Με το νέο άρθρο του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προβλέπεται πως η επίδοση εγγράφου είναι δυνατόν να διενεργείται και με ηλεκτρονικά μέσα
Τη δυνατότητα επίδοσης εγγράφου με ηλεκτρονικά μέσα προβλέπει το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης που κατατέθηκε χθες στη Βουλή.
Μεταξύ άλλων, στο προτεινόμενο άρθρο προβλέπεται πως η επίδοση με ηλεκτρονικά μέσα θεωρείται συντελεσμένη μόνο εφόσον επιστραφεί στον διενεργούντα την επίδοση δικαστικό επιμελητή, ηλεκτρονική απόδειξη παραλαβής του εγγράφου, η οποία φέρει εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή.
Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, με την προτεινόμενη διάταξη προστίθεται στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας νέο άρθρο 122 Α.
Με την παρ. 1 του νέου άρθρου 122Α Κ.Πολ.Δ, ορίζεται ότι η επίδοση κάθε εγγράφου, σύμφωνα με τις παρ. 1 και 5 του άρθρου 122 Κ.Πολ.Δ., είναι δυνατόν να διενεργείται και με ηλεκτρονικά μέσα.
Ο κατά τόπο αρμόδιος δικαστικός επιμελητής πρέπει να είναι πιστοποιημένος για τον σκοπό αυτό, διορισμένος στο δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου έχει την κατοικία ή τη διαμονή ή την έδρα του, όταν γίνεται η επίδοση, εκείνος προς τον οποίο αυτή απευθύνεται.
Στην παρ. 2 του ιδίου άρθρου 122Α Κ.Πολ.Δ., προσδιορίζεται πότε θεωρείται συντελεσμένη η επίδοση με ηλεκτρονικά μέσα. Αποσαφηνίζεται ότι η επίδοση θεωρείται ανυπόστατη σε περίπτωση που η ηλεκτρονική απόδειξη δεν περιέλθει στον διενεργούντα την επίδοση δικαστικό επιμελητή μέσα σε εικοσιτέσσερις (24) ώρες από την ηλεκτρονική αποστολή. Η ηλεκτρονική απόδειξη περιέχεται επίσης στην έκθεση επίδοσης, την οποία συντάσσει ο δικαστικός επιμελητής σύμφωνα με το άρθρο 139 Κ.Πολ.Δ., επί ποινή ακυρότητας.
Με την επιφύλαξη της παρ. 4, η παρ. 3 του άρθρου 122 Α Κ.Πολ.Δ. ορίζει ότι το φυσικό ή στην περίπτωση νομικού προσώπου, ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτού, που επιθυμεί να αποστέλλει ή να λαμβάνει έγγραφα με ηλεκτρονικά μέσα, υποχρεούται να δηλώσει για τον σκοπό αυτό μία και μοναδική ηλεκτρονική διεύθυνση στη κεντρική βάση μοναδικής καταχώρησης των στοιχείων επικοινωνίας της παρ. 5 του άρθρου 48 του ν. 4623/2019 (Α’ 134). Αν πρόκειται για κάτοικο εξωτερικού ή νομικό πρόσωπο με έδρα στην αλλοδαπή, η δήλωση υποβάλλεται στη γραμματεία του πρωτοδικείου της πρωτεύουσας. Η δήλωση υποβάλλεται είτε από τον ίδιο τον ενδιαφερόμενο είτε από ειδικό πληρεξούσιο.
Με την πρόβλεψη αυτή, διασφαλίζεται ότι μόνο οι επιθυμούντες την ηλεκτρονική επίδοση μπορούν να συμμετέχουν στη συγκεκριμένη δυνητική διαδικασία, υπό την απαραίτητη προϋπόθεση ότι τόσο ο αποστολέας όσο και ο παραλήπτης έχουν προβεί προηγουμένως στη σχετική δήλωση.
Με τον τρόπο αυτό αποτρέπονται τυχόν αιφνιδιασμοί. Σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 122 Α Κ.Πολ.Δ., η επίδοση με ηλεκτρονικά μέσα με παραλήπτη το Δημόσιο, πιστωτικό ίδρυμα, ίδρυμα πληρωμών, κατάστημα ηλεκτρονικού χρήματος ή ασφαλιστική εταιρεία διενεργείται στην εκάστοτε αρμόδια αποκεντρωμένη υπηρεσία ή κεντρικό υποκατάστημα της περιφέρειας όπου κατά τον χρόνο επίδοσης έχει την κατοικία ή τη διαμονή ή την έδρατου ο αποστολέας. Σε περίπτωση μη ύπαρξης αρμόδιας αποκεντρωμένης υπηρεσίας ή κεντρικού υποκαταστήματος της περιφέρειας, η επίδοση διενεργείται στην κεντρική έδρα των φορέων της πρώτης περίπτωσης. Για τον σκοπό αυτό, τα νομικά πρόσωπα του προηγούμενου εδαφίου υποχρεούνται να δηλώνουν την ηλεκτρονική τους διεύθυνση στη γραμματεία του πρωτοδικείου της έδρας της αποκεντρωμένης υπηρεσίας ή του κεντρικού υποκαταστήματος, όπως επίσης και το όνομα του αντιπροσώπου, εκπροσώπου ή υπαλλήλου που είναι εξουσιοδοτημένος να παραλαμβάνει ηλεκτρονικά το έγγραφο που επιδίδεται. Σκοπός της ρύθμισης είναι η αποφόρτιση των κεντρικών υπηρεσιών.
Σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 122 Α Κ.Πολ.Δ., για την υποβολή της δήλωσης των παρ. 3 και 4 του άρθρου συντάσσεται έκθεση που υπογράφεται από τον αρμόδιο υπάλληλο της γραμματείας του πρωτοδικείου και εκείνον που κάνει τη δήλωση, η οποία καταχωρίζεται σε ευρετήριο με την αλφαβητική σειρά του επωνύμου ή της επωνυμίας του φυσικού ή νομικού προσώπου. Οι δηλώσεις τηρούνται και σε ηλεκτρονικό αρχείο, το οποίο αποστέλλεται ηλεκτρονικά στην Ομοσπονδία Δικαστικών Επιμελητών Ελλάδας από τη γραμματεία του κατά τα ανωτέρω αρμόδιου πρωτοδικείου.
Σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 122Α Κ.Πολ.Δ., για την αντικατάσταση ή κατάργηση της ηλεκτρονικής διεύθυνσης που έχει καταχωριστεί ακολουθείται η διαδικασία της παρ. 5 του άρθρου 48 του ν. 4623/2019 (Α’ 134), με σχετική σημείωση στο επώνυμο ή την επωνυμία του φυσικού ή νομικού προσώπου αντίστοιχα.
Σύμφωνα με την παρ. 7 του άρθρου 122 Α Κ.Πολ.Δ., η επίδοση στον αντίκλητο πληρεξούσιο δικηγόρο, σύμφωνα με τις παρ. 1 και 3 του άρθρου 143 Κ.Πολ.Δ., μπορεί να γίνεται και στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που περιέχεται σε δικόγραφο, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 119 Κ.Πολ.Δ..
Σύμφωνα με την παρ. 8, παρατείνονται κατά μία ημέρα όλες οι δικονομικές προθεσμίες στις περιπτώσεις ηλεκτρονικής επίδοσης, ώστε σε καμία περίπτωση να μην καταστρατηγούνται οι προθεσμίες που τίθενται από τον Κ.Πολ.Δ..
Τέλος, σύμφωνα με την παρ. 9 παρέχεται εξουσιοδότηση στους Υπουργούς Δικαιοσύνης και Ψηφιακής Διακυβέρνησης, με κοινή απόφασης τους να εξειδικεύουν τους όρους δημιουργίας και λειτουργίας της ηλεκτρονικής εφαρμογής για την επίδοση εγγράφων με ηλεκτρονικά μέσα.
Αναλυτικά η διάταξη προβλέπει:
Άρθρο 67 Επίδοση με ηλεκτρονικά μέσα
Προστίθεται νέο άρθρο 122 Α στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182) ως εξής:
«Αρθρο 122Α
Επίδοση με ηλεκτρονικά μέσα
1. Επίδοση εγγράφου είναι δυνατόν να διενεργείται και με ηλεκτρονικά μέσα από πιστοποιημένο για τον σκοπό αυτό δικαστικό επιμελητή, διορισμένο στο δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου έχει την κατοικία ή τη διαμονή του ή την έδρα του, κατά το χρόνο διενέργειας της επίδοσης, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο προς το οποίο αυτή απευθύνεται.
2. Η επίδοση με ηλεκτρονικά μέσα θεωρείται συντελεσμένη μόνο εφόσον επιστραφεί στον διενεργούντα την επίδοση δικαστικό επιμελητή, ηλεκτρονική απόδειξη παραλαβής του εγγράφου, η οποία φέρει εγκεκριμένη ηλεκτρονική υπογραφή, κατά την έννοια του άρθρου 3 του Κανονισμού (EE) 910/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με την ηλεκτρονική ταυτοποίηση και τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές στην εσωτερική αγορά και την κατάργηση της οδηγίας 1999/93/ΕΚ (EE L 257/28.8.2014), του προσώπου προς το οποίο γίνεται η επίδοση. Επί ποινή ακυρότητας, η ηλεκτρονική απόδειξη περιέχεται στην έκθεση επίδοσης την οποία συντάσσει ο δικαστικός επιμελητής σύμφωνα με το άρθρο 139 Κ.Πολ.Δ.. Η επίδοση θεωρείται ανυπόστατη αν η ηλεκτρονική απόδειξη δεν περιέλθει στον διενεργούντα την επίδοση μέσα σε εικοσιτέσσερις (24) ώρες από την αποστολή. Συνέπεια του ανυπόστατου της ηλεκτρονικής επίδοσης είναι η αυτοδίκαιη διενέργειά της με φυσικό τρόπο επίδοσης, όπως ορίζουν τα άρθρα 122 επ..
