Περίληψη αποφάσεως ΣτΕ 3001/2019 του Α΄ Τμήματος, σχετικά με τις προϋποθέσεις κατ’ εξαίρεση καταβολής μηνιαίας πρόσθετης παροχής του Ειδικού Λογαριασμού Πρόσθετων Παροχών του ΤΣΜΕΔΕ, σε περίπτωση παράλληλης λήψης κύριας συντάξεως από το Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. και από άλλον φορέα κύριας ασφαλίσεως ή το Δημόσιο
ΣτΕ 3001/2019 Α΄ Τμ.
Πρόεδρος: κ. Σπ. Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής: κ. Σ. Παπακωνσταντίνου, Πάρεδρος
Αίτηση αναιρέσεως. Παραδεκτός ο ισχυρισμός του άρθρ. 12 παρ. 1 ν.3900/2010 περί αντιθέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί ζητήματος που αφορά γενική αρχή του δικαίου. Ειδικός Λογαριασμός Προσθέτων Παροχών του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε.. Υπαγωγή μετόχων του Ειδικού Λογαριασμού στην ασφάλιση άλλου φορέα κύριας ασφαλίσεως ή του Δημοσίου. Η μοναδική περίπτωση όπου, κατ’ εξαίρεση, ο τυπικός νομοθέτης ανέχθηκε για να καταβληθεί η μηνιαία πρόσθετη σύνταξη του Ειδικού Λογαριασμού την παράλληλη λήψη κύριας συντάξεως και από το Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. και από άλλον φορέα κύριας ασφαλίσεως ή το Δημόσιο είναι η υπαγωγή του μετόχου στον άλλον αυτόν φορέα ή το Δημόσιο να έχει λάβει χώρα μετά τη συμπλήρωση δέκα τουλάχιστον ετών πραγματικής ασφαλίσεως στον Ειδικό Λογαριασμό. Η κατά παρέκκλιση ρύθμιση του δεύτερου εδαφίου της περιπτώσεως γ’ του άρθρου 33 του ν. 915/1979 είναι στενώς ερμηνευτέα και δεν επιδέχεται ανάλογη εφαρμογή ή διασταλτική ερμηνεία κατ’ επίκληση της αρχής της ισότητας.
(Α) Αρκεί για τη θεμελίωση του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως κατ’ άρθρ. 12 παρ. 1 ν.3900/2010 ο ισχυρισμός ότι υφίσταται αντίθεση της κρίσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί του κρίσιμου για την επίλυση της διαφοράς ζητήματος της ανάλογης εφαρμογής εξαιρετικής διατάξεως νόμου κατά παράβαση γενικής αρχής του δικαίου, σύμφωνα με την οποία οι εξαιρετικές διατάξεις είναι ως εκ της φύσεως και του σκοπού τους στενώς ερμηνευτέες και δεν επιδέχονται ανάλογη ή επεκτατική εφαρμογή κατ’ επίκληση της αρχής της ισότητας (πρβ. Σ.τ.Ε. 2179/2016).
