριμένα, με απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2016, το Caisse pour l’avenir des enfants (ή αλλιώς CAE – οργανισμός αρμόδιος για την καταβολή επιδομάτων τέκνων στο Λουξεμβούργο), στηριζόμενο ιδίως στο άρθρο 67 του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 [κανονισμός για τον συντονισμό συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας] και στον λουξεμβουργιανό κώδικα κοινωνικών ασφαλίσεων, όπως άρχισε να ισχύει από την ημερομηνία κατά την οποία τέθηκε σε ισχύ ο νόμος της 23ης Ιουλίου 2016, έκρινε ότι, από 1ης Αυγούστου 2016, ο FV δεν δικαιούτο πλέον οικογενειακό επίδομα για τον HY, τέκνο το οποίο είχε γεννηθεί στις 5 Δεκεμβρίου 2000 και είχε ανατραφεί στο πλαίσιο του κοινού νοικοκυριού του FV με τη GW από τον Ιούλιο του 2008. Επειδή το εν λόγω τέκνο προέρχεται από προηγούμενο γάμο της GW και δεν έχει σχέση κατιόντος προς ανιόντα με τον FV, δεν έχει την ιδιότητα του «μέλους της οικογένειας», κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, γεγονός το οποίο δεν του επιτρέπει να λαμβάνει λουξεμβουργιανό οικογενειακό επίδομα για το εν λόγω τέκνο.
Ο FV άσκησε προσφυγή ενώπιον του Conseil arbitral de la sécurité sociale (αρμόδιου για διαφορές κοινωνικής ασφαλίσεως διαιτητικού δικαστηρίου, Λουξεμβούργο) κατά της απόφασης του CAE. Το δικαστήριο αυτό αποφάνθηκε ότι τα οικογενειακά επιδόματα στο Λουξεμβούργο συνιστούν κοινωνικό πλεονέκτημα, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 492/2011 [κανονισμός που αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Ένωσης] και ότι τα επιδόματα αυτά σχετίζονται με την άσκηση μισθωτής δραστηριότητας δεδομένου ότι, για να τις λάβει, ο FV πρέπει να είναι εργαζόμενος υπαγόμενος στη λουξεμβουργιανή νομοθεσία.
Το CAE άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως του conseil arbitral de la sécurité sociale ενώπιον του conseil supérieur de la sécurité sociale (δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου αρμόδιου για διαφορές κοινωνικής ασφαλίσεως, Λουξεμβούργο). Αμφισβήτησε τον χαρακτηρισμό των οικογενειακών παροχών ως κοινωνικού πλεονεκτήματος και υποστήριξε ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την προβαλλόμενη διαφορετική μεταχείριση.
Το conseil supérieur de la sécurité sociale αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να ρωτήσει το Δικαστήριο, μέσω προδικαστικής παραπομπής, αν ένα οικογενειακό επίδομα που συνδέεται με την άσκηση, από μεθοριακό εργαζόμενο, μισθωτής δραστηριότητας σε κράτος μέλος αποτελεί κοινωνικό πλεονέκτημα κατά την έννοια των διατάξεων κανονισμού (ΕΕ) 492/2011. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) 492/2011 και της οδηγίας 2004/38/ΕΚ [οδηγία σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών], αντιτίθενται σε διατάξεις κράτους μέλους δυνάμει των οποίων οι μεθοριακοί εργαζόμενοι δεν μπορούν να λαμβάνουν οικογενειακό επίδομα που συνδέεται με την άσκηση, από αυτούς, μισθωτής δραστηριότητας σε κράτος μέλος παρά μόνο για τα δικά τους τέκνα, αποκλειομένων εκείνων του/της συζύγου τους με τα οποία δεν έχουν σχέση ανιόντος προς κατιόντα, ενώ το δικαίωμα λήψεως του εν λόγω επιδόματος προβλέπεται για όλα τα τέκνα που κατοικούν εντός του ως άνω κράτους μέλους.
Απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την απόφασή του αυτή, το Δικαστήριο επισημαίνει, καταρχάς, ότι η έννοια του «κοινωνικού πλεονεκτήματος», στην περίπτωση εργαζομένων που είναι υπήκοοι άλλων κρατών μελών, περιλαμβάνει όλα τα πλεονεκτήματα τα οποία, ανεξαρτήτως του αν συνδέονται με σύμβαση εργασίας, αναγνωρίζονται γενικά στους ημεδαπούς εργαζομένους, λόγω κυρίως της αντικειμενικής ιδιότητάς τους ως εργαζομένων ή λόγω του ότι έχουν απλώς την κατοικία τους στην εθνική επικράτεια.
Εν προκειμένω, όπως από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία προκύπτει, το επίμαχο οικογενειακό επίδομα, το οποίο συνιστά πλεονέκτημα, συνδέεται, όσον αφορά μεθοριακό εργαζόμενο όπως ο FV, με την άσκηση μισθωτής δραστηριότητας στο Λουξεμβούργο. Αυτό χορηγείτο αρχικώς στον FV επειδή ο ίδιος ήταν μεθοριακός εργαζόμενος υπαγόμενος στη λουξεμβουργιανή νομοθεσία. Εξ αυτών το Δικαστήριο καταλήγει ότι ένα οικογενειακό επίδομα που συνδέεται με την άσκηση, από μεθοριακό εργαζόμενο, μισθωτής δραστηριότητας εντός κράτους μέλους είναι κοινωνικό πλεονέκτημα.
Όσον αφορά το ζήτημα της φύσης της σχέσης μεταξύ του μεθοριακού εργαζόμενου και ενός τέκνου που κατοικεί μαζί με τον εργαζόμενο αυτό, το Δικαστήριο παρατηρεί, πρώτον, ότι το επίδομα αυτό καταβάλλεται για όλα τα τέκνα που κατοικούν στο Λουξεμβούργο, καθώς και για όλα τα τέκνα των κατοίκων αλλοδαπής εργαζομένων που έχουν σχέση κατιόντος προς ανιόντα με τους τελευταίους. Συνεπώς, η παροχή αυτή χορηγείται άνευ οιασδήποτε προηγούμενης εξατομικευμένης και κατά διακριτική ευχέρεια σταθμίσεως των προσωπικών αναγκών του αιτούντος, επί τη βάσει εκ του νόμου οριζόμενης καταστάσεως.
Πρόσθετα, το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι η ως άνω παροχή αποτελεί συνεισφορά του κράτους στον οικογενειακό προϋπολογισμό, η οποία σκοπεί στην ελάφρυνση των βαρών που συνεπάγεται η συντήρηση των τέκνων. Επομένως, το Δικαστήριο συμπεραίνει ότι ένα επίδομα όπως το επίμαχο οικογενειακό επίδομα αποτελεί παροχή κοινωνικής ασφαλίσεως που περιλαμβάνεται στις οικογενειακές παροχές περί των οποίων γίνεται λόγος στον κανονισμό (ΕΚ) 883/2004. Σύμφωνα μάλιστα με το Δικαστήριο, ένας εργαζόμενος όπως ο FV εμπίπτει στο υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004, ο οποίος εφαρμόζεται στους υπηκόους κράτους μέλους που κατοικούν σε κράτος μέλος και υπάγονται ή είχαν υπαχθεί στη νομοθεσία ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών, καθώς και στα μέλη της οικογένειάς τους και στους επιζώντες αυτών.
Επιπλέον, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι τα μέλη της οικογένειας διακινούμενου εργαζομένου απολαύουν εμμέσως της ίσης μεταχειρίσεως, αναφορικά με τα κοινωνικά πλεονεκτήματα, που προβλέπει υπέρ του εν λόγω εργαζομένου το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ) 492/2011. Επίσης, κατά το Δικαστήριο, με τον όρο «τέκνο μεθοριακού εργαζομένου», το οποίο δύναται να απολαύει εμμέσως των κοινωνικών πλεονεκτημάτων, δεν νοείται μόνον το τέκνο το οποίο συνδέεται με τον εργαζόμενο αυτόν με σχέση κατιόντος προς ανιόντα, αλλά επίσης το τέκνο του/της συζύγου ή του/της καταχωρισμένου/ης συντρόφου του ως άνω εργαζομένου, εφόσον ο εν λόγω εργαζόμενος συντηρεί το τέκνο αυτό.
