Εμπίπτουν στην έννοια του “τρίτου” οι δικαστές, οι εισαγγελείς και οι γραμματείς δικαστηρίων και εισαγγελιών;
Δύο ακόμα αντικρουόμενες αποφάσεις του Αρείου Πάγου προστίθενται στη (μακρά πλέον) λίστα αποφάσεων σχετικά με την έννοια του “τρίτου” επί συκοφαντικής δυσφημήσεως.
Στις εν λόγω αποφάσεις εξετάστηκε το ζήτημα κατά πόσον εμπίπτουν στην έννοια του “τρίτου” οι δικαστές, οι εισαγγελείς και οι γραμματείς δικαστηρίων και εισαγγελιών.
Σύμφωνα με την απόφαση 688/2019, ως τρίτοι, κατά την έννοια των άρθρων 362–363 ΠΚ, μπορεί να είναι και οι δικαστές και γραμματείς, οι οποίοι λαμβάνουν γνώση δυσφημιστικών ισχυρισμών κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.
Αντιθέτως, σύμφωνα με την απόφαση 987/2019, τα δικαστικά αυτά πρόσωπα, χωρίς τη συνδρομή ιδιαιτέρων άλλων περιστάσεων που δικαιολογούν την προσφορότητα της προσβολής της τιμής και της υπόληψης του εγκαλούντος, δεν είναι τρίτοι.
Σχόλιο συντακτικής ομάδας: Με την επιφύλαξη της ύπαρξης αποφάσεων που δεν έχουν γίνει γνωστές, φαίνεται πως επί του παρόντος υπερισχύει η άποψη πως τα πρόσωπα αυτά θεωρούνται τρίτοι σε περισσότερα τμήματα του Αρείου Πάγου. Οι αποφάσεις, οι οποίες υποστηρίζουν πως τα πρόσωπα αυτά δεν είναι τρίτοι, προέρχονται από το Ε Τμήμα του Αρείου Πάγου, ενώ οι αντίθετες από διάφορα τμήματα (Α2 Πολιτικό, ΣΤ Ποινικό, Ζ Ποινικό). Σε κάθε περίπτωση είναι πολύ πιθανό το ζήτημα να ρυθμιστεί από την Ολομέλεια.
ΑΠ 688/2019 (Ζ Τμήμα): Οι δικαστές και οι γραμματείς είναι “τρίτοι”
[…] Ως “τρίτος”, κατά την έννοια των άρθρων 362-363 ΠΚ, είναι κάθε άλλο, πλην του δυσφημουμένου, πρόσωπο, το οποίο με οποιονδήποτε τρόπο λαμβάνει γνώση του δυσφημιστικού γεγονότος, έστω και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, ή και αρχή, αρκεί το γεγονός να είναι επιλήψιμο γι’αυτόν, στον οποίο αποδίδεται.
Ο ισχυρισμός για το δυσφημιστικό γεγονός μπορεί να γίνει και με κατάθεση δικογράφου, οπότε γνώση των ισχυρισμών, που περιέχονται σ’αυτό, λαμβάνουν οι δικαστές, ο εισαγγελέας, οι υπάλληλοι της γραμματείας και γενικά όλα τα πρόσωπα, τα οποία, κατά καθήκον, λαμβάνουν γνώση του περιεχομένου του.
Γεγονός νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό απόδειξης, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή το παρόν, που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια.
Περαιτέρω, από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει, ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία, που συγκροτούν την αντικειμενική του υπόσταση, και άμεσος δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει αναγκαίως τη γνώση, ότι ο ισχυρισμός ή η διάδοση του γεγονότος ενώπιον τρίτου δύναται να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη εκείνου, στον οποίο αποδίδεται, καθώς και τη γνώση, ότι το γεγονός αυτό είναι ψευδές.