(Β) Κατ’ άρθρα 33 του ν. 915/1979 (Α’ 103) και 2 του Κανονισμού Παροχών του Ειδικού Λογαριασμού Προσθέτων Παροχών (Ε.Λ.Π.Π.) του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. (υπ’ αριθμ. 43/3/715/8.4.1981 απόφαση του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών, Β΄ 223), δικαιούνται τις πρόσθετες παροχές του Ειδικού Λογαριασμού μόνο οι συνταξιούχοι του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., οι οποίοι δεν έχουν άλλες αποδοχές εκτός της χορηγούμενης από το Ταμείο αυτό συντάξεως και αποκλείονται των παροχών αυτών οι συνταξιούχοι του ίδιου Ταμείου, οι οποίοι προσδοκούν ή λαμβάνουν συντάξεις ή άλλες ασφαλιστικές παροχές από άλλον (ημεδαπό, βλ. ΣτΕ 2985/2003) φορέα κύριας ασφαλίσεως ή το Δημόσιο (ΣτΕ 4888/1988). Κατά τις διατάξεις αυτές, αφενός προϋπόθεση εκ του νόμου για την υποχρεωτική υπαγωγή στην ασφάλιση του Ειδικού Λογαριασμού είναι η προηγούμενη υπαγωγή αποκλειστικώς και μόνον στην ασφάλιση του Κλάδου Συντάξεων του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., αφετέρου σε περίπτωση μεταγενέστερης, ήτοι μετά την υπαγωγή στην ασφάλιση του Ειδικού Λογαριασμού, υπαγωγής των μετόχων του Ε.Λ.Π.Π. στην ασφάλιση άλλου, πέραν του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., φορέα κύριας ασφαλίσεως ή του Δημοσίου για συνταξιοδότηση, οι μέτοχοι εξαιρούνται από την ασφάλιση του Ε.Λ.Π.Π. και δεν δικαιούνται πλέον, κατά τη συνταξιοδότησή τους από το Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., τις πρόσθετες παροχές του Ειδικού Λογαριασμού. Όλως κατ’ εξαίρεση, κατά ρητή και σαφή νομοθετική πρόβλεψη, όσοι εξ αυτών των μετόχων υπήχθησαν μεταγενεστέρως στην ασφάλιση άλλου, πέραν του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., φορέα κύριας ασφαλίσεως ή του Δημοσίου για συνταξιοδότηση, έχοντας, ωστόσο, ήδη συμπληρώσει τουλάχιστον δεκαετή πραγματική ασφάλιση στον Ειδικό Λογαριασμό, δεν εξαιρούνται από την ασφάλιση του Ειδικού Λογαριασμού και συνεχίζουν την ασφάλισή τους σε αυτόν, παράλληλα με την ασφάλισή τους στο Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. και στον άλλον φορέα κύριας ασφαλίσεως για τη λήψη κύριας συντάξεως, μετά δε τη χορήγηση κύριας συντάξεως από τον Κλάδο Συντάξεων του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. δικαιούνται να λάβουν από τον Ειδικό Λογαριασμό μόνο το μέρος της μηνιαίας πρόσθετης σύνταξης που αναλογεί στην υπερδεκαετή πραγματική ασφάλισή τους στον Ε.Λ.Π.Π. και όχι την πρόσθετη σύνταξη στο ύψος που προσδιορίζεται στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του Κανονισμού Παροχών του Ε.Λ.Π.Π.. Με τα δεδομένα αυτά, η μοναδική περίπτωση όπου, κατ’ εξαίρεση, ο ίδιος ο τυπικός νομοθέτης ανέχθηκε ρητώς και σαφώς, προκειμένου να καταβληθεί η μηνιαία πρόσθετη σύνταξη του Ε.Λ.Π.Π., την παράλληλη λήψη συντάξεως και από το Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. και από άλλον φορέα κύριας ασφαλίσεως (ή το Δημόσιο) είναι η υπαγωγή του μετόχου στον άλλον αυτόν φορέα (ή το Δημόσιο), από τον οποίο ο μέτοχος του Ε.Λ.Π.Π. έλαβε κύρια σύνταξη, να έχει λάβει χώρα μετά τη συμπλήρωση δέκα τουλάχιστον ετών πραγματικής ασφαλίσεως στον Ειδικό Λογαριασμό, οπότε, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, ο μέτοχος έχει ήδη συνεισφέρει οικονομικά επί αρκετό χρόνο στον Ειδικό Λογαριασμό και δικαιούται τουλάχιστον τις ασφαλιστικές παροχές που αντιστοιχούν στις ατομικές εισφορές που κατέβαλλε αυτοτελώς υπέρ του Λογαριασμού κατά το χρονικό διάστημα της ασφαλίσεώς του σε αυτόν, η κατά παρέκκλιση δε ρύθμιση αυτή του δεύτερου εδαφίου της περίπτωσης γ΄ του άρθρου 33 του ν. 915/1979, ως αφορώσα στην κατά τα ανωτέρω ειδικώς προβλεπόμενη από αυτή κατηγορία μετόχων, είναι, ως εκ της φύσεως και του κατά τα ανωτέρω σκοπού της, στενώς ερμηνευτέα και δεν επιδέχεται ανάλογη εφαρμογή ή διασταλτική ερμηνεία κατ’ επίκληση της κατοχυρούμενης στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχής της ισότητας (πρβ. ΣτΕ 3323/2000 Ολομ., ΣτΕ 2343/2007, ΣτΕ 3572/2008 7μ., ΣτΕ 1580/2010 Ολομ., ΣτΕ 409/2012, ΣτΕ 4657/2013, ΣτΕ 1523/2018 κ.ά.).
(Γ) Ο αναιρεσίβλητος υπήχθη υποχρεωτικώς κατά τον νόμο στην ασφάλιση του Ε.Λ.Π.Π. λόγω της κύριας ασφαλίσεώς του στο Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., κατά τον χρόνο δε της υπαγωγής του στην ασφάλιση του Ειδικού Λογαριασμού δεν ήταν ασφαλισμένος σε άλλον φορέα κύριας ασφαλίσεως ή το Δημόσιο για συνταξιοδότηση και δεν προσδοκούσε, ως εκ τούτου, τη λήψη κύριας συντάξεως από άλλον φορέα πέραν του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., μετά, όμως, την υπαγωγή του στην ασφάλιση του Ε.Λ.Π.Π. υπήχθη στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ., από το οποίο και έλαβε κύρια σύνταξη λόγω γήρατος, κατόπιν υποβολής αιτήσεως και καταβολής εισφοράς εξαγοράς, κατ’ εφαρμογή μεταγενέστερης νομοθετικής ρυθμίσεως (ν. 1539/1985 και κ.υ.α. Φ.20/οικ.293/1.4.1998), έχοντας, ωστόσο, ήδη συμπληρώσει στην ασφάλιση του Ε.Λ.Π.Π. υπερδεκαετή πραγματική ασφάλιση και έχοντας καταβάλει αδιαλείπτως τις αναλογούσες ατομικές ασφαλιστικές εισφορές υπέρ του Ε.Λ.Π.Π. από το έτος 1979 μέχρι το έτος 2001. Με τα δεδομένα αυτά, εφόσον ο αναιρεσίβλητος είχε ήδη εισφέρει οικονομικά στον Ειδικό Λογαριασμό για χρονικό διάστημα ανώτερο των δέκα ετών, συνέτρεχε στην περίπτωσή του ο δικαιολογητικός λόγος που, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, επέβαλε τη λήψη από τους μετόχους του Ε.Λ.Π.Π. μόνο της αναλογούσας στην υπερδεκαετή συμμετοχή τους στον Ειδικό Λογαριασμό μηνιαίας πρόσθετης συντάξεως. Επομένως, σύμφωνα με την εξαιρετική διάταξη του δεύτερου εδαφίου της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 33 του ν. 915/1979, η οποία είναι εφαρμοστέα στην επίδικη υπόθεση ευθέως και κατά το γράμμα αυτής και όχι κατ’ αναλογίαν ούτε κατ’ επέκταση της έκτασης εφαρμογής της, ορθώς κρίθηκε από το δικάσαν διοικητικό εφετείο ότι ο αναιρεσίβλητος δικαιούτο μόνο τη μηνιαία πρόσθετη σύνταξη που αναλογεί στον χρόνο ασφαλίσεώς του στον Ειδικό Λογαριασμό, ανεξαρτήτως των ειδικότερων σκέψεων της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως (πρβ. ΣτΕ 3778/2013).