Της Ελευθερίας Κούρταλη
Αν και θα σημειωθεί απότομη ανάκαμψη στην παγκόσμια δραστηριότητα μόλις χαλαρώσουν οι περιορισμοί που σχετίζονται με την πανδημία του κορονοϊού, το ΑΕΠ στις περισσότερες οικονομίες θα εξακολουθήσει να βρίσκεται κάτω από τα προ-κρίσης επίπεδα, ακόμη και μετά από δύο ή τρία χρόνια, όπως σημειώνει η Capital Economics η οποία σε νέα έκθεσή της εξετάζει ποιες οικονομίες είναι πιθανό να δουν την πιο μακροχρόνια περίοδο κρίσης λόγω του κορονοϊού και άρα θα αργήσουν να ανακάμψουν.
Η Capital Economics θεωρεί ότι υπάρχουν τέσσερις ομάδες χωρών που διατρέχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο πολύ παρατεταμένης ανάκαμψης (και ορισμένες χώρες ενδέχεται να εμπίπτουν σε περισσότερες από μία κατηγορίες). Σε αυτές τοποθετεί και την Ελλάδα, κυρίως λόγω του τουρισμού και του υψηλού επιπέδου δημόσιου χρέους.
Αξίζει να σημειώσουμε πως σε έκθεσή της την προηγούμενη εβδομάδα η Capital Economics εκτίμησε πως η ύφεση στην Ελλάδα φέτος θα φτάσει το 15% ενώ το 2021 θα σημειωθεί ανάπτυξη της τάξης του 10%. Παράλληλα, ανέφερε πως τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης της κυβέρνησης θα προκαλέσουν την εκτίναξη του δείκτη χρέους πάνω από το 200% του ΑΕΠ φέτος και στο 225% ενώ το 2021-2022 θα κινηθεί στο 210%.
Το πρώτο γκρουπ αφορά εκείνες τις χώρες που δεν μπορούν να θέσουν την πανδημία υπό έλεγχο και αντιμετωπίζουν κρούσματα μεγάλης κλίμακας, τα οποία δεν μπορούν να περιορίσουν. Σε αυτήν την περίπτωση, τα πράγματα θα μπορούσαν να ομαλοποιηθούν μόνο όταν επιτευχθεί είτε ανοσία του πληθυσμού είτε βρεθεί ένα αποτελεσματικό εμβόλιο. Και οι δύο αυτοί παράγοντες θα μπορούσαν να διαρκέσουν τουλάχιστον ένα χρόνο και πιθανώς πολύ περισσότερο. Οι χώρες που κινδυνεύουν περισσότερο σε αυτό το μέτωπο είναι εκείνες με πυκνό πληθυσμό, κακή παροχή υγειονομικής περίθαλψης και περιορισμένη ικανότητα επιβολής μέτρων καραντίνας, όπως χώρες της υποσαχάριας Αφρικής, της Λατινικής Αμερικής και της ινδικής ηπείρου.
Πάντως, όπως προσθέτει η Capital Economics, οι χώρες που έχουν μέχρι στιγμής ελέγξει τα κρούσματα πραγματοποιώντας lockdowns ή / και πολλά τεστ, δεν είναι αλώβητες στους κινδύνους καθώς μπορεί να βρεθούν αντιμέτωπες με ένα δεύτερο κύμα του ιού, το οποίο θα εξαλείψει την οποιαδήποτε οικονομική ανάκαμψη αναμενόταν. Όπως αναφέρεται, η αύξηση των κρουσμάτων οδήγησε πρόσφατα τη Σιγκαπούρη (η οποία στο παρελθόν έκανε καλή δουλειά στον περιορισμό του ιού) σε ολικό shutdown.
Η δεύτερη ομάδα χωρών είναι αυτές που είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένες στους κλάδους που πιθανότατα θα έχουν μόνιμη απώλεια παραγωγής. Πιο συγκεκριμένα, η Capital Economics εκτιμά πως θα χρειαστούν αρκετά χρόνια για να επιστρέψουν τα διεθνή ταξίδια και ο τουρισμός σε “φυσιολογικά” επίπεδα, αν πράγματι συμβεί ποτέ. Οι χώρες ενδέχεται να είναι αργές στο να άρουν τους ταξιδιωτικούς περιορισμούς. Και ο κόσμος μπορεί να αποφύγει γενικότερα και για πολύ μεγάλο διάστημα, τα προσωπικά και τα επαγγελματικά ταξίδια. Σύμφωνα με την Capital Economics, από τις μεσαίες και μεγάλες οικονομίες όπου τα ταξίδια και ο τουρισμός αντιπροσωπεύουν το υψηλότερο μερίδιο του ΑΕΠ ξεχωρίζουν η Ταϊλάνδη, οι Φιλιππίνες, η Ελλάδα και το Μαρόκο.