Το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, την οποία προβλέπει τόσο το άρθρο 45 ΣΛΕΕ όσο και το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΕ) 492/2011, απαγορεύει όχι μόνον τις άμεσες διακρίσεις λόγω ιθαγένειας, αλλά και κάθε έμμεση μορφή διακρίσεων η οποία, κατ’ εφαρμογήν άλλων κριτηρίων διαχωρισμού, καταλήγει στην πράξη στο ίδιο αποτέλεσμα. Θα πρέπει, λοιπόν, να αξιολογηθεί κατά πόσον υφίσταται διακριτική μεταχείριση στην περίπτωση του FV.
Δυνάμει της επίμαχης στην κύρια δίκη εθνικής νομοθεσίας, όλα τα τέκνα που κατοικούν στο Λουξεμβούργο δικαιούνται το ως άνω οικογενειακό επίδομα, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι όλα τα τέκνα που αποτελούν μέρος του νοικοκυριού ενός εργαζομένου κατοικούντος στο Λουξεμβούργο δικαιούνται το ως άνω επίδομα, περιλαμβανομένων των τέκνων του συζύγου του εργαζομένου αυτού. Αντιθέτως, οι κάτοικοι αλλοδαπής εργαζόμενοι δεν δικαιούνται το εν λόγω επίδομα παρά μόνο για τα δικά τους τέκνα, αποκλειομένων των τέκνων του συζύγου τους με τα οποία δεν έχουν σχέση ανιόντος προς κατιόντα. Μια τέτοια διαφοροποίηση λόγω κατοικίας, η οποία μπορεί να αποβεί περισσότερο σε βάρος των υπηκόων άλλων κρατών μελών, δεδομένου ότι οι μη διαμένοντες στην ημεδαπή είναι συνήθως άτομα τα οποία δεν έχουν την ιθαγένεια του κράτους υποδοχής, συνιστά έμμεση δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγένειας, που επιτρέπεται μόνον υπό την προϋπόθεση ότι δικαιολογείται αντικειμενικώς, κάτι το οποίο όμως δεν εντοπίζεται στην υπόθεση εν προκειμένω.
Το Δικαστήριο τονίζει ότι ναι μεν, στο πλαίσιο του σκοπού του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004, που είναι να εξασφαλίσει τον συντονισμό μεταξύ των διαφόρων διαφορετικών εθνικών συστημάτων χωρίς να οργανώνει ένα κοινό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, ο καθορισμός των δικαιούχων των οικογενειακών παροχών γίνεται βάσει του εθνικού δικαίου, ωστόσο, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής, τα κράτη μέλη οφείλουν να συμμορφώνονται προς το δίκαιο της Ένωσης, εν προκειμένω προς τις διατάξεις που αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων.
Ως εκ τούτου, στον ειδικότερο τομέα της χορηγήσεως κοινωνικών πλεονεκτημάτων, η αρχή της ισότιμης μεταχείρισης αντιτίθεται σε διατάξεις κράτους μέλους βάσει των οποίων οι μεθοριακοί εργαζόμενοι δεν μπορούν να λάβουν οικογενειακό επίδομα που συνδέεται με την άσκηση, από αυτούς, μισθωτής δραστηριότητας, όπως το οικογενειακό επίδομα που διεκδικεί ο FV, εντός του κράτους μέλους αυτού παρά μόνο για τα δικά τους τέκνα, αποκλειομένων εκείνων του συζύγου τους με τα οποία δεν έχουν μεν σχέση ανιόντος προς κατιόντα, αλλά τα οποία συντηρούν οι ίδιοι, ενώ δικαίωμα στο εν λόγω επίδομα έχουν όλα τα τέκνα που κατοικούν εντός του εν λόγω κράτους μέλους.
Γίνεται υπόμνηση ότι η προδικαστική παραπομπή παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, να υποβάλουν στο Δικαστήριο ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, κατά τον ίδιο τρόπο, τα άλλα εθνικά δικαστήρια που επιλαμβάνονται παρόμοιου προβλήματος.
Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA