Του Γ. Αγγέλη
Όταν έγινε γνωστό ότι η κυρία Λαγκάρντ θα απαντούσε με δημόσια συνέντευξη στο Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρλσρούης την Πέμπτη, όσον αφορά την απόφαση των Γερμανών δικαστών να θέσουν υπό αμφισβήτηση το δικαίωμά της για τη νομισματική πολιτική της Ε.Ε. (και το QE), όλοι… άφησαν τα μολύβια κάτω και περίμεναν.
Η απάντηση της κυρίας Λαγκάρντ ότι η ΕΚΤ είναι “ανεξάρτητη Αρχή” και δίνει λογαριασμό μόνο “στο Ευρωκοινοβούλιο και όχι σε εθνικές Αρχές” προκάλεσε ταυτόχρονα και ανακούφιση και ανησυχία.
Ανακούφιση γιατί −όπως διευκρίνισε η ίδια− η ΕΚΤ θα συνεχίσει να εφαρμόζει αυτό που ήδη κάνει, ήτοι την παράλληλη εφαρμογή του QE (700 δισ. ευρώ), που αποφασίστηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο, και του “έκτακτου QE” (PEPP – 750 δισ. ευρώ), που ανακοινώθηκε με το ξέσπασμα της πανδημίας τον Μάρτιο, με αγορές ομολόγων σύμφωνα με το πρόγραμμα.
Αλλά και ανησυχία γιατί, σε επίπεδο θεσμικό, η απάντηση της ΕΚΤ δείχνει ότι θα αγνοήσει την απόφαση του Δικαστηρίου της Καρλσρούης και δεν θα στείλει “περισσότερες εξηγήσεις”, όπως απαιτεί το δικαστήριο, ούτε στην Bundesbank ούτε στην Bundestag για το αν έχει εφαρμόσει σωστά την “αρχή της αναλογικότητας”.
Αυτή η περιβόητη αρχή, με την οποία απειλούν οι Γερμανοί δικαστές, προβλέπει ότι η ΕΚΤ μπορεί μόνο να ασκήσει τις εξουσίες που της έχουν δοθεί “στον βαθμό που είναι απαραίτητες για να επιτύχει τους στόχους της εντολής της”. Αντίθετα, η ΕΚΤ, μέσω Λαγκάρντ, απάντησε δημοσίως ότι θα συνεχίσει να δίνει κάθε τρεις μήνες −ήτοι ενωρίτερα από το περιθώριο που της έχει δοθεί από τους Γερμανούς δικαστές− report για τις αποφάσεις και την πολιτική της στο Ευρωκοινοβούλιο και μόνο σε αυτό.
Βέβαια, η επικεφαλής της ΕΚΤ συνηθίζει, εφόσον την καλέσει κάποιο ευρωπαϊκό εθνικό Κοινοβούλιο, να ανταποκρίνεται όσον αφορά το αίτημα της ενημέρωσης. Αλλά αυτό είναι στη δική της επιλογή και αφορά την ενημέρωση και όχι την (εθνική) δικαστική εντολή παρουσίασης στοιχείων απολογισμού της δουλειάς της.
Οι αντιδράσεις
Οι συνέπειες, τουλάχιστον οι άμεσες, από τη λήψη “θέσεων μάχης” μεταξύ των δύο “αντιπάλων” είναι ότι από τη μία οι αγορές καθησυχάστηκαν, σε γενικές γραμμές, από το γεγονός ότι δεν θα έχουν άμεσα εκπλήξεις όσον αφορά τις αγορές ομολόγων από την ΕΚΤ. Από την άλλη, όμως, ήδη κάποια επενδυτικά funds άρχισαν να αποσύρονται “σιωπηρά” από τα ιταλικά ομόλογα, αυξάνοντας τις πιέσεις στα spreads και τις αποδόσεις σε “λογικά” προς το παρόν επίπεδα, με την “ένταση” να είναι πλέον ευδιάκριτη ειδικά στις αγορές των κρατικών και εταιρικών ομολόγων των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου.
Ακόμα περισσότερο, όμως, η “πίεση” αυτή φαίνεται να αποτυπώνεται στις συναλλαγματικές ισοτιμίες του ευρώ, το οποίο έχει πιεστεί έναντι του δολαρίου και, πολύ περισσότερο, έναντι του χρυσού.
Η πίεση αυτή και οι εκτιμήσεις που γίνονται σχετικά αφήνουν τα περιθώρια για προβλέψεις που δείχνουν μια δυναμική διολίσθησης του ευρώ ακόμα και κάτω από την ισοτιμία 1 προς 1 με το δολάριο. Η συνάρτηση της διολίσθησης αυτής με τη θεσμική αναταραχή που έχει προκαλέσει η απόφαση του γερμανικού δικαστηρίου όσον αφορά τη σταθερότητα της Ενωμένης Ευρώπης είναι “εκρηκτική”. Και αυτό πέρα από τις πιέσεις που έτσι κι αλλιώς αναπτύσσονται από το ενδεχόμενο να επηρεαστεί η βιωσιμότητα του κρατικού χρέους σε μεγάλο κομμάτι (των χωρών του Νότου) της Ευρωζώνης.
Το παρασκήνιο
Αμέσως μετά την ανακοίνωση της απόφασης του Δικαστηρίου της Καρλσρούης, το Εκτελεστικό Συμβούλιο της ΕΚΤ συνήλθε εκτάκτως την Τετάρτη το βράδυ. Η συνάντηση αυτή κατέληξε σε μια ανακοίνωση η οποία περιοριζόταν να επαναλαμβάνει τον βασικό καταστατικό σκοπό της ΕΚΤ, ήτοι αυτόν της υπεράσπισης σταθερότητας των τιμών, και, βέβαια, να διαβεβαιώνει για τη σταθερότητα του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος.
Ακριτομυθίες μελών του Εκτελεστικού Συμβουλίου αναφέρουν ότι στη συνάντηση αυτή τα μέλη του Συμβουλίου απέφυγαν να πάρουν “θέση μάχης” απέναντι στο Δικαστήριο της Καρλσρούης, αλλά συμφώνησαν να επαναφέρουν με ψύχραιμη δημόσια τοποθέτηση της κυρίας Λαγκάρντ –σε αυτό συμφώνησαν και οι “Γερμανοί” του Συμβουλίου− την υπενθύμιση της ανεξαρτησίας της αλλά και την καταστατική δέσμευσή της να δίνει λόγο μόνο στο Ευρωκοινοβούλιο.
Το θεσμικό πρόβλημα, όμως, που έχει αναδειχθεί από την απόφαση της Καρλσρούης είναι ότι αυτή δεν προσβάλλει μόνο την ΕΚΤ, αλλά και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Και αυτό γιατί το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στα τέλη του 2018 είχε αποφανθεί, σε ανάλογες “κατηγορίες” γερμανικών φορέων (μερίδα βιομηχάνων, οικονομολόγων καθηγητών κ.ά.), ότι οι αποφάσεις και η δράση της ΕΚΤ είναι σύννομες με το ευρωπαϊκό δίκαιο, το οποίο υπερισχύει του εθνικού.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, χθες Παρασκευή, δεν παρέλειψε να υπενθυμίσει δημοσίως στο γερμανικό δικαστήριο ότι οι αρμοδιότητές του είναι πάνω από τα εθνικά νομικά και δικαστικά συστήματα οποιουδήποτε βαθμού…
Το πρόβλημα, κατά συνέπεια, είναι πολλαπλό και θίγει την καρδιά της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης και τις Συνθήκες που τη συγκροτούν, καθώς καλεί το ευρωπαϊκό θεσμικό όργανο, την ανεξάρτητη ΕΚΤ, να λογοδοτήσει σε “εθνικά” θεσμικά όργανα τα οποία, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Συνθήκη, υποτάσσονται στα ευρωπαϊκά και όχι το αντίστροφο. Η αμφισβήτηση αυτή είναι διπλή, αφού αγνοεί άμεσα και πρακτικά την ετυμηγορία και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, το οποίο έχει αποφασίσει υπέρ της ΕΚΤ τελεσίδικα.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι η απόφαση του δικαστηρίου ήταν γνωστή σε κύκλους της κυβέρνησης στο Βερολίνο και, εν γνώσει της κυρίας Μέρκελ, το “Spiegel”, με σχόλιό του που προηγήθηκε της ανακοίνωσης της απόφασης, προειδοποιούσε για την αμεσότητα του κινδύνου στην τρέχουσα συγκυρία η Γερμανία να οδηγήσει σε κατάρρευση της Ε.Ε. αν συνεχίσει να κρατά σκληρή στάση στο θέμα της αντιμετώπισης της κρίσης.
Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται, σύμφωνα με πληροφορίες, και η αντίδραση του CEO της Volkswagen, o οποίος προειδοποίησε τους Γερμανούς με συνέντευξή του ότι, αν η Γερμανία δεν χαλαρώσει τη στάση της, θα οδηγήσει σε καταστροφή περιοχές της Ε.Ε. όπως η Β. Ιταλία, από την οποία εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία στη Βαυαρία…
Κύκλοι στο Βερολίνο επιμένουν ότι η διάσταση απόψεων στο εσωτερικό της γερμανικής καγκελαρίας όσον αφορά το μέλλον της Ε.Ε. έχει αποκτήσει πολύ μεγάλη ένταση, με την Άνγκελα Μέρκελ να προσπαθεί να αποφύγει μια ανοιχτή ρήξη. Κάτι που δεν φαίνεται να υιοθετεί ο κ. Σόιμπλε από τη θέση του προέδρου της Βουλής, στην οποία το δικαστήριο της Καρλσρούης καλεί την ΕΚΤ να δώσει εξηγήσεις για την πολιτική της…
Η “εξήγηση” του Bloomberg
Έκπληξη προκάλεσε, πάντως, η “εξήγηση” που έδωσε το οικονομικό πρακτορείο Bloomberg, το οποίο, με σχόλιο επιφανούς αρθρογράφου του, επιχειρεί να εμφανίσει την απόφαση του γερμανικού δικαστηρίου ως μια απόφαση η οποία, πέραν των άλλων, υποχρεώνει με τον τρόπο του τις χώρες της Ε.Ε. να αποφασίσουν “να γεμίσουν” τα αντιφατικά κενά στο οικοδόμημα της Ε.Ε. Συγκεκριμένα, το Bloomberg επισημαίνει ότι η απόφαση του δικαστηρίου αποδίδει την αδυναμία της ΕΚΤ να εξηγήσει μέχρι στιγμής επαρκώς τη νομιμότητα της στρατηγικής της στις εγγενείς ανεπάρκειες της δομής της Ε.Ε. και όχι στην πρόθεση της ΕΚΤ. Και, κατά συνέπεια, ασκεί έτσι μεγάλη πίεση στις χώρες-μέλη να προχωρήσουν −για να αποφύγουν τη θεσμική κρίση− σε μεγαλύτερη θεσμική και οικονομική ενοποίηση για να απαλλάξουν την ΕΚΤ και να τη στηρίξουν στο έργο της.
Η αδυναμία αυτής της επιχειρηματολογίας −η οποία αναμφίβολα δεν διατυπώθηκε εν αγνοία ηγετών της Ευρωζώνης− εντοπίζεται, όπως παρατηρούν στελέχη της Κομισιόν στα οποία απευθύνθηκε για διευκρινίσεις το “Κεφάλαιο”, στο γεγονός ότι “η απόφαση δεν θέτει μόνο ερωτηματικά για τον ρόλο της ΕΚΤ, αλλά αγνοεί και υποβαθμίζει το κύρος του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, του οποίου τις αποφάσεις θα έπρεπε να σέβεται και να αποδέχεται…”.