[…] Με τις στο αιτιολογικό διαλαμβανόμενες παραδοχές, η προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα ερμήνευσε και παραβίασε, κρίνοντας ότι δεν έχουν εφαρμογή, τις παραπάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 362 και 362 του Π.Κ., αφού δέχτηκε ότι στην έννοια του τρίτου δεν υπάγονται οι δικαστικοί λειτουργοί και οι υπάλληλοι των δικαστηρίων, που έλαβαν γνώση της μνημονευόμενης αίτησης αναίρεσης του κατηγορούμενου κατά της 10359/2012 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, την οποία αυτός κάτεθεσε ενώπιον της Γραμματέως του Εφετείου Αθηνών και στην οποία, σύμφωνα με την κατηγορία, είχαν περιληφθεί τα αναφερόμενα στο διατακτικό, εν γνώσει του ψευδή, γεγονότα, τα οποία μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη της εγκαλούσας, ενώ, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, ως τρίτοι, κατά την έννοια των άρθρων 362-363 ΠΚ, μπορεί να γίνει και οι δικαστές και γραμματείς, που λαμβάνουν γνώση δυσφημιστικών ισχυρισμών, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο areiospagos.gr
ΑΠ 987/2019 (Ε Τμήμα): Οι δικαστές και οι γραμματείς δεν είναι “τρίτοι”
[…] Στην προκείμενη περίπτωση από τις προπαρατεθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος – νυν αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος και για την αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης διότι: Την 12.12.2012 υπέβαλε έγκληση ενώπιον της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Αθηνών, με την οποία εν γνώσει του ανέφερε ότι ο νυν εγκαλών, Π. Κ., τέλεσε την αξιόποινη πράξη της παραβιάσεως του ν.2472/97 (περί προσωπικών δεδομένων) και συγκεκριμένα “…κατέστησε προσιτό το Δ.Α.Α.Υ. (του νυν αναιρεσείοντος) του έτους 2008, σε τρίτο αναρμόδιο για τη συμπλήρωση του πεδίου “Β κριτής – Παρατηρήσεις επί της αναλυτικής αξιολογήσεως του κρινομένου και τεκμηρίωση εκτίμησης επί των προοπτικών ανάπτυξης του κρινομένου”, δηλαδή τον έκρινε δι’ αντιπροσώπου, ενώ αυτός είχε αποκλειστική και μόνο αρμοδιότητα πρόσβασης στο εν λόγω πεδίο, ως μέλος της συλλογικής αξιολόγησής του…”, τα αναφερόμενα δε σ’ αυτή (έγκληση) ψευδή περιστατικά περιήλθαν σε γνώση τρίτων προσώπων και δη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, ο οποίος την παρέλαβε, του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, ο οποίος στη συνέχεια επεξεργάστηκε τη μήνυση αυτή, των δικαστικών υπαλλήλων – αρμοδίων γραμματέων της Εισαγγελίας που την παρέλαβαν, και μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του εγκαλούντος.
Με αυτά όμως που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 362 και 363 του Κ.Ποιν.Δ., καθόσον ο Εισαγγελέας και ο δικαστικός γραμματέας είναι θεσμικά εξουσιοδοτημένα όργανα να λαμβάνουν γνώση των δικογράφων, καταγγελιών, μηνύσεων και στα πλαίσια των υπηρεσιακών τους καθηκόντων ερευνούν τη βασιμότητα των καταγγελλομένων σ’ αυτά ή καταγίνονται με τη διεκπεραίωση των υποθέσεων, χωρίς τα ανωτέρω πρόσωπα να προβαίνουν σε ίδια κατά την προσωπική τους άποψη (αρνητική) εκτίμηση αυτών, όπως κάθε τρίτο πρόσωπο.
Έτσι τα δικαστικά αυτά πρόσωπα χωρίς τη συνδρομή ιδιαιτέρων άλλων περιστάσεων που δικαιολογούν την προσφορότητα της προσβολής της τιμής και της υπόληψης του εγκαλούντος δεν είναι τρίτοι με την έννοια που προαναφέρθηκε και επομένως δεν στοιχειοθετείται εν προκειμένω η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης με αποτέλεσμα να ιδρύεται ο από to άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναίρεσης, όπως βάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τον σχετικό δεύτερο λόγο αναίρεσης.
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο areiospagos.gr