ένας Μαλλιάρα
Διαταράσσοντας την ομαλή πορεία σε μια κανονικότητα που είχαν κατακτήσει σταδιακά από πέρυσι το καλοκαίρι, η κρίση του COVID-19 φέρνει μια νέα πραγματικότητα για τις ελληνικές τράπεζες.
Με άγνωστο “Χ” τη διάρκειά της, η πανδημική κρίση ανατρέπει και αναβάλλει την επίτευξη κρίσιμων στόχων για το τραπεζικό σύστημα, θέτει νέες προκλήσεις και δίνει, ταυτόχρονα, ευκαιρίες μετασχηματισμού. Στο νέο και αχαρτογράφητο περιβάλλον, που ενέχει αβεβαιότητες και δυσκολίες, το τραπεζικό σύστημα βρίσκεται εξοπλισμένο και με κεκτημένα και συγκυρίες που θα απαλύνουν τις επιπτώσεις που δέχεται από την κρίση, επιτρέποντας στις τράπεζες να δράσουν ώστε η οικονομία να ανακάμψει το ταχύτερο.
Πιο “κόκκινα” τα δάνεια
Με τις εξελίξεις να διαμορφώνονται μέρα με τη μέρα από την εξάπλωση του κορονοϊού και τη μάχη εναντίον του, οι εκτιμήσεις των τραπεζιτών για τις επιπτώσεις και την επομένη της πανδημικής κρίσης για τις τράπεζες είναι εξαιρετικά βραχυπρόθεσμες. Επόμενο ορόσημο είναι το Eurogroup της 7ης Απριλίου και οι νέες δράσεις των ευρωπαϊκών Αρχών για τη “θεραπευτική αγωγή” και το “ντοπάρισμα” οικονομίας και τραπεζών. Με το δεδομένο ότι οι τράπεζες είναι οι πνεύμονες της οικονομίας, το πλέον κρίσιμο είναι πόσο οξυγόνο θα διοχετεύσουν σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά, και ειδικότερα πόσες υγιείς επιχειρήσεις θα μπορέσουν να διασώσουν από τον κορονοϊό για να σταθούν όρθιες την επομένη της κρίσης.
Αυτή είναι η κύρια πρόκληση που θέτουν και για τη δική τους επόμενη μέρα οι τράπεζες, καθώς η ύφεση δείχνει απειλητικά τα δόντια της, στη θέση της ανάπτυξης με ρυθμό 2,5% στην οποία βασιζόταν ο στρατηγικός σχεδιασμός τους. Ήδη οι τράπεζες εντοπίζουν μεγάλα προβλήματα στα επιχειρηματικά τους χαρτοφυλάκια, καθώς η κρίση αγγίζει μία στις δύο μικρομεσαίες επιχειρήσεις και πλήττει στην “καρδιά” κλάδους όπως ο τουρισμός, η φιλοξενία, οι μεταφορές και το λιανικό εμπόριο. Παράλληλα, το lockdown της οικονομίας δημιουργεί συνθήκες αθέτησης πληρωμών και στα δάνεια των ιδιωτών, βάζοντας συνολικά στον “πάγο” την προσπάθεια μείωσης των “κόκκινων” δανείων.
Με τις εποπτικές παρεμβάσεις ΕΚΤ/SSM, οι τράπεζες θα μπορέσουν να χειριστούν το θέμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων χωρίς πλήγμα στα κεφάλαιά τους. Ωστόσο, ο στόχος για μονοψήφιο ποσοστό “κόκκινων” δανείων το 2022 μετατίθεται σε χρόνο που θα καθορίσουν η λήξη της κρίσης και το ύψος των νέων NPLs που θα προστεθούν στα ήδη υφιστάμενα 70 δισ. ευρώ.
Εξαρτώμενη από την κάμψη της κρίσης είναι και η λειτουργία του ελληνικού APS “Ηρακλής” στο κρίσιμο σκέλος του, αυτό της πώλησης σε επενδυτές των mezzanine τίτλων των τιτλοποιήσεων των τραπεζών. Η Eurobank έχει μπει στον “Ηρακλή”, αλλά τα σχέδια εισόδου των υπολοίπων τραπεζών ενδέχεται να μετατεθούν προς τα τέλη του έτους, αφού οι προετοιμασίες των τιτλοποιήσεων συνεχίζονται κανονικά, αλλά οι επενδυτές έχουν αναστείλει κάθε τους δράση.
Η απόσυρση των επενδυτών αγγίζει, επιπλέον, τους στόχους των τραπεζών για τη διαχείριση των ακινήτων τους, αφού το “χτύπημα” του κορονοϊού και στο real estate ακυρώνει συμφωνίες για μαζικές πωλήσεις και ανατρέπει ευρύτερες κινήσεις διαχείρισης/επένδυσης που προγραμμάτιζαν οι τράπεζες για 20.000-25.000 ακίνητα.