3. Με την επιφύλαξη της παρ. 4, φυσικό πρόσωπο ή, στην περίπτωση νομικού προσώπου, ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτού, που επιθυμεί να αποστέλλει ή να λαμβάνει έγγραφα με ηλεκτρονικά μέσα υποχρεούται να δηλώσει μία μοναδική ηλεκτρονική διεύθυνση στην κεντρική βάση μοναδικής καταχώρισης των στοιχείων επικοινωνίας της παρ. 5 του άρθρου 48 του ν. 4623/2019 (Α’ 134). Αν πρόκειται για κάτοικο εξωτερικού ή νομικό πρόσωπο με έδρα στην αλλοδαπή, η δήλωση υποβάλλεται στην ανωτέρω κεντρική βάση. Η σχετική δήλωση υποβάλλεται είτε από τον ίδιο τον ενδιαφερόμενο είτε από τρίτο με ειδικό πληρεξούσιο.
4. Η επίδοση με ηλεκτρονικά μέσα, όπως ορίζεται στις παρ. 1 έως 3, με παραλήπτη το Δημόσιο, πιστωτικό ίδρυμα, ίδρυμα πληρωμών, κατάστημα ηλεκτρονικού χρήματος ή ασφαλιστική εταιρεία διενεργείται στην εκάστοτε αρμόδια αποκεντρωμένη υπηρεσία ή κεντρικό υποκατάστημα της περιφέρειας, όπου κατά το χρόνο επίδοσης έχει την κατοικία ή τη διαμονή ή την έδρα του ο αποστολέας. Σε περίπτωση μη ύπαρξης αρμόδιας αποκεντρωμένης υπηρεσίας ή κεντρικού υποκαταστήματος της περιφέρειας, η επίδοση διενεργείται στην κεντρική έδρα των φορέων του πρώτου εδάφιου. Για τον σκοπό αυτό, οι νόμιμοι εκπρόσωποι των νομικών προσώπων του δεύτερου εδαφίου υποχρεούνται να δηλώνουν την ηλεκτρονική τους διεύθυνση στην ανωτέρω κεντρική βάση, όπως επίσης και το όνομα του αντιπροσώπου, εκπροσώπου ή υπαλλήλου που είναι εξουσιοδοτημένος να παραλαμβάνει ηλεκτρονικά το έγγραφο που επιδίδεται.
5. Για την υποβολή της δήλωσης των παρ. 3 και 4, συντάσσεται έκθεση που υπογράφεται από τον αρμόδιο υπάλληλο της γραμματείας του πρωτοδικείου και εκείνον που κάνει τη δήλωση, η οποία καταχωρίζεται σε ευρετήριο με την αλφαβητική σειρά του επωνύμου ή της επωνυμίας του φυσικού ή νομικού προσώπου. Οι δηλώσεις τηρούνται και σε ηλεκτρονικό αρχείο, το οποίο αποστέλλεται από τον αρμόδιο υπάλληλο της γραμματείας του πρωτοδικείου ηλεκτρονικά στην Ομοσπονδία Δικαστικών Επιμελητών Ελλάδας.
6. Αντικατάσταση ή κατάργηση της ηλεκτρονικής διεύθυνσης που έχει καταχωριστεί γίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 5 του άρθρου 48 του ν. 4623/2019 (Α’134).
7. Η επίδοση στον αντίκλητο πληρεξούσιο δικηγόρο, σύμφωνα με τις παρ. 1 και 3 του άρθρου 143, μπορεί να γίνεται και στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που περιέχεται σε δικόγραφο, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 119 Κ.Πολ.Δ.
8. Στις περιπτώσεις ηλεκτρονικής επίδοσης οι δικονομικές προθεσμίες παρατείνονται κατά μία (1) ημέρα.
9. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Ψηφιακής Διακυβέρνησης, εξειδικεύονται oι όροι δημιουργίας και λειτουργίας της ηλεκτρονικής εφαρμογής για την επίδοση εγγράφων με ηλεκτρονικά μέσα.»