Όπως τονίζεται, ο κόσμος μπορεί επίσης να αποφεύγει στο εξής τις μαζικές συγκεντρώσεις (π.χ. κινηματογράφους, φεστιβάλ, μεγάλα συνέδρια) και για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι περισσότεροι που εκτίθενται σε τέτοιου είδους υπηρεσίες είναι οι πλουσιότερες αναπτυγμένες χώρες και, μεταξύ των αναδυόμενων αγορών, το Μεξικό και η Κορέα. Και μπορεί να υπάρξει μόνιμος αντίκτυπος στην εμπιστοσύνη και τις επενδύσεις των εταιρειών, επηρεάζοντας οικονομίες όπως η Κίνα, που παράγουν κεφαλαιουχικά αγαθά.
Το τρίτο γκρουπ αφορά εκείνες τις χώρες όπου το δημοσιονομικό κόστος του κορονοϊού θα θέσει τους δείκτες δημόσιου χρέους σε μια μη βιώσιμη τροχιά. Σε ορισμένες χώρες, αυτό θα οδηγήσει σε λιτότητα που θα επηρεάσει τη ζήτηση για αρκετά χρόνια, ενώ σε άλλες χώρες η μεγαλύτερη ανησυχία είναι το default. Εκ πρώτης όψεως, οι χώρες με τα υψηλότερα επίπεδα χρέους πριν από την κρίση φαίνεται να διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο όπως η Ιαπωνία, η Ελλάδα, η Ιταλία, η Πορτογαλία, η Σιγκαπούρη και οι ΗΠΑ.
Κάποιες από αυτές τις χώρες διατρέχουν πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο από ό,τι οι άλλες, ανάλογα με διαφόρους παράγοντες όπως το εάν μπορούν να τυπώσουν το δικό τους χρήμα, ποιες είναι οι προοπτικές της οικονομικής ανάπτυξης (και επομένως δημοσιονομικά έσοδα), κ.ά. Όπως τονίζει η Capital Economics, οι μεγαλύτερες ανησυχίες σε αυτό το μέτωπο αφορούν την Ιταλία και τη Βραζιλία. Ωστόσο, ακόμα και ορισμένες (κυρίως αναπτυσσόμενες) χώρες με σχετικά χαμηλούς δείκτες χρέους ενδέχεται να αντιμετωπίσουν προβλήματα.
Το τέταρτο και τελευταίο γκρουπ αφορά εκείνες τις χώρες που πιθανόν να δουν τη μεγαλύτερη μόνιμη βλάβη από την πανδημία, όπου δηλαδή η αρχική βαθιά ύφεση μεταμορφώνεται σε μια ακόμη πιο σοβαρή κάμψη. Αυτό είναι πιθανό να συμβεί εάν προκύψει τραπεζική κρίση, εξαιτίας ενός αδύναμου τραπεζικού τομέα και / ή επειδή οι κυβερνήσεις δεν υποστηρίζουν τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, οδηγώντας σε ένα μεγάλο κύμα αθετήσεων υποχρεώσεων. Τα κόκκινα δάνεια θα μπορούσαν να αυξηθούν ιδιαίτερα απότομα σε εκείνες τις χώρες που εκτίθενται περισσότερο σε τομείς που πλήττονται σκληρά από την κοινωνική αποστασιοποίηση.
Αν και σε όλες τις μεγάλες οικονομίες οι τράπεζες είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες, ορισμένες έχουν πιο “άνετα” περιθώρια σε ό,τι αφορά τα κεφάλαιά τους σε σχέση με τις εποπτικές απαιτήσεις, από ό,τι άλλες. Επιπλέον, ορισμένες αναδυόμενες οικονομίες έχουν υψηλά επίπεδα εξωτερικού χρέους, καθιστώντας τες ευάλωτες σε σφιχτότερες συνθήκες εξωτερικής χρηματοδότησης.
Η Capital Economics αναφέρει πως ανησυχεί ιδιαίτερα για τον τραπεζικό τομέα της Τουρκίας. Ακόμη και αν αποφευχθεί μια απόλυτη τραπεζική κρίση, το χτύπημα στους ισολογισμούς των τραπεζών από την άνοδο των επισφαλών δανείων θα μπορούσε να αναστείλει τον νέο δανεισμό. Αυτό θα πλήξει χώρες όπου ο τραπεζικός δανεισμός αποτελεί μεγαλύτερο μερίδιο της συνολικής χρηματοδότησης, συμπεριλαμβανομένου του μεγαλύτερου μέρους της Ευρώπης.