“Χειρόφρενο” στα δάνεια ιδιωτών
Η κρίση του κορονοϊού αναστέλλει, επίσης, κάθε σχέδιο των τραπεζών για πιστωτική επέκταση στη λιανική τραπεζική. Οι τράπεζες είχαν ξεκινήσει μεγάλο άνοιγμα στη στεγαστική πίστη, η οποία από το τελευταίο δίμηνο του 2019 μέχρι και τον Φεβρουάριο του 2020 “έτρεχε” με ρυθμό 60%. Παράλληλα, ανοδικά είχαν αρχίσει να κινούνται οι χορηγήσεις στην καταναλωτική πίστη (ιδίως για αγορά αυτοκινήτου), αλλά και τα δάνεια προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Τώρα τα νέα δάνεια μπαίνουν στην “κατάψυξη”, με μόνη εξαίρεση τις δανειοδοτήσεις σε κεφάλαιο κίνησης που θα χρειαστεί να δώσουν οι τράπεζες, με τη στήριξη της κυβέρνησης (εγγυήσεις, επιδοτήσεις), προκειμένου να κρατήσουν βιώσιμες επιχειρήσεις ζωντανές.
Τα νέα δάνεια που θα διοχετευθούν στις επιχειρήσεις αποτελούν “αχτίδα φωτός” για τα έσοδα του τραπεζικού συστήματος. Τα έσοδα βρίσκονταν υπό συνεχή συρρίκνωση, αποτελώντας τη μεγαλύτερη πρόκληση για τις τράπεζες, παράλληλα με τη μείωση των NPLs. Τώρα, ελέω κορονοϊού, θα υπάρξει μια διασφαλισμένη πηγή εσόδων από τις νέες επιχειρηματικές χορηγήσεις, η οποία θα μπορεί να αντισταθμίσει μερικώς την αρνητική επίπτωση της αναμενόμενης ύφεσης στα τραπεζικά έσοδα.
Η ώθηση στο digital banking
Ο αντίκτυπος της ύφεσης στα έσοδα θα φέρει αναπόφευκτα περαιτέρω μείωση του κόστους στις τράπεζες. Η μείωση αυτή προωθείται ταχέως από τον ίδιο τον κορονοϊό, που, επιβάλλοντας την κοινωνική τήρηση αποστάσεων, δίνει μεγάλη και απότομη ώθηση στην ψηφιοποίηση και στις συναλλαγές εξ αποστάσεως. Μέχρι την παραμονή της πανδημικής κρίσης, ο βηματισμός των τραπεζών προς την ψηφιοποίησή τους ήταν αργός και με χαμηλή αποδοχή. Με το ξέσπασμά της, η πανδημία έστρεψε μαζικά το κοινό στα εναλλακτικά δίκτυα των τραπεζών και στις ηλεκτρονικές συναλλαγές, θέτοντας δεδομένα που οι τράπεζες θα διατηρήσουν και μετά την κρίση ώστε να αλλάξουν το λειτουργικό τους μοντέλο και να γίνουν πιο αποτελεσματικές.
Τα ατού και η επενδυτική βαθμίδα
Οι τραπεζίτες εκτιμούν ότι ο κορονοϊός μπορεί να εκτρέψει την πορεία κανονικότητας που είχαν χαράξει οι τράπεζες, καθυστερώντας την επίτευξη των σχεδίων τους κατά 6-12 μήνες. Ωστόσο, στην παρούσα κρίση, οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται με σημαντικά πλεονεκτήματα για να κερδίσουν σύντομα το χαμένο έδαφος.
Καταρχάς, έχουν τη δυνατότητα να ενισχύσουν μέσω αγορών κρατικών ομολόγων τα έσοδα και τα κέρδη τους, καθώς η ΕΚΤ ήρε το πλαφόν στις αγορές αυτές.
Περαιτέρω, με την ένταξη της Ελλάδας στο έκτακτο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ για την πανδημία, οι τράπεζες αποκτούν πρόσβαση σε φθηνή χρηματοδότηση και μπορούν να δώσουν με μεγαλύτερη ευχέρεια νέα δάνεια.
Επιπλέον, το μηδενικό RWA που έλαβαν από Κομισιόν και SSM για τις τιτλοποιήσεις του “Ηρακλή” απαλλάσσει τα κεφάλαιά τους από το βάρος πρόσθετων προβλέψεων.
Με τις δύο τελευταίες κινήσεις οι ελληνικές τράπεζες έχουν αποκτήσει επενδυτική βαθμίδα 18 μήνες νωρίτερα του αναμενομένου.