Οι επόμενες κινήσεις
Μετά τη δημόσια τοποθέτηση της κυρίας Λαγκάρντ, την Πέμπτη, και τη διατύπωση της θέσης ότι η ανεξαρτησία της ΕΚΤ δεν τίθεται προς συζήτηση και ότι θα συνεχίσει να υλοποιεί τα προγράμματα QE, μένει να φανεί στην πράξη το αν το γερμανικό δικαστήριο θα ζητήσει τη διακοπή της συμμετοχής της Bundesbank στα προγράμματα αυτά. Αν αυτό συμβεί, τα προγράμματα δεν μπορούν να προχωρήσουν, καθώς η “Buba” είναι ο μεγαλύτερος “αγοραστής” για λογαριασμό της ΕΚΤ.
Βέβαια, στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι η “Buba” αγοράζει για λογαριασμό της ΕΚΤ, στο πλαίσιο του QE, μεγάλους όγκους εταιρικών ομολόγων, κατά βάση γερμανικών ομίλων. Και η διακοπή στο επίπεδο αυτό θα έχει πολύ μεγάλες συνέπειες για τη γερμανική βιομηχανία.
Στις Βρυξέλλες, πάντως, διπλωματικές πηγές με γνώση των σχετικών διαδικασιών αναφέρουν ότι “μπορεί οι δύο πλευρές να έχουν λάβει “θέσεις μάχης”, αλλά την ίδια στιγμή έχουν δρομολογηθεί ισχυρές προσπάθειες διαμεσολάβησης για να βρεθεί μια συμβιβαστική λύση, η οποία θα παρακάμψει το ενδεχόμενο ανοιχτής ρήξης…”.
Μάλιστα, λέγεται με έμφαση ότι στη διαδικασία αυτή έχουν αναλάβει πρωτοβουλίες προσωπικότητες της Ευρωζώνης με πολύ ισχυρό κύρος και στις δύο πλευρές “και με αναγνωρισμένες ικανότητες διαμεσολάβησης”.
Και ότι αυτό θα αρχίσει να γίνεται φανερό πολύ σύντομα.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, από την πλευρά της ΕΚΤ υπογραμμίζεται ότι η κατάσταση της οικονομίας της Ευρωζώνης στο β’ τρίμηνο θα επιδεινωθεί τόσο πολύ, που θα καθιστά εκ των πραγμάτων απολύτως αναγκαία την επέκταση και όχι τον περιορισμό των παρεμβάσεων της ΕΚΤ.
Ένα τέτοιο στοιχείο επέκτασης αφορά ιδίως το “έκτακτο QE” (PEPP), του οποίου τα διαθέσιμα κεφάλαια θα έχουν εξαντληθεί μέχρι τον Οκτώβριο, αν δεν επεκταθεί στο μεταξύ. Και αυτό η ΕΚΤ θα πρέπει να το κάνει το αργότερο μέχρι τα τέλη του Ιουνίου. Αυτήν τη γραμμή, εξάλλου, υποστηρίζει με τοποθέτησή του ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ Φίλιπ Λέιν, ο οποίος ξεκαθαρίζει ότι υπό τις παρούσες συνθήκες η ΕΚΤ είναι υποχρεωμένη να “νοιαστεί” για το εύρος των αποδόσεων και των spreads των ευρωπαϊκών ομολόγων πέραν της σταθερότητας των τιμών, ακριβώς για να τηρήσει την “αρχή της αναλογικότητας”.
https://www.capital.gr/diethni/3452226/agnoei-to-germaniko-dikastirio-i-lagkarnt-kai-proxora-sto-qe